«Αμφισβήτηση…Ναι, αλλά ποιά;»

Γιώργος Ευαγγελόπουλος 03 Ιουν 2012

Παρακολουθώντας τον πολιτικό λόγο που αρθρώνει το πιο «δυναμικό», από πλευράς εκλογικής επιρροής, κόμμα της ελληνικής Αριστεράς, που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και την πολιτική-ιδεολογική αντιμετώπισή του τόσο από τα υπόλοιπα κόμματα του αριστερού φάσματος, όσο και από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, διαπιστώνω πως ένα από τα κεντρικά ερωτήματα της παρούσας πολιτικής διαμάχης είναι το είδος (δηλαδή η ποιότητα, η μορφή και, κυρίως, η ουσία) της αμφισβήτησης που ο ΣΥΡΙΖΑ αρθρώνει απέναντι στο υπάρχον πολιτικό σύστημα.

Θυμήθηκα, έτσι, ένα παλαιό δημοσιογραφικό κείμενο του μαρξιστή κοινωνιολόγου, Νίκου Πουλαντζά -το όνομα του οποίου φέρει το Ινστιτούτο μελετών του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ- με το οποίο απαντούσε σε ερώτημα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» για το πώς κατανοεί την αμφισβήτηση. Το βρήκα σε μια παλαιά, αχρονολόγητη (πάντως, των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων) έκδοση της εν λόγω εφημερίδας, με τίτλο «ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ». Σ’ αυτήν, περιέχονται, επίσης, κείμενα των Κώστα Σταματίου, Δημήτρη Τσάτσου, Γιώργου Βέλτσου, Λιλής Ζωγράφου, Κωνσταντίνου Τσουκαλά, Κώστα Βεργόπουλου, Ιωάννας Καρατζαφέρη και Τίτου Πατρίκιου, πάνω στο ίδιο ερώτημα.

Αντί σχολιασμού του αρκετά εκτενούς αυτού κειμένου του Πουλαντζά, προτιμώ να το παραθέσω αυτούσιο, πιστεύοντας ότι, παρά τα χρόνια που πέρασαν έκτοτε, αρκετές από τις οξυδερκείς παρατηρήσεις της μαρξιστικής αυτής ανάλυσης «φαινομένων πολιτικής αμφισβήτησης» της εποχής, διατηρούν την επικαιρότητά τους (διαπίστωση όχι αυτονόητα θετική για το πολιτικό μας σύστημα, ιδίως εάν αποτιμήσει κάποιος την πρόοδο που συντελέστηκε ή δεν συντελέστηκε εν τω μεταξύ, όσον αφορά την ποιότητα του πολιτικού λόγου, οραματικού και πρακτικού, τόσο της Αριστεράς, όσο και των αντιπάλων της). Ας εξαγάγει, λοιπόν, κάθε αναγνώστης τα συμπεράσματά του είτε είναι μαρξιστής, είτε σοσιαλδημοκράτης, είτε πολιτικά φιλελεύθερος (της Δεξιάς ή της Αριστεράς) είτε συντηρητικός:

«ΑΠΑΝΤΩΝΤΑΣ στην έρευνα των ΝΕΩΝ γύρω από το θέμα της αμφισβήτησης, θα αρχίσω προσδιορίζοντας το ίδιο της το αντικείμενο, θέτοντας ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την “αμφισβήτηση”.

