Οι ελληνορωσικές σχέσεις υπό το φως ορισμένων πρόσφατων εξελίξεων

Αντώνης Σκοτινιώτης 08 Νοε 2013

Με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη του Ρώσου Υπουργού Εξωτερικών στην Ελλάδα και το διαφαινόμενο «ξεπάγωμα» των ελληνορωσικών σχέσεων που αυτή έφερε, είναι χρήσιμο πέρα από το καθαρά διμερές επίπεδο, να εξεταστεί και το διεθνές πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και από το οποίο επηρεάζονται αλλά και να διαπιστωθεί το πώς οι αλλαγές που σημειώνονται διεθνώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις μελλοντικές αποφάσεις της Ελλάδας σχετικά με την πολιτική της απέναντι στη Μόσχα.

Ο κόσμος όπως αναδύθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έτεινε προς τη μονοπολικότητα, την ύπαρξη δηλαδή ενός κύριου πόλου διεθνούς ισχύος, με τις ΗΠΑ να αποτελούν ουσιαστικά τη μοναδική υπερδύναμη. Τα υπόλοιπα κέντρα που θα μπορούσαν (και θα ήθελαν) να αποτελέσουν ισχυρούς παίκτες και να διεκδικήσουν αναβαθμισμένο ρόλο βρίσκονταν είτε σε πτωτική πορεία (Ρωσία) είτε δεν είχαν ακόμα διαμορφώσει εκείνες τις προϋποθέσεις που θα τους επέτρεπαν να επιτύχουν ευρύτερες επιδιώξεις (Ευρώπη- Κίνα). Σε αυτό το πλαίσιο, δεν ήταν τυχαίες ορισμένες αναλύσεις των αρχών της δεκαετίας του ’90 που έκαναν λόγο ακόμα και για το «τέλος της ιστορίας» εννοώντας την πλήρη επικράτηση των αρχών και των αξιών της Δύσης (ιδιαίτερα των ΗΠΑ) σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οι εξελίξεις ωστόσο που διαμορφώθηκαν κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες ήρθαν να διαψεύσουν τις εκτιμήσεις αυτές. Πλέον γίνεται όλο και πιο αποδεκτό διεθνώς ότι οδεύουμε προς έναν ολοένα και περισσότερο πολυκεντρικό/πολυπολικό κόσμο στον οποίο δυνάμεις που τη δεκαετία του ’90 φαίνονταν ανίσχυρες να διεκδικήσουν αναβαθμισμένο διεθνή ρόλο έχουν καταφέρει να ενισχύσουν τη θέση τους σημαντικά και να αποκτήσουν ισχυρή φωνή. Παράλληλα, η απόλυτη κυριαρχία των ΗΠΑ δείχνει να βαίνει μειούμενη, γεγονός που αποδεικνύουν τρία πρόσφατα γεγονότα:

Η εξέλιξη στην υπόθεση της Συρίας όπου οι ΗΠΑ δεν μπόρεσαν ούτε να επιβάλουν διεθνώς τη λύση που προέκριναν (έναρξη στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον του καθεστώτος Άσαντ) ούτε κατέφυγαν στη λύση των μονομερών ενεργειών όπως είχαν πράξει κατά το παρελθόν (Κόσσοβο- Ιράκ). Αντίθετα, χρειάστηκε μια αμερικανορωσική συμφωνία για να δοθεί λύση στο αδιέξοδο, με τη Μόσχα να εμφανίζεται ως ισότιμος παίκτης σε ένα κρίσιμο διεθνές ζήτημα.

Η επανέναρξη των συνομιλιών ΗΠΑ- Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα που ναι μεν δείχνει μια διάθεση υποχώρησης του δεύτερου υπό την πίεση και τις επιπτώσεις των κυρώσεων που του έχουν επιβληθεί, δείχνουν όμως και πάλι την απουσία διάθεσης των ΗΠΑ να σκληρύνουν περαιτέρω τη στάση τους όπως μάλιστα επιμόνως ζητούν οι κύριοι σύμμαχοί τους στη Μ. Ανατολή (Ισραήλ- Σαουδική Αραβία) διακινδυνεύοντας έτσι μια σοβαρή επιδείνωση των σχέσεων μαζί τους.

