«Ανάπηρη» Δημοκρατία;

Θεόδωρος Παπαθεοδώρου 21 Σεπ 2013

Οι δολοφονικές επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής χθες εναντίον του Π. Φύσσα στο Κερατσίνι, προχθές εναντίον μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα και παλαιότερα εναντίον μεταναστών ή και άλλων πολιτών, οι προπηλακισμοί Δημάρχων και Βουλευτών σε κάθε είδους εκδηλώσεις, η διάλυση συγκεντρώσεων αντιπάλων οργανώσεων, καθώς και οι συστηματικοί λεκτικοί τραμπουκισμοί των Βουλευτών της Χ.Α. εντός της Βουλής κατά πάντων δεν αποτελούν απλά συμπτώματα της παθογένειας της πολιτικής ζωής του τόπου, αλλά οργανωμένο σχέδιο κλιμάκωσης της έντασης εκ μέρους της νεοναζιστικής αυτής οργάνωσης.

Μέρες του 1933 στην παραπαίουσα από την κρίση Γερμανία επιδιώκουν να αναβιώσουν και να επιβάλουν στο εγχώριο πολιτικό τοπίο οι επαγγελματίες «εκκαθαριστές» της Χρυσής Αυγής, ακολουθώντας πιστά τη μέθοδο, την οργάνωση και τη λειτουργία των ταγμάτων εφόδου των ναζί εκείνης της περιόδου. Μαζί με αυτό το κλίμα αναβιώνει ο φόβος των πολιτών, η ανησυχία των κομμάτων του συνταγματικού τόξου, αλλά, ίσως, και η αδυναμία οργανικής συγκρότησης ενός ενιαίου δημοκρατικού μετώπου για την αντιμετώπιση της επέλασης των νεοναζιστών. Ο χρόνος της παρατήρησης και της διαπίστωσης του φαινομένου παρήλθε ανεπιστρεπτί, το πρόβλημα δεν είναι απλό, ούτε επιλύεται με δηλώσεις αγανάκτησης, έκφραση αποτροπιασμού ή άλλους εξορκισμούς. Απαιτεί, πλέον, άμεση συντεταγμένη πολιτική και κοινοβουλευτική δράση.

Οι χρυσαυγίτες έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στη Βουλή στις τελευταίες εκλογές ως «λαθρεπιβάτες» της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, «απολαμβάνοντας» τη θυμωμένη ψήφο χιλιάδων οργισμένων, απογοητευμένων και ξεβολεμένων πολιτών από την αδυναμία του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος να διαχειρισθεί την οικονομική και κοινωνική κρίση. Τροφοδοτήθηκαν έκτοτε από την κανονικοποίηση της βίας (ιδεολογικής, λεκτικής, ψυχολογικής και σωματικής) ως μέσου πολιτικής έκφρασης, αλλά και ενός παρακμιακού κοινοβουλευτικού «λόγου», του οποίου η επικινδυνότητα δεν αντιμετωπίσθηκε έγκαιρα και οργανωμένα από όλες τις πολιτικές δυνάμεις του συνταγματικού τόξου. Όσο οι προκλήσεις των Χρυσαυγιτών εντός και εκτός Βουλής αναπτύσσονταν με γεωμετρική πρόοδο, τόσο ο πολιτικός λόγος για την περίφημη «επώαση του αβγού του φιδιού» λάμβανε τον χαρακτήρα ακαδημαϊκών διαλέξεων, αποφεύγοντας την πολιτική δράση. Και οι όποιες προσπάθειες σχεδιασμού κοινού αντιφασιστικού μετώπου χάθηκαν στη μετάφραση των πολιτικών προθέσεων και στοχεύσεων. Επιπρόσθετα, μέσα από συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις ορισμένων πολιτικών κομμάτων στρώθηκε, χωρίς τέτοια πρόθεση, αλλά με αυτό το αποτέλεσμα, το χαλί για την απελευθέρωση των νεοναζιστικών προκλήσεων : Θυμίζω ορισμένες χλιαρές και ισορροπητικές αντιδράσεις μερίδας του πολιτικού κόσμου για τις επιθέσεις κατά των μεταναστών από μέλη της Χρυσής Αυγής. Θυμίζω την αδράνεια πολλών απέναντι σε παρεμβάσεις φασιστοειδών στα σχολεία και σε δράσεις εκφοβισμού μαθητών και γονιών. Θυμίζω την άρνηση της Νέας Δημοκρατίας να υπερψηφίσει το αντιρατσιστικό Σχέδιο Νόμου της τρικομματικής Κυβέρνησης και τις παλινωδίες άλλων πολιτικών κομμάτων, όταν διαγκωνίζονταν σε ισοπεδωτική αντιπολιτευτική ρητορική. Θυμίζω την ήπια, αλλά και συχνά ανεκτική στάση του Προεδρείου της Βουλής (με ουσιαστικές εξαιρέσεις αυτές του Προέδρου Ευάγ. Μεϊμαράκη και του αντιπροέδρου Γ. Δραγασάκη) απέναντι σε ύβρεις γηπεδικού επιπέδου, σε προσβολές, σε ρατσιστικές εκφράσεις, σε άναρθρα παραληρήματα και προγλωσσικές κραυγές, σε χειρονομίες και προπηλακισμούς μέσα στην Αίθουσα του Κοινοβουλίου από τους επαγγελματίες «εκκαθαριστές» πολιτικών και κοινωνίας. Θυμίζω, τέλος, την αναγωγή της «θεωρίας των δύο άκρων» σε πολιτική στρατηγική, η οποία τοποθετεί στο ένα άκρο του πολιτικού σκηνικού κόμματα της αριστεράς και στο άλλο το νεοναζιστικό συνονθύλευμα, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι με αυτό τον τρόπο το νομιμοποιεί στη συλλογική πολιτική αντιπαράθεση.

