Τι αλλάζει στην Ευρώπη

Γιάννης Βούλγαρης 23 Ιουλ 2016

Ασφαλέστερη ένδειξη ότι ζούμε σε μια ταραγμένη περίοδο είναι ότι κάθε τόσο προστίθεται ένα κακό νέο. Το τελευταίο ήταν η Τουρκία, όπου μια καταδικαστέα απόπειρα πραξικοπήματος, ακολουθείται από ένα χειρότερο πραξικόπημα το οποίο οδηγεί σε μια  Δικτατορία με λαϊκή στήριξη και στην επιτάχυνση της ισλαμοποίησης της κοινωνίας. Ο πολιτικός παγκόσμιος χάρτης μετά τον διπολισμό του 20ου αιώνα διαψεύδει όλο και περισσότερο την ελπίδα επικράτησης της Δημοκρατίας και της ειρήνης, επαναφέρει την ισχύ των αυταρχικών ιδεολογιών, υπενθυμίζει ότι η Δημοκρατία είναι συνολικός πολιτισμός και ότι η λαϊκή συμμετοχή από μόνη της μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με την ελευθερία. Στα παλιά γνωστά προβλήματα προστίθενται νέα. Όπως τα φαινόμενα ατομικής αυτοκτονικής τρομοκρατίας μετά από μια «ταχύρρυθμη» και μοναχική «ριζοσπαστικοποίηση» εντός του Διαδικτύου, όπως στη Νίκαια, στη Γερμανία, ή στην Αμερική.

Είναι λάθος να αποδίδουμε τη γενικευμένη αστάθεια στην κρίση του 2008, είναι εξάλλου ελλιπείς οι αριστερές κριτικές που τα φορτώνουν όλα στον καπιταλισμό και στις ανισότητες. Τα σημερινά προβλήματα οφείλονται σε μακρόχρονους και πολυεπίπεδους μετασχηματισμούς. Περιλαμβάνονται ασφαλώς οι κοινωνικές επιπτώσεις της νέας μορφής που έχει λάβει ο καπιταλισμός, αλλά δεν εξαντλούνται σε αυτό. Στην ουσία αποδομείται ο πολιτικός και συμβολικός κόσμος που στήθηκε τους τελευταίους αιώνες με πυλώνα το έθνος-κράτος, και ταυτόχρονα, παίρνει νέες αντιφατικές τροπές η ιστορική διαδικασία εξατομίκευσης και εκκοσμίκευσης.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, θα πρέπει να εντάξουμε τις μεταβολές που σημειώνονται στα κομματικά συστήματα της Δύσης. Ως τώρα η επικρατούσα άποψη ήταν ότι τα δυτικά κομματικά συστήματα έχουν οδηγηθεί σε μια αυτοαναφορική πολιτική, έχουν αποσυρθεί από την κοινωνία και έχουν προσδεθεί στο Κράτος, ακολουθούν μια τεχνοκρατική αντιμετώπιση των ζητημάτων, λειτουργούν σαν καρτέλ χωρίς να παρουσιάζουν εναλλακτικές προτάσεις, και έτσι οι πολίτες αποστασιοποιούνται. Σε αυτή τη βάση επικράτησε η εικόνα μιας σύγκρουσης «λαού»-ελίτ την οποία επικαλέστηκαν οι ποικιλόχρωμοι λαϊκισμοί. Ακόμα όμως και αν αυτή η ανάλυση ανταποκρινόταν σε τάσεις του πρόσφατου παρελθόντος, σήμερα είναι ανεπαρκής και παραπειστική. Γιατί κατά πάσα πιθανότητα δεν αντιμετωπίζουμε μια πρόσκαιρη ανισορροπία των παραδοσιακών κομματικών συστημάτων, αλλά μια δομική μεταβολή που αντανακλά την αλλαγή «ιστορικής εποχής» στην οποία έχει εισέλθει ο Κόσμος. Παράγονται έτσι, νέες στοιχίσεις κοινωνικών ομάδων και κομμάτων, νέες συλλογικές ταυτότητες και αλλαγές αξιών (realignment). Ένδειξη του πολυδιάστατου χαρακτήρα των μετασχηματισμών είναι ότι ο κομματικός ανταγωνισμός, αλλά και οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις όπως φάνηκε στα βρετανικά κόμματα, διεξάγονται σε δύο τουλάχιστον άξονες. Ο παραδοσιακός άξονας αριστεράς-δεξιάς που δόμησε τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα παραμένει, αλλά μειώνεται η σημασία του καθώς έχει επέλθει μια ευρεία συναίνεση μεταξύ των κομμάτων εξουσίας για τη σχέση κράτους-αγοράς, ισότητας-ελευθερίας. Αντιθέτως, οι δυναμικότερες μεταβολές εμφανίστηκαν σε έναν δεύτερο άξονα που κατά τους ειδικούς αντιπαραθέτει αξίες «οικουμενικότητας» σε αξίες «μερικότητας» (universalism – particularism), ή γενικότερα το «ανοιχτό» στο «κλειστό» σύστημα αντιλήψεων. Σε αυτόν εκφράστηκαν αμεσότερα οι «πολιτισμικές ανασφάλειες» που προκαλεί ο νέος Κόσμος, όπως και οι πολιτικές αντιλήψεις κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ξένων, των μεταναστών και υπέρ των κοινωνικών παροχών μόνο για την εθνική πλειοψηφία (welfare chauvinism). Ενώ αρχικά θεωρήθηκε, κάπως υποτιμητικά, πολιτισμική αντίδραση που απλώς τροφοδοτούσε περιστασιακές λαϊκιστικές εξάρσεις, απέκτησε με τον χρόνο σταθερότερα κοινωνικά χαρακτηριστικά, συσπειρώνοντας λαϊκά στρώματα χαμηλής κυρίως εκπαίδευσης, ηλικιωμένους, ημιειδικευμένους και ανειδίκευτους μισθωτούς. Μεγάλο μέρος τους μετακόμισε ως γνωστόν, από την Αριστερά κατευθείαν στην Ακροδεξιά, αλλάζοντας τη δομή των κομματικών συστημάτων στις περισσότερες χώρες. Τώρα όπως φάνηκε με το Brexit, παράγει γεωπολιτικά γεγονότα με απροσδιόριστες εκβάσεις για την Ευρωπαϊκή ήπειρο, οι οποίες μπορεί να εκδηλωθούν στις εθνικές εκλογές που θα γίνουν μέσα σε ένα χρόνο στη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ιταλία και τη Γερμανία.

