Μέγα λάθος «προς κέντρα λακτίζειν»

Αλέξανδρος Φιλιππίδης 19 Σεπ 2014

Από αρχαιοτάτων χρόνων έρχεται η έκφραση που δανείζομαι για τον τίτλο, «προς κέντρα λακτίζειν», με την εξής σημασία: ο βοσκός χρησιμοποιεί ένα αιχμηρό ραβδί, ένα ‘κεντρί’ για να κατευθύνει τα ζωντανά προς συγκεκριμένο σημείο. Τα ζωντανά αντιδρούν ‘κλωτσώντας’ προς τη μεριά του ενοχλητικού ραβδιστή και του ραβδιού του, άρα ‘προς κέντρα, δηλαδή προς το αιχμηρό κεντρί, κλωτσάνε (λακτίζουν)’. Ποια η αλληγορική σημασία των παραπάνω, στα καθ’ ημάς;

Η σύντομη αυτή ανάλυση επιχειρεί να προσδιορίσει το ρόλο του πολιτικού κέντρου και του ενός ή περισσοτέρων κομμάτων που φιλοδοξούν να το εκφράσουν.

Το κέντρο είναι καταρχάς ανεπιθύμητο από πολλούς, τη στιγμή αυτή της οξύτατης ανέχειας και δυσκολίας για τη χώρα. Ποιοι είναι αυτοί οι πολλοί; Είναι όσοι έχουν φτάσει στα όριά τους και επιθυμούν κάτι πιο ριζοσπαστικό, κάτι πιο έντονο, επιθυμούν δηλαδή να φωνάξουν δυνατά και επιτέλους να ακουστούν. Άρα όλοι αυτοί ‘λακτίζουν το κέντρο’, ενισχυόμενοι παντοιοτρόπως από τα αντίστοιχα ‘μεγάλα’ κόμματα που πολώνουν, καθ’ έξιν, δηλαδή από παλιά, κακή συνήθεια, το πολιτικό σκηνικό. Αντίστοιχη άποψη διαχρονικά έχουν εκφράσει πολλοί, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον εξαιρετικό κατά τα άλλα Aneurin Bevan, Ουαλό ανθρακωρύχο που έφτασε να γίνει υπουργός υγείας του Attlee, δημιουργός του βρετανικού ΕΣΥ και μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ο Bevan ήταν που είπε χαρακτηριστικά, «όλοι ξέρουμε τι παθαίνει αυτός που επιλέγει τη μέση οδό, το κέντρο του δρόμου: τον πατάει το αυτοκίνητο!»

Και όμως όλοι αυτοί, και ο μείζων Bevan, έχουν άδικο να λακτίζουν το κέντρο. Το πολιτικό κέντρο μπορεί να ειδωθεί με τρεις τρόπους, οι οποίοι και το δικαιώνουν πολιτικά, ιδίως στην τωρινή, δραματική συγκυρία.

Ι. Πρώτα απ’ όλα, αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ριζοσπαστικό κέντρο, αυτό που απαιτεί η εποχή, δεν είναι πολιτικός χώρος φοβικών , δειλών, ήπιων, διστακτικών αλλαγών. Είναι χώρος που πρεσβεύει τομές, όχι απλά εμβαλώματα. Τώρα ειδικά που η κυβέρνηση εμφανίζεται να κυνηγάει Μεγαλέξανδρους, ο χώρος αυτός με παρρησία υποστηρίζει ότι ο γόρδιος δεσμός του παρόντος αλλά και ο ομφάλιος λώρος με το παρελθόν δεν λύνονται, κόβονται.

Άρα, το σύγχρονο κέντρο είναι ο πολιτικός χώρος του μαξιμαλισμού, δηλαδή της επιδίωξης ακραίων, δραστικών αλλαγών, ο οποίος όμως ταυτόχρονα λέει όχι στην υπερβολή, την απλούστευση, την παραφορά, τον λαϊκισμό, δηλαδή εν τέλει λέει όχι στο ‘άσπρο-μαύρο’, όχι στην κοκορομαχία και το κράτος-λάφυρο. Στην πολιτική πρέπει, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο, να κυριαρχεί το γκρίζο – με την καλή έννοια. H πολιτική μεθοδολογική αλήθεια είναι γκρίζα, όχι άσπρη ή μαύρη. Άρα ριζοσπαστισμός στις επιδιώξεις αλλά μετριοπάθεια στον τρόπο, στον τόνο, στο ύφος του πολιτεύεσθαι. Χωρίς μετριασμό των παθών, τα παθήματα και τα ‘πάθη του έθνους’ θα συνεχιστούν.