Το πρώτο θέμα είναι, βέβαια, τι εννοούμε με τον όρο αμφισβήτηση, εάν και κατά πόσο πρόκειται στη σημερινή κοινωνία για ένα νέο φαινόμενο, ποια είναι η έκτασή του και η ακριβής σημασία του. Θα αρχίσω σημειώνοντας, χωρίς περιστροφές, ότι μια συνηθισμένη έννοια της αμφισβήτησης, πως πρόκειται τάχα για ένα ολοκληρωτικά καινούργιο και πρωτότυπο φαινόμενο, για μια, στο σύνολό της, παράδοξη μορφή καθολικής άρνησης, είναι, σε ένα μεγάλο μέτρο, εσφαλμένη. Πράγματι, ένα μέρος από τα φαινόμενα που, σε όλους τους τομείς, χαρακτηρίζονται συνήθως σαν αμφισβήτηση, δεν είναι νομίζω παρά η σημερινή μορφή φυσιολογικής έκφρασης κριτικής, αντίστασης στο κατεστημένο και αντιθέσεων που αποτελούν ανέκαθεν οργανικό και λειτουργικό στοιχείο κάθε ζωντανής πνευματικής, κοινωνικής και πολιτικής διαδικασίας. Έτσι, το πρόβλημα μας αλλάζει: το πρώτο ενδιαφέρον ερώτημα δεν είναι το ποιοί είναι οι λόγοι αυτής της σημερινής αμφισβήτησης, δεν αφορά δηλαδή τόσο την ερμηνεία ενός φαινομένου από κάθε άποψη έκτακτου ή ριζικά καινούργιου, αλλά πολύ περισσότερο πώς και γιατί η κοινή γνώμη έχει φτάσει στο σημείο που η κριτική και η αντίθεση να θεωρείται σχεδόν σαν σκάνδαλο, που η φυσιολογικότερη, θάλεγα, έκφραση ενός κοινωνικού οργανισμού να θεωρείται σαν κάτι το περίεργο και πρωτότυπο που να χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία. Για να το εξηγήσουμε, πρέπει να αναφερθούμε στην κατάσταση που επικράτησε στις δυτικές κοινωνίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η σταθεροποίηση του καπιταλισμού πρώτα μέσα από το ψυχροπολεμικό κλίμα και στη συνέχεια μέσα από τις νέες δομές της μεταπρατικής-καταναλωτικής κοινωνίας και του μονοπωλιακού καπιταλισμού, με τις καινούργιες συνιστώσες της αυταρχικής και απολυταρχικής μορφής εξουσίας, με τις ιδιάζουσες αλλοτριωτικές τεχνοκρατικές ιδεολογίες, με τους νέους δίαυλους μετάδοσης και εγχάραξης της άρχουσας ιδεολογίας (μαζικά μέσα ενημέρωσης), τέλος με μια ιδιότυπη, συχνά με εκλεπτυσμένους τρόπους, καταπίεση των λαϊκών μαζών (όχι τόσο με άμεση βία όσο με “εσωτερίκευση” της καταπίεσης από μέρους τους), οδήγησε επί πολύ καιρό σε μια πρωτοφανή σκλήρυνση και αποστέωση, σε όλους τους τομείς, των κοινωνιών αυτών, σε μια ύφεση των ανοιχτών λαϊκών αντιστάσεων και σε μια σημαντική αποτελμάτωση στον τομέα των κοινωνικών επιστημών και της, επίσημης τουλάχιστον, κουλτούρας.

Ας μην ξεχνάμε ότι επρόκειτο για την εποχή όπου ανθούσαν οι διάφορες θεωρίες για το “τέλος των ιδεολογιών”, για την “ενσωμάτωση” της εργατικής τάξης στο νεο-καπιταλισμό, για τις τεχνολογικές κοινωνίες, που κατάφεραν να ξεπεράσουν τις ταξικές αντιθέσεις.

Πρωτοφανής πολιτική αποστέωση

Από την άλλη μεριά, σ’ αυτή την μεταπολεμική κοινωνία αντιστοιχούσε, μέσα από την ευρωπαϊκή αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις, μια πρωτοφανής επίσης πολιτική και οργανωτική αποστέωση, ο αρραγής δογματισμός και η απονέκρωση κάθε κριτικής στον θεωρητικο-ιδεολογικό τομέα. Χαρακτηριστικά όχι μόνο των κομμουνιστικών κομμάτων, σαν συνέπεια του σταλινισμού, αλλά και της ευρωπαϊκής σοσιαλ-δημοκρατίας: σταλινισμός και σοσιαλ-δημοκρατία αποτελούν, και απ’ αυτή την άποψη, δίδυμους αδελφούς, που αλληλονομιμοποιούνται μέσα από την ίδια την αντίθεσή τους, ενώ παρουσιάζουν, πέρα από τις διαφορές τους, και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως την εχθρική καχυποψία απέναντι σε κάθε δημιουργική πρωτοβουλία των λαϊκών μαζών και της «βάσης».