Αυτά, μεταξύ πολλών άλλων, ευνόησαν την αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής, εν μέσω της σκληρότερης χρονιάς της κρίσης και της σημαντικότερης μείωσης του βιοτικού επιπέδου των ελλήνων πολιτών. Ταυτόχρονα ευνόησαν την ένταση των προσκλήσεων και των έκνομων ενεργειών.

Η πολιτική πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες περί της δυνατότητας επαναπατρισμού φοβισμένων νοικοκυραίων ή συντηρητικών πολιτών στην πρότερη κομματική τους βάση και απέδειξε ότι όταν υιοθετείς, έστω και με light τρόπο, θέσεις και ρητορικές της Χρυσής Αυγής δεν της αφαιρείς αναγκαστικά την ατζέντα, δεν μειώνεις τα ποσοστά της, αλλά αντίθετα ακρωτηριάζεις τη Δημοκρατία στην οποία εσύ πιστεύεις.

Μία «ανάπηρη» Δημοκρατία είναι μία αδύναμη Δημοκρατία, εκτεθειμένη στον κίνδυνο κατάρρευσης των θεσμών της και των αξιακών αναφορών της. Ο κίνδυνος αυτός είναι σήμερα τόσο ορατός, όσο ευανάγνωστο είναι το σχέδιο της Χρυσής Αυγής. Η συστηματική και οργανωμένη ένταση την οποία προκαλεί η Χρυσή Αυγή αποσκοπεί στο να εγκλωβίσει τον καταπονημένο – και γι αυτό διαθέσιμο- μέσο έλληνα πολίτη στη λογική της αντίδρασης κατά πάντων (πολιτικού συστήματος, πολιτικής τάξης), εφευρίσκοντας εύπεπτα μηδενιστικά ιδεολογήματα (όλοι ένοχοι, όλοι προδότες), υποδεικνύοντας εύκολους «εσωτερικούς» εχθρούς (μετανάστες, αριστερούς, μουσουλμάνους, συνδικαλιστές εργάτες, αλλά και «πλουτοκράτες» όπου η ανάγκη το απαιτεί…) και εξωτερικές απειλές (Ευρώπη, Διεθνείς σιωνιστικοί Κύκλοι,) και επενδύοντας στο φόβο της απόλυτης φτωχοποίησης του μέσου πολίτη και οριστικής απώλειας των παλαιών κεκτημένων του.

Σε αυτά τα θολά νερά της σοβούσας οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αλιεύει και στρατολογεί η Χρυσή Αυγή, στοχεύοντας στην αποδιάρθρωση και εξόντωση των βασικών αξιακών στοιχείων της Δημοκρατίας μέσα στην κοινωνία, όπως η παιδεία, ο πολιτισμός, πολιτική ισότητα, η ελευθερία του λόγου.

Με βάση τα παραπάνω και με αιχμή του δόρατος το Κράτος Δικαίου και την πολιτική Δημοκρατία είναι πλέον επείγουσα η ανάγκη ανάληψης κοινής κοινοβουλευτικής δράσης για την αντιρατσιστική νομοθεσία, από όλες τις δυνάμεις του Συνταγματικού τόξου, χωρίς παλινωδίες και ύστερους κομματικούς υπολογισμούς, χωρίς εκπτώσεις στη στρατηγική αντιπαράθεσης με το νεοναζιστικό συνονθύλευμα. Χρειάζεται η απόδειξη στον πολίτη ότι η Δημοκρατία διαθέτει αντανακλαστικά για να καταπολεμήσει ενεργά τον εκφασισμό της κοινωνίας.