Η νέα καθοδηγητική διάκριση, για να θυμηθούμε τον Luhmann, δεν θα είναι μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Η νέα διάκριση θα είναι μεταξύ φωνακλάδων και μετριοπαθών, μεταξύ κραυγαλέου λόγου και ορθού λόγου. Η μετριοπάθεια και η δικαιοσύνη αποτελούν τις δύο πτυχές του ορθού λόγου. Μόνον έτσι, με μετριοπάθεια και δικαιοσύνη, θα καταφέρουμε να ανήκουμε στην Δύση ισότιμα. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν» εξέφρασε την υποτέλεια, το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» εξέφρασε τον (ψευδοπερήφανο) επαρχιωτισμό και την εσωστρέφεια. Είναι πια ώρα να πούμε ότι «Ανήκουμε στην Δύση καθ’ ημάς, με τον δικό μας ισότιμο τρόπο, με την δική μας ετερότητα νοήματος», δηλαδή ότι «Η Ελλάδα ανήκει στην Δύση ισότιμα, άρα και κριτικά».

Ο συνδυασμός, ριζοσπαστισμού και μετριοπάθειας (η οποία συχνά παρερμηνεύεται ως πολιτική δειλία) συνιστά το πολιτικό κέντρο, το οποίο αποδεικνύεται σε αυτά που προτείνει πιο ριζοσπαστικό από τους ‘επαγγελματίες ριζοσπάστες’.

ΙΙ. Κατά δεύτερον, το πολιτικό κέντρο συνδυάζει την ανάγκη για δραστική αλλαγή του δημόσιου οικοδομήματος με την προάσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, δημοσιονομική προσαρμογή με ανθρωπιστική κρίση δεν γίνεται. Μεταρρύθμιση με κοινωνικά ερείπια δεν γίνεται. Ο ωφελιμισμός, δηλαδή η επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού καλού (οφέλους) για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων (όπως τον ορίζει και ο Bentham) δεν μπορεί να προχωρήσει πολιτικά αν δεν συνοδεύεται από βαθύ, βαθύτατο, και ειλικρινή ανθρωπισμό. Όπως λέει πολύ σωστά και ο Bevan, η φαινομενικά πεφωτισμένη αρχή του ωφελιμισμού δεν μπορεί να μας κάνει να αγνοούμε την προσωπική δυστυχία, τη δυσχέρεια ενός εκάστου, την τραγωδία του ‘απασχολίσιμου’, ο οποίος ανήκει στη νέα κοινωνική τάξη των ‘επισφαλών’ (precariat, δηλαδή ‘επισφαλείς’, αντί για το παλαιότερο βιομηχανικό proletariat, το προλεταριάτο των εργατών).

Άρα το πολιτικό κέντρο εξασφαλίζει μια νηφάλια ισορροπία μεταξύ των μετα-Κεϋνσιανών ‘οικονομικών της ζήτησης’ και των πιο φιλελεύθερων ‘οικονομικών της προσφοράς’ (supply-side economics). Δεν θέλει παντού ιδιωτικοποιήσεις, αλλά, εξ ίσου, δεν θέλει και ένα δημόσιο μονίμων, μη αξιολογούμενων υπαλλήλων. Θέλει ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή ένα ευρωπαϊκό μέρισμα (ιδέα του Philippe van Parisj) αλλά θέλει και ένα βιώσιμο συνταξιοδοτικό με πλήρη κατάργηση των προώρων συντάξεων (εκτός αν αφορούν ελάχιστα, σαφώς ‘βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα’, π.χ. του εργάτη σε μεταλλεία αλλά όχι του νοσοκόμου) και ένα κεφαλαιοποιητικό (επικουρικό) σύστημα δίπλα στο απλό αναδιανεμητικό σύστημα της βασικής εθνικής σύνταξης για όλους. Θέλει ιδιωτικές, αποτελεσματικές τράπεζες, αλλά εξίσου θέλει και μία ισχυρή κρατική τράπεζα, που θα προωθεί την ανάπτυξη και όχι μόνο τα μετοχικά κέρδη. Θέλει μία εταιρία ‘περιουσίας του Δημοσίου’, ένα ‘Greek Sovereign Fund’, αντί για το σημερινό ΤΑΙΠΕΔ που πουλάει κομμάτι-κομμάτι και όσο όσο. Δηλαδή 1 εταιρία συμμετοχών, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, διαφανή, που θα διαχειρίζεται την περιουσία του Δημοσίου, τα ακίνητα, τις εναπομείνασες ΔΕΚΟ, θα συγκεντρώνει κεφάλαια, θα επενδύει και στην οποία θα μπορούν να συμμετάσχουν μετοχικά και ξένοι. Μετοχές θα μπορούν να λάβουν και οι συνταξιούχοι, π.χ., έναντι των περικοπών που υπέστησαν. Να πώς μπορεί το πολιτικό κέντρο να εκφράζει τον πολιτικό πραγματισμό, τον επαναστατικό ρεαλισμό των συγκεκριμένων λύσεων, τη στιγμή που οι αριστεροί λαϊκιστές δεν πουλούν ούτε μετοχοποιούν τίποτε, ενώ οι δεξιοί λαϊκιστές πουλούν όσο όσο λόγω της ‘κακιάς τρόικας’.