Εδώ και μερικά χρόνια, και για λόγους που δεν μπορώ να αναλύσω εδώ, η κατάσταση αυτή αρχίζει και ξεπερνιέται, έχει όμως αφήσει αρκετές επιβιώσεις. Η κυριότερη ίσως έγκειται ακριβώς στο ότι η άνοδος των λαϊκών αγώνων, η ανανέωση της κριτικής σκέψης, το ζέσταμα των αντιθέσεων θεωρούνται συχνά ακόμα σαν φαινόμενα πρωτάκουστα, σκανδαλώδη, στο περιθώριο κάπως των κανονιστικών λειτουργιών, αδιανόητα τα μεν για τις άρχουσες τάξεις, που είχαν εφησυχάσει πως κατάφεραν πια να επιβάλουν την κοινωνικο-πολιτική ειρήνη και να καταπνίξουν τις αντιστάσεις, τα δε για τους εκπροσώπους των σταλινικών και σοσιαλ-δημοκρατικών αποστεώσεων και δογματισμών, που και αυτά έχουν εφησυχάσει πως κατάφεραν να επιβάλουν την ειρήνη της σιωπής και του σκοταδισμού και να ποδηγετήσουν το λαϊκό κίνημα.

Και εδώ υπεισέρχεται μια εσφαλμένη άποψη για την αμφισβήτηση. Οι εργάτες και οι αγρότες διαδηλώνουν ενάντια στο κεφάλαιο και την εξουσία. Θα πούμε ίσως ότι αμφισβητούν τους εργοδότες, ενώ πρόκειται, πιο απλά, γι’ αυτό που λέμε ταξική πάλη. Οι νέοι ξεσηκώνονται ενάντια στην καταπιεστική οικογένεια και τους σχολικούς θεσμούς, οι επιστήμονες ενάντια στην αποστεωμένη σκέψη των κατεστημένων κοινωνικών επιστημών, οι καλλιτέχνες ενάντια στην εμπορευματική και φετιχιστική δομή της κουλτούρας; Θα πούμε ότι αμφισβητούν, ενώ πρόκειται, σε ένα τουλάχιστον μέτρο, πιο απλά, για τη σύγχρονη μορφή παλιών συγκρούσεων και αντιθέσεων στον πολιτικο-ιδεολογικό τομέα. Η αριστερά θέτει καινούργια ερωτήματα και προβλήματα; Θα πούμε ότι αμφισβητεί τον μαρξισμό, ενώ πρόκειται συχνά και εδώ, πιο απλά, για την άσκηση της κριτικής, συστατικό και οργανικό στοιχείο κάθε δημιουργικής προβληματικής, ιδιαίτερα της μαρξιστικής.

Υπάρχουν καινούργια φαινόμενα

Με αυτές τις παρατηρήσεις μου δεν θέλω καθόλου να υποστηρίξω ότι δεν υπάρχουν καινούργια φαινόμενα που δηλώνονται με την έννοια της αμφισβήτησης. Σίγουρα υπάρχουν, και τα πρώτα από αυτά αφορούν κυρίως ουτοπιστικές και ιδεολογικές συνιστώσες. Λόγω της μακροχρόνιας συγκυρίας αποστέωσης και δογματισμού, που ανέφερα, διαπιστώνουμε μια τάση, από μέρους κυρίως μιας μερίδας της νεολαίας και των διανοουμένων, ολοκληρωτικής και απόλυτης άρνησης τόσο των “παραδοσιακών» θεσμών και σκέψης όσο και της σκέψης και των οργανώσεων της αριστεράς, που είναι βέβαια αυτό που μας ενδιαφέρει: μεταξύ άλλων, καθολική άρνηση των κομμάτων της αριστεράς και του μαρξισμού, αλλά το φαινόμενο έχει πολύ ευρύτερη έκταση. Η σημασία όμως αυτής της μορφής αμφισβήτησης, σαν καθολική και απόλυτη άρνηση και που αυτοπαρουσιάζεται σαν αντιπροσώπευση κάτι άλλου, ριζικά καινούργιου, είναι κατά τη γνώμη μου, περισσότερο ψυχολογική παρά θεωρητικο-πολιτική. Και αυτό για τρεις βασικούς λόγους:

