Η βαριά κληρονομιά της ατιμωρησίας

Μιχάλης Σταθόπουλος 25 Μαϊ 2013

1 Το πρόβλημα στην Ελλάδα σχετικά με τα φαινόμενα ρατσισμού, φαινόμενα βίας κλπ. δεν είναι τόσο η έλλειψη νόμων όσο η μη εφαρμογή και αξιοποίησή τους. Ειδικά ο προηγούμενος αντιρατσιστικός νόμος του 1979 δεν έχει σχεδόν καθόλου εφαρμοσθεί, μολονότι συχνά υπήρξαν περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του. Σε μία μάλιστα περίπτωση συγγραφέα ογκώδους βιβλίου με τίτλο «Οι Εβραίοι – Ολη η αλήθεια», οι Εβραίοι χαρακτηρίζονται ως υπάνθρωποι ή ως στερούμενοι της ιδιότητας του ανθρώπου και επιπλέον υπoστηρίζεται ότι πρέπει να σταλούν όλοι στο εκτελεστικό απόσπασμα, ότι το λάθος του Χίτλερ ήταν ότι δεν τους εξολόθρευσε όλους κλπ. Αυτά δεν είναι έκφραση γνώμης, έστω φιλοναζιστικής. Είναι εκφράσεις προσβλητικές και υβριστικές κατά ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής και εθνικής καταγωγής τους, δηλαδή ό,τι ακριβώς προβλέπει ο νόμος του 1979 ως αξιόποινη πράξη επισύρουσα ποινή φυλάκισης. Και όμως το Εφετείο Αθηνών αθώωσε τον κατηγορούμενο. Αλλά είναι πολλές οι άλλες περιπτώσεις, στις οποίες δεν κινείται καν η διαδικασία της δίωξης με τον νόμο αυτόν.

Φυσικά ο αντιρατσιστικός νόμος δεν είναι ο μόνος που δεν εφαρμόζεται. Σωστό είναι το λεγόμενο (όχι πάντως με την έννοια της γνώμης που εξισώνει τα δύο άκρα) ότι παρανομίες που εμπίπτουν στον ποινικό κώδικα δεν τελούνται από μία μόνο πλευρά. Θυμίζω σαν ένα μόνο παράδειγμα (από τα πολλά που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς) το κύμα των καταλήψεων που μάστιζε επί χρόνια τα Πανεπιστήμια αλλά και άλλους χώρους. Το πανεπιστημιακό άσυλο δεν αποτελούσε κατά τον νόμο εμπόδιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αρκεί να διάβαζε κανείς τις διατάξεις περί ασύλου και να είχε το θάρρος και την υπευθυνότητα να τις εφαρμόσει. Γενικότερα: Η μάστιγα της ατιμωρησίας στην ελληνική κοινωνία είναι μία από τις βασικές αιτίες οι οποίες εξέθρεψαν τη Χρυσή Αυγή.

Η εξαγγελία νέων νόμων για την αντιμετώπιση του κακού είναι η εύκολη λύση. Η δύσκολη είναι η αξιοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας (σημερινής ή αυριανής).

2 Τα λεχθέντα δεν σημαίνουν ότι η αντιρατσιστική νομοθεσία δεν χρειάζεται βελτίωση. Αντιθέτως, πιστεύω ότι το προωθούμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο είναι χρήσιμο για δύο λόγους: Πρώτον, διευρύνει εύστοχα, σε σύγκριση με τον προηγούμενο αντιρατσιστικό νόμο, τις αντιρατσιστικές πράξεις που πρέπει να θεωρούνται αξιόποινες και σωστά αυστηροποιεί τις ποινές, κύριες και παρεπόμενες, όπως η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Δεύτερον, επιτελεί και παιδαγωγική αποστολή, στέλνοντας μηνύματα σε εκείνους που ευθύνονται για την έξαρση του ρατσισμού στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.

