Η υποκρισία του «συνταγματικού τόξου»

Στέργιος Καλπάκης 22 Σεπ 2013

Χρειάστηκε να δολοφονηθεί ένας νέος άνθρωπος για να ανακαλύψει η κυβέρνηση την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος φασιστικής βίας; Το «δημοκρατικό» κι «ενωτικό» της ρητορικής, τόσο του Πρωθυπουργού όσο και λοιπών κυβερνητικών, ως κομμάτι μιας αντίφασης στο ζήτημα της νομιμοποίησης ακροδεξιάς ατζέντας, συνιστούν υποκρισία, απουσία ειλικρινούς πρόθεσης για περιορισμό του προβλήματος και ταυτόχρονα, προσπάθεια αποπροσανατολισμού μίας κοινωνίας, η οποία όλο και μαζικότερα στρέφεται εναντίον των εφαρμοζόμενων πολιτικών.

Αν και γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ο φασισμός ως κάτι «ουρανοκατέβατο», στην ουσία δεν είναι παρά μια ακραία εκδοχή του συστήματος που διαχειρίζονται τα κόμματα που κυβερνούν. Η ΝΔ δεν είναι εκείνη που πάγωσε την αλλαγή του αντιρατσιστικού νόμου, που αγκάλιασε «πρωτοπαλίκαρα» της άκρας δεξιάς κι αναπτύσσει συνεχώς μία διχαστική γλώσσα περί «πατριωτών» και «μη πατριωτών»; Άλλωστε, η ομάδα Σαμαρά διαχρονικά επένδυσε στον εθνικισμό είτε ως Πολιτική Άνοιξη αλλά και τώρα, μέσω της παρουσίας της στην κυβέρνηση και στον χώρο της επικοινωνίας. Βεβαίως, οι ευθύνες του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν είναι μικρότερες. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που η πρωτοεμφανιζόμενη ,τη δεκαετία του 90’, Χρυσή Αυγή επέβαλε το νόμο της βίας ανενόχλητη από αστυνομία και δικαιοσύνη. Με αυτή τη στάση λοιπόν και με μία γενικότερη πολιτική υποβάθμισης της δημοκρατίας, στην οποία αναφέρθηκα σε προηγούμενο κείμενο, νομιμοποιήθηκε στην κοινωνία μας η ακροδεξιά ατζέντα.

Όταν λοιπόν, εμφανίστηκε η κρίση και το μεταναστευτικό πρόβλημα πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, το έδαφος ήταν έτοιμο για την υποδοχή του κόμματος, που έχει ως επίσημη πολιτική γραμμή την νοοτροπία που καλλιέργησαν, όλο το προηγούμενο διάστημα, τα χρεοκοπημένα πλέον, στη συνείδηση του κόσμου, κόμματα. Η Χρυσή Αυγή και πριν αλλά και μετά την εκλογή της, συνέχισε την εγκληματική της δράση και τις εκδηλώσεις μίσους, ανενόχλητη από μία πολιτεία που αδρανεί χαρακτηριστικά. Έτσι, φτάσαμε σε ένα ακόμη τραγικό συμβάν, το θάνατο ενός νέου, για να παραδεχτεί η ελίτ μας, ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα φασιστικής βίας. Το ερώτημα όμως είναι, αν υπάρχει ειλικρινής πρόθεση για περιορισμό της δράσης της, με βάση την 20ετή ανοχή σε αυτή.

Ο προβληματισμός προκύπτει απ΄ το γεγονός, ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές ευνοούνται έμμεσα από την ισχυρή παρουσία της. Πρώτον, διότι η αγανάκτηση του κόσμου εγκλωβίζεται σε ένα φορέα, φαινομενικά αντισυστημικό, που όμως συνδέεται ουσιαστικά και ιστορικά με ό,τι αποτελεί την οικονομική εξουσία σε κάθε εποχή. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τη σχέση της Χούντας με το εγχώριους Κροίσους, των παρακρατικών οργανώσεων της δεκαετίας του 60’ με το παλάτι, την στήριξη της τότε αστικής τάξης στον Μεταξά, αλλά ακόμα και τις προσπάθειες του Χίτλερ να δημιουργήσει δεσμούς με τον επιχειρηματικό κόσμο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ώστε να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση του «Αγώνος του». Δεύτερον, διότι δίνεται η ευκαιρία, στους διαμορφωτές της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης, να αναπαράγουν την «θεωρία των άκρων» κι εξισώνοντας την Χρυσή Αυγή με την Αριστερά, να δημιουργήσουν στις ψυχές του κόσμου την αίσθηση, ότι η πολιτική της κυβέρνησης είναι συνώνυμο του ορθολογισμού και της μετριοπάθειας.

Τα γεγονότα φασιστικής βίας των τελευταίων ημερών, παρουσιάζονται ως μια διπλή ευκαιρία για το κυβερνητικό επιτελείο. Από τη μία, να συμψηφίσουν το έγκλημα με την πολιτική φωνή που αμφισβητεί τις ,ούτως ή άλλως, αδιέξοδες πολιτικές τους κι απ’ την άλλη να αποπροσανατολίσουν μία κοινωνία, που μαζικά βγήκε στο δρόμο αυτές τις μέρες αντιδρώντας για την συνολική υποβάθμιση των δομών του κράτους. Με τα «ενωτικά» διαγγέλματα δηλαδή, προσπαθούν να μετριάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις σε βάρος τους και να αντιστρέψουν το κλίμα με θετικό γι’ αυτούς πρόσημο, ως εγγυητές της πολιτικής ομαλότητας. Άλλωστε η Ιστορία, μας διδάσκει ότι η καλλιέργεια του φόβου και η διαχείρισή του, διαχρονικά βοήθησαν συντηρητικές κυβερνήσεις να δώσουν παράταση στην πολιτική τους ζωή.

Με βάση τα παραπάνω, οι δημοκρατικοί αγώνες πρέπει να έχουν συγκεκριμένη κατεύθυνση, η οποία δεν είναι άλλη από την ανατροπή της πολιτικής που γεννά κοινωνικές ανισότητες, φτώχια, ανεργία, μετανάστευση, βία και εν τέλει το φασισμό. Διότι αν περιμένουμε τη λύση, από αυτούς που με την άνω πολιτική, άφησαν το «αυγό του φιδιού» να εκκολάπτεται για 20 χρόνια, πολύ φοβάμαι ότι θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ακόμη χειρότερες καταστάσεις στο μέλλον.