Την αναγκαιότητα μια άμεσης, γενναίας, θεσμικής μεταρρύθμισης στη λιμενική πολιτική ανέδειξε η πρόσφατη ‘κρίση της Σαμοθράκης’.
Τα λιμάνια του Αιγαίου δέχονται εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες ετησίως. Όμως τα προβλήματα υποδομών παραμένουν σημαντικά με περισσότερα από 70 λιμάνια να χαρακτηρίζονται δικαιολογημένα από την ΠΕΠΕΝ ως επικίνδυνα.
Το πρόβλημα των λιμενικών υποδομών δεν είναί όμως (μόνο) οικονομικό. Οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε θεσμικούς λόγους.
Η σημερινή οργάνωση του Ελληνικού λιμενικού συστήματος χαρακτηρίζεται από την αδυναμία σχεδιασμού, υλοποίησης, ακόμα και μικρών παρεμβάσεων καθημερινότητας οι οποίες θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη πρόσβαση των πλοίων, ακόμα και από φορείς που ορισμένες φορές διαθέτουν στα ταμεία τους σημαντικά ποσά. Πόσοι γνωρίζουν ότι πέντε λιμενικά ταμεία στο Αιγαίο διαθέτουν ΄λιμνάζοντα’ περισσότερο από 1.000.000 εύρω και άλλα 15 τουλάχιστον 500.0000; Ή ότι σήμερα υλοποιείται μόνο το 37% των προϋπολογισμών των λιμένων; Η συζήτηση για την αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων γίνεται περιττή.
Η ευθύνη διαχείρισης και εκμετάλλευσης των λιμένων στη χώρα μας βρίσκεται στα χέρια πληθώρας Λιμενικών Ταμείων και Γραφείων, κυρίως δημοτικών, οι οποίοι υπολειτουργούν και δεν διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία να υλοποιήσουν το έργο που τους έχει ανατεθεί. 49 Λιμενικά Ταμεία και Γραφεία δεν διαθέτουν καθόλου (!!!) προσωπικό, και τα 52 υπόλοιπα διαθέτουν 2-5 εργαζόμενους. Τα λιμάνια βασίζονται στην περιστασιακή απασχόληση προσωπικού από υπηρεσίες των οικείων δήμων και την επικουρική απασχόληση υπηρεσιών ΟΤΑ για την διεκπεραίωση ακόμα και βασικών λειτουργιών, όπως η τιμολόγηση και οι εισπράξεις.
Ο σχεδιασμός και οι άμεσες παρεμβάσεις σε θέματα υποδομών είναι αντικειμενικά ανέφικτες. Η διαδικασία αδειοδότησης έργων εντός της ζώνης λιμένα αντιμετωπίζεται με δέος. Η κατάρτιση και αποστολή των στρατηγικών – επιχειρησιακών σχεδίων είναι αδύνατη. Η ανάθεση εργασιών σε εξωτερικούς συνεργάτες αυξάνει σημαντικά το κόστος λειτουργίας. Η αρμόδια υπηρεσία του ΥΝΑΝΠ παραλαμβάνει, συχνά-πυκνά, σχέδια για φαραωνικά έργα, αναίτια καλοπληρωμένων, μελετητών – ας αφήσουμε έκτος την αδυναμία εποπτείας των φορέων αυτών.
Η τάση εντάθηκε την πρόσφατη περίοδο, όταν και δημιουργήθηκαν μια σειρά νέοι φορείς. Ενδεικτικά, το νέο ΛΤ Αμοργού αποσπάστηκε από τη Νάξο, το ΛΤ Λέρου, από τη Πάτμο. Τι μπορούν να πετύχουν όμως στη πράξη οι νέοι φορείς με μηδέν εργαζόμενους εκτός να προσφέρουν έσοδα από τραπεζοκαθίσματα στους οικείους δήμους;; Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στα υπόλοιπα νησιά – θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την ίδρυση 5 (!!)Λιμενικών Γραφείων στη Θεσσαλονίκη και η εικόνα γίνεται ζοφερότερη.