Το ζήτημα όμως απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη φθάσουμε σε φίμωση της ελευθερίας του λόγου. Τούτο βέβαια θα κριθεί τελικά στην πράξη και ιδίως κατά τη δικαστική εφαρμογή του νέου νόμου (αν ψηφισθεί). Ενώ είναι απολύτως ευπρόσδεκτη η διεύρυνση του αξιοποίνου με την ποινικοποίηση της διέγερσης σε μίσος κατά ομάδων προσώπων προσδιοριζόμενων με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τον γενετήσιο προσανατολισμό κλπ., θεωρώ ότι βασικό κριτήριο για την κατάφαση του αξιοποίνου θα πρέπει να είναι το στοιχείο της εξύβρισης, καταφρόνησης ή δυσμενούς διάκρισης των εν λόγω ομάδων και όχι η απλή δημιουργία μίσους εναντίον τους. Τούτο μπορεί να διευκρινισθεί κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά θα ήταν χρήσιμο να υπάρξει, με κάποια πρόσφορη διατύπωση από τον νομοθέτη, η σχετική καθοδήγηση προς τον ερμηνευτή. Ας θυμηθούμε τους συχνούς διχαστικούς και καταστροφολογικούς λόγους που ακούμε από αρκετούς πολιτικούς, αλλά και από άλλους πολίτες, που ανήκουν όχι μόνο σε μία πλευρά, λόγους που ευκολότατα μπορεί να θεωρηθούν ότι αποπνέουν μίσος ή ότι, ακόμη και αν αυτός που τους εκφράζει δεν έχει ο ίδιος μίσος, μπορεί να το δημιουργεί στους παθητικούς αποδέκτες του. Η πραγματικότητα είναι, αν δεν θέλουμε να εθελοτυφλούμε, ότι τέτοια πάθη μίσους έχουν δημιουργηθεί σε μεγάλες μερίδες της ελληνικής κοινωνίας. Η απαξία της δημιουργίας μίσους κατά μερίδας του ελληνικού λαού (π.χ. κατά των οπαδών του «εχθρικού» κόμματος, των «προδοτών» κ.λπ.) είναι ανάλογη με την απαξία του φυλετικού μίσους.

3 Με την ποινικοποίηση της άρνησης εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων πολέμου κλπ. δεν συμφωνώ, όσο και αν πρόκειται για γεγονότα ιστορικά αποδεδειγμένα. Διότι η ποινικοποίηση αυτή πλήττει το ίδιο το φρόνημα. Γνωρίζω ότι σε άλλες χώρες έχουν ψηφιστεί νόμοι που τιμωρούν π.χ. την άρνηση της γενοκτονίας των Εβραίων από το χιτλερικό καθεστώς, αλλά θεωρώ ότι η νομοθεσία αυτή θεσμοθετεί ένα είδος λογοκρισίας. Ούτε δικαιολογείται να επιτρέπεται η απαγόρευση αυτής της άρνησης επειδή είναι αντίθετη με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις. Διότι πρέπει να είναι ελεύθερος κανείς να ασκεί κριτική και σε δικαστικές αποφάσεις. Το φρόνημα, όπως έλεγε παλαιός πολιτικός, δεν διώκεται? διώκεται μόνο η πράξη, η παράνομη πράξη. Ετσι, πιστεύω ότι πρέπει να είναι ελεύθερος κανείς να εκφράζει απόψεις ακόμη και αντίθετες με ιστορικά αναμφισβήτητες αλήθειες (όπως η γενοκτονία των Εβραίων). Το μόνο για το οποίο δεν είναι ελεύθερος είναι το να προσβάλλει και να υβρίζει. Οι ανιστόρητες και ανόητες αμφισβητήσεις αναμφισβήτητων γενοκτονιών αντιμετωπίζονται με τον πειστικό αντίλογο και με την επιστημονική τεκμηρίωση.

Η μάστιγα της μη τήρησης των νόμων στην ελληνική κοινωνία είναι μία από τις βασικές αιτίες οι οποίες εξέθρεψαν τη Χρυσή Αυγή