Η πρόσφατη κυβερνητική κρίση στις ΗΠΑ που δείχνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό τους, γεγονός που μπορεί να μεταφέρει το κέντρο βάρους της προσοχής και του ενδιαφέροντος τόσο της πολιτικής ελίτ όσο και της κοινωνίας από το εξωτερικό στο εσωτερικό πεδίο. Ορισμένες αναλύσεις μάλιστα συνδυάζοντας το γεγονός αυτό με την απροθυμία της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινής γνώμης να στηρίξει μια ενδεχόμενη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Συρίας, προειδοποιούν (με μια δόση υπερβολή ενδεχομένως) ακόμα και για το ενδεχόμενο ενός νέου αμερικανικού απομονωτισμού.

Η νέα πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται πρέπει να ληφθεί υπόψη τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και ευρύτερα από την Ευρώπη. Είναι επίσης προφανές ότι μόνο μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί η προοπτική εξέλιξης των ελληνορωσικών σχέσεων. Η Ελλάδα οφείλει να αξιολογήσει τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων παγκοσμίως και να κάνει τολμηρές επιλογές προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ενίσχυσης των σχέσεών της με ανερχόμενες δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας). Η διμερής συνεργασία σε θέματα οικονομίας ή πολιτισμού είναι αυτονόητα σημαντική ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να διαμορφώσει ένα ευρύτερο σχέδιο αναφορικά με τις σχέσεις της με τη Μόσχα που θα περιλαμβάνει διευρυμένη συνεργασία ακόμα και σε πιο ευαίσθητους τομείς που άπτονται των στενών συμφερόντων της (πχ. ενεργειακά, ελληνοτουρκικές σχέσεις).

Η άποψη ορισμένων ότι η στενότερη συνεργασία μας με τη Ρωσία συνιστά αμφισβήτηση του στρατηγικού μας προσανατολισμού προς τη Δύση είναι λανθασμένη και δε λαμβάνει υπόψη της τη νέα διεθνή πραγματικότητα. Διότι, όταν οι ίδιες οι ΗΠΑ συζητούν και ουσιαστικά συναποφασίζουν με τη Ρωσία την εξέλιξη κρίσιμων θεμάτων (όπως το Συριακό) ή όταν η ίδια η Γερμανία αγνοεί το δόγμα της ευρωπαϊκής «ενεργειακής απεξάρτησης» από τη Μόσχα και συμφωνεί με την τελευταία για την κατασκευή του Nord Stream (υποθαλάσσιος αγωγός που ξεκινά από τη Ρωσία και καταλήγει στη Γερμανία παρακάμπτοντας μάλιστα το έδαφος όλων των ενδιάμεσων κρατών- που αποτελούν και μέλη της ΕΕ), δε γίνονται κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα πρέπει να αγνοεί το ρόλο που μπορεί να παίξει η Ρωσία σε μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων για τα συμφέροντά της και να δείχνει μονομέρεια ως προς τις επιλογές της. Σε αυτό το πλαίσιο, ενέργειες όπως το ταξίδι-αστραπή του Έλληνα Υπουργού Άμυνας στη Γεωργία για να στηρίξει την ένταξή της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς μία ημέρα πριν την επίσκεψη του Ρώσου Υπ.Εξ. στην Αθήνα αποτελούν βεβιασμένες κινήσεις με αμφίβολα οφέλη για τη χώρα. Όπως το ίδιο αμφίβολης χρησιμότητας για τα ελληνικά συμφέροντα ήταν και η απόφαση εγκατάστασης ελληνικών πυραύλων Patriot στην Κύπρο σε περίπτωση που αποφασιζόταν πλήγμα εναντίον του Άσαντ (βλ. «Το Βήμα» 6/10/1013), απόφαση η οποία αφενός θα σηματοδοτούσε για πρώτη φορά μια τόσο άμεση εμπλοκή της Ελλάδας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή και αφετέρου ενδεχομένως προκαλούσε σοβαρή επιδείνωση των σχέσεών της τόσο με τη Ρωσία όσο και με το Ιράν που αποτελεί σημαντική περιφερειακή δύναμη ο ρόλος της οποίας δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί.

Συνολικά, διλήμματα του τύπου «ή με τη Δύση ή με τη Ρωσία» θεωρούνται ξεπερασμένα. Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες. Άλλωστε όπως έδειξε και το πρόσφατο παράδειγμα της Κύπρου, η Ρωσία ξέρει να αναγνωρίζει «σφαίρες επιρροής».