Τα γεγονότα και τα ήθη απαιτούν συμπόρευση για εθνικό σκοπό. Τα κόμματα μετά

Μιχάλης Καλφίδης 10 Μαϊ 2018

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε σημαντικά γεγονότα να εναλλάσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα και, πριν προλάβουμε να τα συνειδητοποιήσουμε και να τα αναλύσουμε, να υποχωρούν ή να εξαφανίζονται εντελώς από την επικαιρότητα!

Τα εθνικά μας θέματα, το Μακεδονικό και τα συλλαλητήρια, η επίσκεψη Ερντογάν και οι προκλήσεις των γειτόνων μας, τα κοιτάσματα της Μεσογείου και τα γεωπολιτικά συμφέροντα, το άσυλο των 8 Τούρκων στρατιωτικών και η σύλληψη των δύο στρατιωτών μας, τα νέα κύματα προσφύγων και η κατάσταση στα ελληνικά νησιά και στον Έβρο.

Τα σοβαρά θέματα της οικονομίας μας, οι επενδύσεις και η ανάπτυξη που δεν έρχονται, η ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου με «καθαρή έξοδο» ή με επιτήρηση, οι ελπίδες για τη νέα τουριστική περίοδο που ξεκινά και ταυτόχρονα η ανησυχία για τυχόν θερμό επεισόδιο.

Τα σκάνδαλα και η ποινικοποίηση της πολιτικής, οι πωλήσεις βλημάτων στη Σαουδική Αραβία, το σκάνδαλο της Novartis, τα επιδόματα των υπουργών και ο αναγκαστικός μίνι ανασχηματισμός, η διγλωσσία των κυβερνητικών εταίρων, η αναθεώρηση του Συντάγματος, η απλή αναλογική και η κατάτμηση της Β’ εκλογικής περιφέρειας της Αθήνας.

Η καθημερινότητα των πολιτών, η τρομοκρατία των άκρων και οι καταστροφές στην Αθήνα, οι άδειες Κουφοντίνα και ο Ρουβίκωνας, τα κόκκινα δάνεια και οι πλειστηριασμοί, το πλούσιο αστυνομικό δελτίο, ο νόμος Παρασκευόπουλου και η άγρια εγκληματικότητα, το ξεκαθάρισμα των νονών της νύχτας και τα θλιβερά γεγονότα στον χώρο του ποδόσφαιρου.

Και ο χορός των γεγονότων συνεχίζεται!

Πώς, όμως, αντιμετωπίζουμε ως χώρα αυτά τα κρίσιμα θέματα που καθορίζουν τις ζωές μας και το μέλλον της πατρίδας μας; Η αίσθηση που έχουμε είναι ότι δεν ελέγχουμε τις εξελίξεις, ότι σερνόμαστε πίσω από αυτές, ότι γίνονται συνεχόμενα λάθη από τους πολιτειακούς παράγοντες και ότι η κυβέρνηση νοιάζεται μόνο για τη συνοχή της, για την εικόνα της και για την παραμονή της στην εξουσία για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα.

Δυστυχώς οι πολίτες είναι απογοητευμένοι από τη σημερινή κατάσταση, ενώ ούτε και οι ψηφοφόροι της σημερινής κυβέρνηση είναι αισιόδοξοι. Κλίμα απαισιοδοξίας και μοιρολατρίας έχει σκεπάσει όλη την κοινωνία. Ίσως μόνο στα εθνικά θέματα ξυπνάει μέσα μας το πατριωτικό αίσθημα που η κυβέρνηση σπεύδει να το ταυτίσει με τα ακροδεξιά στοιχεία.

Οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέλαβαν ως νέοι και άφθαρτοι, με τις ηθικές αξίες της Αριστεράς, να αλλάξουν τη χώρα. Κέρδισαν τις εκλογές με τεράστια ψέματα και πολλές φορές εξωθεσμικές πρακτικές, με ψευτοκινήματα, με τραμπουκισμούς, με κάλυψη όλων των διαμαρτυρομένων συντεχνιών. Αποδείχθηκαν η πιο λαϊκιστική αντιπολίτευση, εκείνη που είπε τα πιο τερατώδη ψέματα από κάθε προηγούμενη. Και πορεύονται με ηθικές αξίες που γίνονται θρύψαλα σε κάθε ευκαιρία, με κορυφαία εκτροπή τον μη σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή όπως στους νεκρούς της Marfin, τις κρεμάλες των μνημονιακών, την ανοχή στην δράση τρομοκρατικών ομάδων.  Αλλά και ως κυβέρνηση δεν ωρίμασαν, δεν «σοσιαλδημοκρατικοποιήθηκαν» όπως κάποιοι τελευταία επιχειρηματολογούν, χαϊδεύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ. Συνεχίζουν να συμπεριφέρονται με θρασύτητα, μαγκιές, προσωπικές επιθέσεις, πολιτικές διώξεις χωρίς σοβαρά στοιχεία. Συνεχίζουν να προκαλούν τον διχασμό και την πόλωση. Πρόσφατα ο πρωθυπουργός στην κοινοβουλευτική του ομάδα καταφέρθηκε κατά του «μαύρου μετώπου» των Σαμαρά-Βενιζέλου, των ΜΜΕ που τον αντιπολιτεύονται, των επιχειρηματιών που δεν είναι της επιρροής του. Πόσο προπαγανδιστικές είναι αυτές οι αναφορές όταν οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες είναι οι εκπρόσωποι του αυριανισμού σήμερα… Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απέδειξε τρία χρόνια τώρα ότι δεν είναι μόνο αδύναμη και ανίκανη, αλλά και επικίνδυνη για τον τόπο.

Στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ χρεώνονται δικαιολογημένα οι αμαρτίες του παρελθόντος που μας οδήγησαν στην στρεβλή ανάπτυξη του κράτους, στην οικονομική κρίση, στην περιπέτεια των μνημονίων. Και εκεί υπάρχουν όμως διαφοροποιήσεις. Ήταν άλλος ο Καραμανλής της ΕΡΕ και άλλος ο Καραμανλής μετά τη μεταπολίτευση. Άλλος ο Παπανδρέου πριν και μετά το Χέρφιλντ. Δεν εκτιμήθηκε σωστά ο ρεαλισμός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η δημιουργική περίοδος του Κώστα Σημίτη δεν είχε καμία σχέση με την καταστροφική περίοδο του Κώστα Καραμανλή. Και βέβαια στα δύο αυτά μεγάλα μεταπολιτευτικά κόμματα πιστώνονται η αναπτυξιακή και ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, η εμβάθυνση της δημοκρατίας και η δημιουργία σύγχρονων ευρωπαϊκών θεσμών, η ώριμη και σταθερή σχέση με τους συμμάχους μας και η σχετική ασφάλεια που είχαμε στην εξωτερική μας πολιτική. Σημαντική ήταν η στάση που τα δύο αυτά κόμματα επέδειξαν μπροστά στην καταστροφή, πέρασαν σε φάση ωριμότητας και συνεργάστηκαν μεταξύ τους. Ο Σαμαράς, ο οποίος ευθύνεται όμως για το αντιμνημονιακό μέτωπο, και κυρίως ο Βενιζέλος που παραμέρισε τις όποιες φιλοδοξίες του, πέτυχαν την πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας στη χώρα μεταπολιτευτικά. Είχε προηγηθεί και ωριμάσει νωρίτερα η σχέση των δύο κομμάτων στον νόμο Διαμαντοπούλου για την παιδεία και η κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Λουκά Παπαδήμο. Θλιβερή και προδοτική η στάση της «αριστερής» ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη, οδήγησε την χώρα στην περιπέτεια που ξεκίνησε το 2015.

Στο πολιτικό σκηνικό, οι ελπίδες για τη δημιουργία του ενιαίου κεντρώου προοδευτικού πόλου έχουν διαψευστεί. Οι περιφερόμενοι Ραγκούσηδες ήδη έχουν αποφασίσει πού θα ακουμπήσουν, οι Θεοδωράκηδες αναθεωρώντας τις ιδρυτικές τους αρχές φροντίζουν να εξασφαλίσουν την παρουσία τους στην επόμενη βουλή και οι ΓΑΠικοί ετοιμάζονται για το δικό τους comeback.

Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά; Επειδή τελευταία γίνεται μεγάλη συζήτηση για τις συνεργασίες μεταξύ των κομμάτων. Ποιοι θα πάνε με ποιους, τι θα γίνει μετά τις επόμενες εκλογές, θα είναι καλό η ΝΔ να έχει αυτοδυναμία, θα ηττηθεί άραγε κατά κράτος ο ΣΥΡΙΖΑ και ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύθηκε, θα πάρει το ΚΙΝΑΛ αξιοπρεπές ποσοστό, ποιος θα ηγηθεί στον χώρο της κεντροαριστεράς; Τα ερωτήματα είναι πολλά.