Πρώτα απ’ όλα, επειδή ξέρουμε πια ότι, παρ’ όλες τις προαιώνιες ουτοπίες των θεμελίων, των καταβολών και της πρώτης αρχής, παρ’ όλες τις φαντασιώσεις πως κάπου, κάπως, κάποιοι αρχίζουν κάτι απόλυτα καινούργιο σβήνοντας ριζικά το παλιό, πως ρίχνουν ρίζες σε ένα έδαφος τελείως διαφορετικό, γιατί υποτίθεται ότι το έχουν ξαναπαρθενοποιήσει, δηλαδή παρ’ όλα τα σύνδρομα του Προμηθέα ή, στη σύγχρονη μορφή τους, των υπερανθρώπων του Νίτσε που κάποτε φτάνουν από αλλού σαν “πρωτοδημιουργοί νόμων με ατσάλινο βλέμμα” για να φέρουν την αρχέγονη ρήξη, ξέρουμε πια, λέω, ότι δεν υπάρχει ποτέ μια θεϊκή πρώτη αρχή: η νομή του καινούργιου γίνεται πάντα μέσα από μια πορεία, σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης, γεννιέται από το σπέρμα και τη μήτρα του παλιού που ξεπερνάει.

Για ένα δεύτερο λόγο: γιατί οι υποτιθέμενες ρηξικέλευθες αμφισβητήσεις (και δεν μιλάω εδώ για τα αναμφίβολα σημαντικά στοιχεία των νέων μορφών σκέψης, αλλά για την αμφισβήτηση σαν έκφραση καθολικής άρνησης) δεν αντιπροτείνουν τελικά καμιά καινούργια ολική κοσμοθεωρία. Παρ’ όλη την επίμονη αναφορά τους στο απόλυτα καινούργιο, αρκούνται συχνά στο να αρνούνται καθολικά τη σύγχρονη σκέψη (τον μαρξισμό, την ψυχανάλυση, κ.λπ.) στο όνομα μιας απλής αναδίπλωσης και επιστροφής στο απομακρυσμένο παρελθόν, στο όνομα μιας αναβίωσης των μυθικών ριζών: αναβίωση π.χ. του πλατωνισμού, του σπιριτουαλισμού, κ.λπ. Όχι μόνο οι μορφές αυτές της αμφισβήτησης δεν προωθούν τη σύγχρονη προοδευτική σκέψη με τρόπο που να ενσωματώνονται τα θετικά της στοιχεία και να ανοίγουν παραπέρα προοπτικές, αλλά στην ουσία πισωδρομούν.

Καθολική άρνηση και παραδοχή

Για ένα τρίτο λόγο, τέλος: γιατί μια καθολική άρνηση περικλείνει έτσι, πάντα, μια ανομολόγητη καθολική παραδοχή του πρωτύτερου σαν αμετάβλητη φύση. Για παράδειγμα, καθολική άρνηση του μαρξισμού σημαίνει παραδοχή ότι η σκέψη αυτή υπάρχει σαν κλειστό δόγμα, δηλαδή παραδοχή του μαρξισμού σαν σοσιαλισμό· ή, ακόμα, για να αναφερθώ σ’ ένα τελείως διαφορετικό θέμα, καθολική άρνηση της μητρότητας σημαίνει παραδοχή ότι η μητρότητα δεν μπορεί παρά να υλοποιείται αναγκαστικά, από την φύση της, στην πατροπαράδοτη οικογένεια. Θα πάω πιο μακριά: η καθολική άρνηση (αμφισβήτηση μ’ αυτή την έννοια) όχι μόνο εκφράζει ένα ουτοπιστικό δρόμο μεταβολής του παλιού, αλλά αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο αναπαραγωγής του ίδιου του κατεστημένου. Μια τέτοια αμφισβήτηση είναι λειτουργικά προδιαγεγραμμένη μέσα στο ίδιο το σύστημα επιβίωσης και διαιωνισμού του παλιού, είτε αυτό το παλιό είναι σκέψη, είτε ιδεολογία, είτε εξουσία, γιατί το παλιό νομιμοποιείται έτσι, μέσα από την ολοκληρωτική του αντίθεση με το νέο, περιχαρακώνοντας το νέο στα περιθώρια. Ένας από τους βασικούς τρόπους με τους οποίους η άρχουσα ιδεολογία αναπαράγεται μέσα στις λαϊκές μάζες, είναι με το να επιβάλλεται σ’ αυτές σαν μοντέλο απόλυτα αρνητικής αναφοράς, δηλαδή σαν δεδομένο στο οποίο οι λαϊκές μάζες αντιτίθενται με μια στάση που βρίσκεται στους εκ διαμέτρου αντίποδές του, συμμετέχοντας έτσι στην προβληματική που επιβάλλει η ίδια η άρχουσα ιδεολογία. Κλασικό παράδειγμα:

