Ώρα αλλαγής για την Κύπρο

Μερτκάν Χαμίτ 21 Φεβ 2014

Μετά την απογοήτευση και την πικρία που προκάλεσε η αποτυχία του Σχεδίου Ανάν το 2004, οι Κύπριοι μπορούν ξανά να ελπίζουν ότι η λύση στο κυπριακό πρόβλημα δεν απέχει πλέον πολύ. Η πιο πρόσφατη –και ίσως η τελευταία– πρωτοβουλία επίλυσης του κυπριακού ζητήματος, το οποίο μετρά σχεδόν μισόν αιώνα ύπαρξης, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Οι δύο ηγέτες του νησιού συμφώνησαν, σε μια κοινή διακήρυξη, στην οποία περιλαμβάνονται επτά σημεία που μπορούν να θεωρηθούν ως το γενικό πλαίσιο μιας συμφωνίας για τη διευθέτηση του Κυπριακού.1

Η νέα αυτή φάση των διαπραγματεύσεων ξεκίνησε όταν η Ειδική Αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε. στην Κύπρο και επικεφαλής της ειρηνευτικής δύναμης Λίζα Μπέιτενχαϊμ ανακοίνωσε την κοινή διακήρυξη των ηγετών των δύο κυπριακών πλευρών στις 11 Φεβρουαρίου. Αντί για μια επίλυση «κυπριακής ιδιοκτησίας» (πρόκειται για τη διαδικασία που είχε επιλεγεί μεταξύ των ηγετών Χριστόφια και Ταλάτ, η οποία απέκλειε στην πρώτη της φάση εμπλοκή τρίτου παράγοντα), τη στιγμή αυτή παρακολουθούμε όλους τους σημαντικούς διεθνείς δρώντες να συντονίζονται υποστηρίζοντας την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Σχεδόν όλες οι σημαντικές χώρες που σχετίζονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την Κύπρο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπογραμμίζουν την ανάγκη εξεύρεσης λύσης και όλες μαζί ενθαρρύνουν τους ηγέτες των δύο πλευρών προς την κατεύθυνση της άμεσης επίλυσης. Ασφαλώς, το γεγονός αυτό έχει αυξήσει τις ελπίδες για διευθέτηση, αφού πολλοί πιστεύουν ότι η διεθνής κοινότητα, μετά από μία μακρά περίοδο σιωπής, διαθέτει πλέον την απαραίτητη αυθεντική πολιτική βούληση ώστε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο.

ΠοιοΙ είναι όμως οι λόγοι που έχουν οδηγήσει τη διεθνή κοινότητα στο να αναλάβει έναν πιο δραστικό ρόλο; Ο βασικότερος λόγος είναι τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά οφέλη που διακυβεύονται, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη ανακάλυψη των αποθεμάτων φυσικού αερίου στο κυπριακό «οικόπεδο Αφροδίτη». Τα αποθέματα αυτά πρέπει να φτάσουν στους Ευρωπαίους καταναλωτές με ασφάλεια και χωρίς περαιτέρω επιπλοκές. Επιπροσθέτως, τα αποθέματα φυσικού αερίου στο ισραηλινό «οικόπεδο Λεβιάθαν» έχουν επίσης μεγάλη σημασία, καθώς επηρεάζουν τις περιφερειακές ενεργειακές σχέσεις, εγείροντας παράλληλα και ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας.