Μέσα σε όλα αυτά, ένα είναι βέβαιο: ότι η χώρα μόνο με συνεργασίες μπορεί να κυβερνηθεί πια, είτε το πρώτο κόμμα έχει αυτοδυναμία είτε όχι -και μάλιστα με μεγάλες συναινέσεις. Και, βέβαια, η χώρα χρειάζεται και σοβαρές αντιπολιτεύσεις. Οι κυβερνώντες και οι αντιπολιτευόμενοι που θα προκύψουν μετά τις εκλογές, αφού αποτυπωθεί η νωπή βούληση των πολιτών, θα πρέπει να κρατήσουν εθνικά υπεύθυνη στάση.

Πώς θα συμβεί αυτό; Η κοινωνία σήμερα είναι διχασμένη. Οι πολίτες είναι ανάμεσα στα ναι και στα όχι, στα συλλαλητήρια και στις ακτιβιστικές δράσεις, στα γήπεδα όπου «η Ελλάδα αναστενάζει». Είναι γεγονός ότι το πολιτιστικό μας επίπεδο ως χώρας έχει υποστεί καθίζηση και ότι πολλά από τα δεινά μας οφείλονται σε αυτό. Έχουν μειωθεί δραματικά οι πνευματικοί άνθρωποι που παρεμβαίνουν δημόσια, το επιστημονικό δυναμικό της χώρας φεύγει από αυτήν αλλά και όταν κληθεί να βοηθήσει υφίσταται τον εναγκαλισμό των πονηρών πολιτικών (βλ. την πρόσφατη περίπτωση Σ. Κριμιζή, παλαιότερη την εκδίωξη των 15 μελών συμβουλίων των ΑΕΙ).

Στο σημερινό πολιτικό σκηνικό μία μόνο εξέλιξη μπορεί να είναι εφικτή και να δώσει ρεαλιστική προοπτική!  Η ΝΔ είναι προφανές ότι θα είναι το πρώτο κόμμα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι θα επιδιώξει ευρύτατες συναινέσεις. Οφείλει, όμως, γρήγορα να πείσει για αυτό και να καλέσει τους πολίτες που δεν είναι και δεν θα γίνουν ΝΔ σε κοινή πορεία με εθνικό σκοπό: την αναγκαία ανόρθωση της χώρας. Το στοίχημα του δεν είναι κομματικό, στη φάση αυτή είναι εθνικό. Το κομματικό συμφέρον έρχεται μετά. Ελπίζω βέβαια ότι θα καταφέρει να ελέγξει το κόμμα του και μακάρι το λαϊκίστικό του κομμάτι να αυτονομηθεί.

Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, όλα δείχνουν ότι δεν μπορεί να αλλάξει. Θα είναι και πάλι μια κακιά αντιπολίτευση και γι΄ αυτό πρέπει να ηττηθεί κατά κράτος. Το ΚΙΝΑΛ πρέπει να στραφεί προς τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης ενός μεγάλου φιλοευρωπαϊκού μετώπου και να σταματήσει να αλληθωρίζει προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι θέσεις του, εφόσον υπάρξουν, θα το κάνουν να ξεχωρίσει από τη ΝΔ, αλλιώς δεν θα έχει κανέναν λόγο ύπαρξης παρά μόνο για να κρατήσουν τις καρέκλες τους τα ηγετικά του στελέχη.

Ιδανικά θα θέλαμε να γεννηθεί το καινούργιο, το νέο προοδευτικό και ευρωπαϊκό κόμμα που θα παίξει ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Ένα κόμμα που  θα συνενώσει όλες τις υγιείς δυνάμεις που σήμερα παραμένουν στο περιθώριο και μπορεί να είναι μειοψηφία αλλά δεν είναι καθόλου λίγες.

Όμως στη δημοκρατία μόνον οι πολίτες μπορούν να κάνουν την αλλαγή, να δώσουν την προοπτική για να πάμε μπροστά. Είναι ώρα να πάρουμε τις τύχες στα χέρια μας. Είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα στην χώρα μας που ίσως οι προσεχείς εκλογές είναι η τελευταία ευκαιρία πριν υποστούμε μη αναστρέψιμες καταστροφικές συνέπειες ή, χειρότερα, πριν βιώσουμε κάποιον εθνικό ακρωτηριασμό!