ΙΙΙ. Τρίτον, και για να έρθουμε στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, το πολιτικό κέντρο μπορεί να λειτουργήσει, και άρα να έχει ζωτικό λόγο πολιτικής ύπαρξης, ως ‘σταθεροποιητής’ κυβερνήσεων συνεργασίας. Αν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα είναι σαν δύο άλογα (πραγματικά ‘ά-λογα’ πολιτικά όντα, δηλαδή σχηματισμοί όπου πολλές φορές δεν επικρατεί η λογική), τότε το πολιτικό κέντρο, συμμετέχοντας σε κυβέρνηση συνεργασίας με το ένα ή το άλλο ‘μεγάλο’ κόμμα, θα είναι αντιστοίχως σαν την (Σωκρατική) αλογόμυγα ή σαν το χαλινάρι. Από τη μια εγγυάται ότι, σαν αλογόμυγα, θα ‘κεντρίζει’, θα τσιγκλάει τη Νέα Δημοκρατία, θα την τραβάει απ’ το μανίκι, ώστε να γίνονται πραγματικές μεταρρυθμίσεις, όχι ‘copy-paste΄ χιλιάδων προαπαιτούμενων της τρόικας χωρίς πραγματική εφαρμογή. Από την άλλη εγγυάται ότι, σαν χαλινάρι, θα μετριάζει τις ακραίες διαθέσεις μελών του Σύριζα, θα κρατάει σταθερά την Ελλάδα στον ‘κόσμο των σοβαρών κρατών’, στη χορεία των συγχρόνων ‘δυτικού τύπου’ δημοκρατιών.

Για όλους αυτούς τους λόγους το πολιτικό κέντρο διαθέτει ‘ζωτικό πολιτικό χώρο’ ύπαρξης, σε πείσμα όλων αυτών οι οποίοι εκατέρωθεν το ‘λακτίζουν’.

Αν μάλιστα εκλείψουν πολιτικά οι παλαιές ηγεσίες και ηγετικές ομάδες των προϋπαρχόντων σχηματισμών ΠΑΣΟΚ και ΔημΑρ, αν ‘βγουν’ (και αφεθούν να ‘βγουν’) μπροστά αυτοί που δεν βαρύνονται με συμμετοχή ή και ανοχή στα λάθη του παρελθόντος, θα ανοίξει ο δρόμος για τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης κεντρώας παράταξης, με ‘θρυαλλίδα’ των εξελίξεων και το Ποτάμι. Αυτή η συνένωση καλό θα ήταν να γίνει προ των επερχόμενων εκλογών, ειδάλλως θα την επιβάλουν οι πολιτικές εξελίξεις μετά τη (διαφαινόμενη) νίκη του Σύριζα. Δηλαδή αυτός που θα αναγκάσει το κέντρο να ενωθεί μπορεί να είναι ο Αλέξης Τσίπρας!

Τέλος, με το βλέμμα στο απώτερο μέλλον, μπορεί κανείς να φανταστεί μια συμμαχία Νέων Αριστερών και Κεντρώων Φιλελευθέρων («Lib-Lab», δηλαδή «Liberals-Labour», ονομάστηκε η επιδίωξη αυτή στην Αγγλία), η οποία θα δημιουργήσει έτσι έναν σταθερό πόλο, αντίπαλο του Συντηρητικού Κόμματος που πάντα θα υπάρχει, σε ένα μελλοντικό, σταθερότερο ‘διπολικό’ τοπίο. Μια τέτοια συμμαχία θα ένωνε έτσι τους δύο παραδοσιακούς ανά τους αιώνες αντιπάλους του Συντηρητισμού. «Wishful thinking», που λένε και οι Άγγλοι!

.


.

 

.

[1] Δηλαδή ας μην σπεύσουμε να βαφτίσουμε την επιθυμία μας πραγματικότητα!