Σημαντικό είναι επίσης ότι υπάρχουν και λιμένες που δεν ανήκουν σε κανέναν φορέα διαχείρισης επισήμως, π.χ. ορισμένα λιμάνια στα νότια του Νομού Ηρακλείου στο Νομό Μαγνησίας κ.α. – δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, δεν υπάρχει αναλυτικός κατάλογος των «ορφανών λιμενικών εγκαταστάσεων», Οι εγκαταστάσεις δεν κατασκευάστηκαν νομίμως και η Πολιτεία εκ των υστέρων προβαίνει σε διορθωτική νομιμοποίηση ανεπαρκών λιμενικών υποδομών.
Η αναγκαία μεταρρύθμιση
Η ανάγκη ενός ‘λιμενικού Καποδίστρια’ είναι επιτακτική. Η δημιουργία ισχυρών Φορέων Διαχείρισης και Εκμετάλλευσης Λιμένων, με συγχωνεύσεις υφιστάμενων φορέων σε περιφερειακό επίπεδο, θα δημιουργήσει προϋποθέσεις ώστε τα λιμάνια να λειτουργήσουν αποδοτικά και αποτελεσματικά και να επιτελέσουν λειτουργικά και στρατηγικά τον αναπτυξιακό τους ρόλο που τόσο έχει ανάγκη η οικονομία σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Aν οι νέες περιφερειακές λιμενικές αρχές έχουν (α) την απαραίτητη αυτονομία και την αντίστοιχη ευθύνη και διαφάνεια – π.χ. λειτουργήσουν ως Ανώνυμες Εταιρίες – και (β) μικρή αλλά επιτελική στελέχωση, ενώ (γ) η ευθύνη εποπτείας συγκεντρωθεί σε έναν φορέα του κράτους και μόνο, και τότε οι πιθανότητες βελτιωμένης λειτουργίας στη καθημερινότητα (υποδομές, τιμολόγηση κλπ) αλλά και στρατηγικά θα πολλαπλασιαστούν.
Η προοπτική βελτίωσης των λιμένων μπορεί να ενισχυθεί με την πρακτική παραχωρήσεων δικαιωμάτων εκμετάλλευσης συγκεκριμένων λιμενικών δραστηριοτήτων σε τρίτους. Μέσω ‘παραχωρήσεων’ σε ιδιώτες – και την παράλληλη διατήρηση της ιδιοκτησίας και ρύθμισης από το δημόσιο – οι λιμένες θα μπορούν αφενός να δουν αρκετές από τις εγκαταστάσεις τους (π.χ. κρουαζιέρα, υποδοχή σκαφών, κλπ.) να βελτιώνονται και, αφετέρου, να χρηματοδοτήσουν τις λιγότερο επικερδείς αλλά αναγκαίες λειτουργίες, όπως η ακτοπλοΐα.
Η εμπειρία των δύο συγκεκριμένων στρατηγικών παρεμβάσεων υπάρχει και είναι εκτεταμένη. Οι ‘παραχωρήσεις’ είναι κοινή πρακτική σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη, και εφαρμόζονται τόσο σε περιφερειακούς όσο και κύριους εμπορευματικούς και επιβατικούς λιμένες. Οι συγχωνεύσεις λιμενικών αρχών στην Γαλλία, και πρόσφατα (2017) στην Ιταλία δίνουν παραδείγματα. Όπως και η ιδιαίτερα πετυχημένη λειτουργία της δικής μας εξαίρεσης, του ΛΤ Νοτίας Δωδεκανήσου που διαχειρίζεται 24 λιμένες σε 7 δήμους – νησιά (Ρόδος, Κάρπαθος, Κάσος, Σύμη, Τήλο, Χάλκη & Μεγίστη).
Η Πολιτεία έχει καταλάβει την ανάγκη δομικών αλλαγών. Το 2017 η ΡΑΛ παρέλαβε μελέτη με σχετικές προτάσεις αναδιάρθρωσης του Ελληνικού Λιμενικού συστήματος. Το ίδιο και το ΥΝΑΝΠ το 2018. Όμως το πολιτικό κόστος παραμένει σημαντικό – οι λιμένες είναι κερδοφόροι και συνεισφέρουν στα ταμεία των δήμων που τους φιλοξενούν. Αν όμως τολμήσουμε το όφελος θα είναι πολλαπλάσιο για όλους.