Ωστόσο οι περίπλοκες διεθνείς γεωπολιτικές αξιώσεις και τα ζητήματα ενεργειακής πολιτικής και ενεργειακής ασφάλειας δεν αποτελούν ζητήματα πρωταρχικής σημασίας για τους ίδιους τους Κύπριους. Οι απλοί άνθρωποι, τόσο της ρημαγμένης από την τρόικα ελληνοκυπριακής κοινότητας όσο και της απομονωμένης τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία αντιμετωπίζει τη δική της «τουρκο-τρόικα», έχουν συνειδητοποιήσει ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν υπάρχει μέλλον. Τη στιγμή αυτή είναι εμφανής η ύπαρξη κινητικότητας και η άσκηση πίεσης από τους απλούς πολίτες για να επέλθει η αλλαγή στην Κύπρο. Ειδικότερα, εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας παρατηρείται μια ταχύτατη μεταστροφή της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης λύσης. Μόλις μία εβδομάδα πριν από την κοινή διακήρυξη, μια δημοσκοπική έρευνα κατέγραψε ότι το 58,5% των Τουρκοκυπρίων στηρίζει μια επίλυση του ζητήματος παρόμοια με αυτήν του Σχεδίου Ανάν.

Η ύπαρξη ελπίδων και προσδοκιών ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι για το μέλλον των διαπραγματεύσεων, ιδιαίτερα λόγω του ότι ο Τουρκοκύπριος ηγέτης είναι επιφυλακτικός στο να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο στην εξεύρεση λύσης. Από την άλλη πλευρά, και παρά το γεγονός ότι ο ηγέτης της ελληνοκυπριακής πλευράς Νίκος Αναστασιάδης φαίνεται πολύ πιο θετικός, το να υπάρξει συμφωνία στη βάση μιας πολιτικής επίλυσης σε περίοδο κρίσης μπορεί να δημιουργήσει στην ελληνοκυπριακή κοινότητα την αίσθηση ότι η όλη διαδικασία δεν λαμβάνει χώρα με ξεκάθαρους όρους. Αυτό μπορεί να δώσει έδαφος σε λαϊκιστές ηγέτες, όπως ο Γιώργος Λιλλήκας στο νότο ή ο Χουσεΐν Οζγκιουργκιούν στο βορρά, να εκμεταλλευτούν την κατάσταση παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού.

Ένας ακόμα κίνδυνος προέρχεται από το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα σε υψηλό πολιτικό επίπεδο. Υπάρχει λοιπόν κίνδυνος τα αποτελέσματά τους να μην αφομοιωθούν από τις δύο κοινότητες, γεγονός που πολύ πιθανόν θα επηρέαζε αρνητικά τη συμμετοχή τους στα δημοψηφίσματα που θα πραγματοποιηθούν μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων. Υποστηρίζω ενεργά την άποψη ότι οι διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να είναι πιο ανοιχτές και αποκεντρωμένες, κάτι που θα βοηθούσε στο να γίνουν εκατέρωθεν συμβιβασμοί για το καλό της ευρύτερης κοινότητας.

Επιπλέον υπάρχει ανάγκη να υιοθετηθούν και να εφαρμοστούν επιπρόσθετα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (Μ.Ο.Ε.). Σε αυτή τη φάση, τα μέτρα αυτά θα είχαν καθοριστική επίδραση στην υποστήριξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας και θα έδιναν νέα ώθηση στις προσπάθειες των δύο ηγετών προς την κατεύθυνση μιας βιώσιμης λύσης. Πιο συγκεκριμένα, η επιστροφή των Βαρωσίων στην ελληνοκυπριακή κοινότητα από τη μία πλευρά και η εξεύρεση τρόπων για να αρθεί η κοινωνική και οικονομική απομόνωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας από την άλλη, θα έδιναν σίγουρα μια νέα δυναμική στη διαπραγματευτική διαδικασία και θα αύξαναν την αισιοδοξία και τις ελπίδες για επανένωση του νησιού. Στη φάση αυτή, η διασφάλιση ενεργού υποστήριξης εκ μέρους αυτόνομων φορέων, τοπικών πρωτοβουλιών και της κοινωνίας των πολιτών, που μπορούν να μιλήσουν στη γλώσσα των απλών ανθρώπων, είναι πολύ πιο σημαντική για την επίλυση του Κυπριακού από τη φρασεολογία των τεχνοκρατών των διεθνών σχέσεων.

.

μετάφραση: Μαριλένα Μυλωνά

.

ΤΟ ΑΓΓΛΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