Ενάντια στον αντιδραστικό εθνικισμό της αστικής τάξης, το λαϊκό κίνημα απάντησε επί καιρό με το “οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα”, δηλαδή με την καθολική άρνηση της έννοιας του έθνους για την εργατική τάξη και το σοσιαλισμό, θέση εσφαλμένη, επηρεασμένη από την ίδια την άρχουσα ιδεολογία, και που οδήγησε σε ανυπολόγιστες πολιτικές καταστροφές. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει ωραιότερο δώρο απ’ αυτή τη μορφή αμφισβήτησης για την άρχουσα ιδεολογία που παραμένει έτσι το μόνιμα αναπαραγόμενο και κυρίαρχο στοιχείο αναφοράς, όπως δεν υπάρχει ωραιότερο δώρο για τον σταλινισμό και για την κατεστημένη ψυχιατρική από την καθολική άρνηση του μαρξισμού και της ψυχανάλυσης.

Θα σημειώσω εξ άλλου, τελείως παρενθετικά, ότι ένα από τα αποτελέσματα της κατάστασης αυτής είναι συχνά η επανάληψη, κάτω από την επίφαση του λόγου της καθολικής άρνησης, των ίδιων των πατροπαράδοτων σχημάτων του παρελθόντος από τους ίδιους τους αμφισβητίες. Εάν μερικοί απ’ αυτούς προσπαθούν να βάλουν σε εφαρμογή το εκ διαμέτρου αντίθετο του “παραδοσιακού”, οι περισσότεροι ξαναπέφτουν γρήγορα στην απλή απομίμηση της παράδοσης. Για να πάρω ένα ακόμα παράδειγμα από τη σημερινή ελληνική νεολαία, αυτή τη φορά, και πιο συγκεκριμένα από το ανδρικό της στοιχείο: είναι χαρακτηριστικό ότι, κάτω από τον Λόγο της ρηξικέλευθης, στον πολιτιστικο-ηθολογικό τομέα αμφισβήτησης, βρίσκουμε, ακόμη και στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικοποιημένων αγοριών, όλων ανεξαίρετα των πολυποίκιλων πρωτοποριακών και πολιτικών νεολαιών, την ακλόνητη κυριαρχία του φαλλοκρατισμού και την καθημερινή πολύμορφη καταπίεση, από μέρους τους, των νέων κοριτσιών σε όλους τους τομείς και με τους ίδιους ακριβώς τρόπους όπως και παλιά.

Οι πολιτικοποιημένοι νέοι στην Ελλάδα

Θάλεγε κανείς ότι τα περισσότερα πολιτικοποιημένα αγόρια της νέας ελληνικής γενιάς παραμένουν ακόμα, απ’ αυτή την άποψη, κακέκτυπα του μύθου της “αντρίκιας” ελληνικότητας, εννοώ του Γιώργου Φούντα στο φιλμ “Στέλλα” του Κακογιάννη, κάτω από ένα λεκτικό αμφισβήτησης που τους προσφέρει ένα βολικότατο άλλοθι. Ανείπωτη σημερινή ακόμα μιζέρια της ελληνικής “αντρίκιας” λεβεντιάς της οποίας, όπως καθένας ξέρει, ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει παρεκτός του τραχήλου της Ελληνίδας που, όπως καθένας επίσης ξέρει, όχι μόνον ένα και πολλούς ζυγούς υποφέρει, αλλά και τους “ποθεί”.

Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά από τις παλαιότερες γενιές και που αφορά, βέβαια, τις γυναίκες: η “ήσυχη” επανάσταση των σημερινών νέων Ελληνίδων θα μεταβάλει σίγουρα και επιτέλους την πολιτισμική πραγματικότητα του τόπου μας πολύ πιο ριζικά από οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις με την παραπάνω έννοια.

Πέρα όμως από τις ουτοπιστικο-ιδεολογικές συνιστώσες και την ψυχολογική καινοτυπία της σύγχρονης αμφισβήτησης, η έννοια αυτή καλύπτει σίγουρα και καινούργια αυθεντικά κοινωνικο-πολιτικά φαινόμενα: αυτά για τα οποία έγραφε εκτεταμένα ο Κώστας Σταματίου στα προηγούμενα άρθρα του της έρευνας των ΝΕΩΝ, έτσι που δεν είναι ανάγκη να επαναλάβω τις αναλύσεις που ήδη έχει κάνει. Θα τονίσω μόνο μερικά από τα σημαντικότερα αυτά φαινόμενα:

1. Πρώτο, όντως νέο και μεγάλης σημασίας στοιχείο της σύγχρονης αμφισβήτησης, είναι μια νομιμοποιημένη και ιδιαίτερα έντονη κριτική στάση απέναντι σε κάθε μορφής συστηματοποιημένο λόγο-επιστήμη. Πράγματι, ξέρουμε πια ότι δεν υπάρχει, ότι δεν μπορεί πολιτικο-επιστημονικά να υπάρξει ένας τέτοιος Λόγος που, από την ίδια του τη δομή και τη φύση, να είναι μόνο επαναστατικο-απελευθερωτικός, δηλαδή που να περιέχει ακραιφνή εσωτερικά στοιχεία απόλυτης ανάσχεσης στη χρησιμοποίησή του σαν μέσο εξουσιασμού και καταπίεσης. Αυτό ισχύει και για τους ίδιους το μαρξισμό και την ψυχανάλυση, παρ’ όλο που είναι κατ’ εξοχήν επαναστατικοί λόγοι.

Η χρησιμοποίηση του μαρξισμού σαν μέσου καταπίεσης και σαν γλώσσα εξουσίας πάνω στις λαϊκές μάζες στις ανατολικές χώρες, η σημερινή χρησιμοποίηση της ψυχανάλυσης σαν επίσημης γλώσσας νομιμοποίησης των νέων αυταρχικών μορφών ελέγχου-μαντρώματος των ατόμων και καταπίεσης στη Δύση (αντικατάσταση της αστυνομοκρατίας από τον γενικευμένο ψυχολογικό έλεγχο “ομαλοποίησης” του πληθυσμού, από τα διάφορα “τεστ” μέχρι τα δίκτυα των “κοινωνικών λειτουργών”) δεν οφείλονται μόνο σε παραμορφώσεις του μαρξισμού και της ψυχανάλυσης. Ο σταλινισμός, πιο συγκεκριμένα, δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μια παρέκκλιση από την αυθεντική φύση του μαρξισμού που, στην αγνότητά του, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο επαναστατικο-απελευθερωτικός. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ούτε όπως λέγεται πρόσφατα, ότι κάθε Λόγος-επιστήμη είναι αναγκαστικά, από τη φύση του, πηγή καταπίεσης και εξουσιασμού, ούτε ότι όλοι οι Λόγοι-επιστήμες είναι, απ’ αυτήν την άποψη, το ίδιο, και ότι δεν υπάρχουν Λόγοι ολοκληρωτικά αλλοτριωτικοί, από την άλλη μεριά. Λόγοι ασύγκριτα πιο απελευθερωτικοί από άλλους, από την άλλη μεριά, π.χ. ο μαρξισμός και η ψυχανάλυση. Αυτό σημαίνει ότι κάθε Λόγος μπορεί να χρησιμοποιηθεί, μέσα από την ίδια του την “αυθεντικότητα”, σαν μέσο καταπίεσης από μέρους αυτών που μονοπωλούν το Λόγο αυτό, από μέρους μεγάλων ιερέων, των θεματοφυλάκων των κειμένων και της Γνώσης, των ελίτ και των κάθε φύσης “διανοουμένων” πάνω στις μάζες, και ότι μόνο η συνεχής πρακτική κριτική στάση της “βάσης” μπορεί να αποτρέψει αυτό το ενδιαφέρον.

