Αντιρατσιστικό μέτωπο και επιβλαβείς μετατοπίσεις

Γιάννης Αντωνίου Λεωνίδας Καστανάς 09 Ιουν 2013

Στους πολέμους που ξέσπασαν σχετικά με το ρατσισμό και τη μνήμη καταθέτουμε ένα σύντομο σχόλιο που διεκδικεί να επαναφέρει τη συζήτηση στο πεδίο του πραγματικού.

Και μόνο το γεγονός ότι κατατέθηκαν 5 αντιρατσιστικά ή «αντιρατσιστικά» νομοσχέδια για να θωρακιστεί νομικά η δημοκρατία απέναντι στο ρατσισμό και το φασισμό αποδεικνύει ότι το πολιτικό σύστημα δε στέκεται με την προσήκουσα σοβαρότητα απέναντι στο φαινόμενο. Ενδιαφέρεται και πάλι περισσότερο για την επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος και όχι για την ουσία. Διαφορετικά, τα κόμματα του συνταγματικού τόξου θα είχαν βρει τρόπους συνεννόησης και συνεργασίας.

Η ραγδαία επιμόλυνση της ελληνικής κοινωνίας από τη ρατσιστική και ναζιστική ιδεολογία και πρακτική επιβάλει και αντίστοιχες νομικές ρυθμίσεις και πολιτικές δράσεις. Η δημοκρατία δεν έχει πλέον την πολυτέλεια ατέρμονων συζητήσεων και μικροκομματικών τακτικών. Τα πρόσφατα γεγονότα στη Γαλλία και τα παλαιότερα στη Γερμανία δείχνουν το δρόμο. Απαγόρευση και διάλυση εδώ και τώρα των ναζιστικών μορφωμάτων με οποιοδήποτε προσωπείο και αν εμφανίζονται, δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Κάποιος πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία συνεργασίας και αυτός μπορεί και πρέπει να είναι η Δημοκρατική Αριστερά.

Τις προηγούμενες ημέρες παρακολουθήσαμε εκτός των άλλων και το επικίνδυνο φαινόμενο της μετατόπισης του επίδικου στην περιοχή της μνήμης και της Ιστορίας. Με αφορμή το επίμαχο νομοσχέδιο, η χώρα βρέθηκε να συζητάει από τη γενοκτονία των Ποντίων μέχρι το χορό του Ζαλόγγου. Και όλα αυτά με την πρόφαση ότι το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη είχε σκοπό την ποινικοποίηση της γνώμης σχετικά με τη μνήμη, πράγμα που δεν ισχύει. Το αν η βίαιη έξωση των Ποντίων από τις εστίες τους και οι σφαγές αμάχων ορίζονται ως γενοκτονία ή ως εθνοκάθαρση δεν έχει καμιά σχέση με την αντιμετώπιση του ναζισμού. Το αν ο χορός του Ζαλόγγου είναι γεγονός ή εθνικός μύθος δεν έχει καμιά σχέση με το ρατσισμό και τον εθνικισμό που καλπάζουν μέσα στην ελληνική κοινωνία. Και στο φινάλε, η χρήσιμη αναψηλάφηση και η διερεύνηση ιστορικών γεγονότων δεν μπορεί να προσφέρεται θυσία στο βωμό της αγοραίας πολιτικής. Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο διαλόγου με πολιτικάντηδες ή ιστοριολογούντες δημοσιογράφους σε κανιβαλιστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Κι αυτό, όχι μόνο για λόγους επιστημονικής σοβαρότητας, αλλά πρωτίστως για λόγους πολιτικούς.

Η μετατόπιση του προβλήματος στην περιοχή ιστορικών γεγονότων για τα οποία δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία μεγάλες ομάδες του πληθυσμού και μάλιστα με όρους θεάματος, δεν αποδομεί τα στερεοτυπικά εθνικά αφηγήματα. Αντίθετα, λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, παράγει ψευδείς και επιβλαβείς αντιθέσεις και τελικά κατατείνει στο να εξυπηρετεί το μπλοκ του εθνολαϊκισμού και να ενισχύει το ρατσισμό.