Όργανα αυταρχικού εξουσιασμού

2. Δεύτερο νέο και αυθεντικό στοιχείο, αντίστοιχο με το πρώτο, μια επίσης νομιμοποιημένη και ριζικά πιο έντονη κριτική στάση (που διακρίνεται, βέβαια, από την καθολική άρνηση) απέναντι σε κάθε μορφής κοινωνικο-πολιτική θεσμοποίηση, πιο συγκεκριμένα, απέναντι στα πολιτικά κόμματα της αριστεράς. Ξέρουμε, επίσης, πια ότι δεν υπάρχουν θεσμοί που να είναι, από την ίδια τη δομή και τη φύση τους, αποκλειστικά και μόνο επαναστατικο-απελευθερωτικοί, και ότι όλα μπορούν να γίνουν όργανα αυταρχικού εξουσιασμού πάνω στις μάζες. Όσο λαθεμένη είναι η άποψη ότι κάθε κόμμα είναι, από τη φύση του, αναγκαστικά γραφειοκρατικό και καταπιεστικό, άλλο τόσο είναι λανθασμένη η άποψη ότι υπάρχει η δυνατότητα ενός αφ’ εαυτού ιδανικού, επαναστατικού και αδιάφθορου κόμματος που είναι από τη φύση του αντιγραφειοκρατικό και μόνο απελευθερωτικό. Ο οργανωτικός και θεσμικός σταλινισμός που χαρακτήρισε επί καιρό τα κομμουνιστικά κόμματα, και που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τα ανατολικά και μερικά δυτικά, δικτατορία της ηγεσίας πάνω στη βάση, δεν είναι μόνο παραμόρφωση και εκφυλισμός ενός κάποιου αγνού μοντέλου κόμματος, αλλά αποτελεί μόνιμο κίνδυνο που εμπερικλείεται στη δομή κάθε θεσμού και που μπορεί να αποτραπεί μόνο μέσα από τον συνεχή πρακτικό έλεγχο της βάσης. Αυτό αφορά, εξ άλλου, όλους τους θεσμούς: στο ότι οι λαϊκές μάζες έχουν αποκτήσει συνείδηση αυτού οφείλεται και ένα από τα χαρακτηριστικότερα νέα στοιχεία της σύγχρονης αμφισβήτησης, δηλαδή, η γενικευμένη απαίτηση σήμερα στην Ευρώπη, από μέρους των λαϊκών μαζών, για νέες μορφές άμεσης δημοκρατίας στη βάση, αυτό που αποκαλούμε αξίωση αυτοδιαχείρισης.

3. Τρίτο νέο και αυθεντικό στοιχείο της σύγχρονης αμφισβήτησης, η νέα πολιτιστική και ιδεολογική εξέγερση, δηλαδή οι ιδιαίτερα ριζικές και ρηξικέλευθες μορφές κινημάτων απελευθέρωσης σε μια σειρά από τομείς που έχουν ήδη, εδώ και κάμποσο καιρό, πάψει να αποτελούν “δευτερεύοντα” μέτωπα: κινήματα απελευθέρωσης των γυναικών και φοιτητικό, βασικά, αλλά και μια σειρά από νέους τομείς, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η “ποιότητα” της ζωής, κ.λπ. Κινήματα τεράστιας σημασίας, που θέτουν τέτοια προβλήματα, που δεν μπορώ να αναλύσω περαιτέρω στα πλαίσια αυτής της συμβολής μου και που, όπως ήδη ανέφερα, έχουν ήδη αναλυθεί στην έρευνα των ΝΕΩΝ».

Για την αντιγραφή,

Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος (Δικηγόρος-πολιτικός επιστήμονας)