Γιατί όλα τα πιο πάνω δείχνουν ότι κατά βάθος έχει πλέον διαβρωθεί ένα επίτευγμα των μεγάλων ευρωπαϊκών πολιτικών ρευμάτων της χριστιανοδημοκρατίας, της σοσιαλδημοκρατίας, του φιλελευθερισμού, και της δημοκρατικής Αριστεράς κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Να συνδέσουν τις λαϊκές μάζες και τους μισθωτούς με τη φιλελεύθερη δημοκρατία@ να επεξεργαστούν μια Λαϊκότητα που εμπεριείχε την ελευθερία και την ανεκτικότητα. Δεν ήταν ούτε εύκολη υπόθεση, ούτε δεδομένη η έκβαση. Η Ευρώπη ήταν ακόμα «σκοτεινή ήπειρος» κατά την έκφραση του Μαζάουερ, επανανακάλυπτε τη δημοκρατία, τα ενοικιαστήρια στην Αγγλία έγραφαν «όχι μαύροι, ιρλανδοί ή σκύλοι», και στα πάρκα της Ελβετίας απαγορευόταν η είσοδος «στους ιταλούς και στους σκύλους». Σήμερα  λοιπόν, οι μεγάλες πολιτικές κουλτούρες δεν κρίνονται μόνο από την απεύθυνση ή την απήχηση στις λαϊκές τάξεις. Κρίνονται πρωτίστως από τη συμβολή τους στην επεξεργασία μιας νέας Λαϊκότητας που θα εμπεριέχει την ελευθερία και την ανεκτικότητα στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Και αυτό αφορά ιδιαίτερα την Αριστερά που συνηθίζει να απολυτοποιεί το «ταξικό πρόσημο».

Οι πιο πάνω γενικές τάσεις λαμβάνουν ιδιαίτερες μορφές ανάλογα με τις εθνικές ή περιφερειακές συνθήκες. Ειδικά στη Νότια Ευρώπη θεωρήθηκε μέχρι πρόσφατα, ότι είχαν βρει άλλη διέξοδο: η πάλη «κατά της λιτότητας» έμοιαζε να ανανεώνει τον αντικαπιταλιστικό και αντι-νεοφιλελεύθερο πολιτικό λόγο. Να θυμίσουμε ότι ανάλογες ελπίδες είχαν επενδυθεί στον αποκληθέντα «μεσογειακό σοσιαλισμό» στις αρχές της δεκαετίας του 1980 λόγω της ταυτόχρονης ανόδου των σοσιαλιστικών κομμάτων στη Νότια Ευρώπη και τη Γαλλία. Τότε η σχετική φιλολογία είχε κρατήσει 4-5 χρόνια. Σήμερα που ο πολιτικός χρόνος έχει συρρικνωθεί, κράτησε λίγους μήνες. Πρώτα η κυνική κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ, και από κοντά, τα προβλήματα της πορτογαλικής αριστερής κυβέρνησης και η σχετική απομυθοποίηση των Podemos, αλλάζουν τη συζήτηση περί Νότιας Ευρώπης ξαναφέρνοντας σε πρώτο πλάνο παλαιότερες απαισιόδοξες εκτιμήσεις. Ότι πρόκειται για δημοκρατίες που έχουν αιχμαλωτιστεί (capture democracies) στα πυκνά δίχτυα του κρατισμού, των συντεχνιακών συμφερόντων και της πελατειακής κομματικής πολιτικής (η σχετική συζήτηση περιλαμβάνει ενίοτε και την Ιαπωνία για ανάλογες αιτίες).

Στο μέτρο αυτό εμφανίζουν μια θεαματική αντίφαση. Από τη μια, οι αλλαγές του κομματικού σκηνικού στη Νότια Ευρώπη είναι εντυπωσιακές: καταρρεύσεις κομμάτων, «εκλογικοί σεισμοί», ριζική αλλαγή συσχετισμών. Και από την άλλη, δομική ακινησία ή περιορισμένη ενδογενής μεταρρυθμιστική δυναμική, αδυναμία οικοδόμησης νέων προγραμματικών κομμάτων, «εκτίναξη» δημαγωγών που αφομοιώνονται γρήγορα αυξάνοντας τον πολιτικό κυνισμό στους πολίτες. Στην Ιταλία το κομματικό σύστημα της μεταπολεμικής Δημοκρατίας κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Έκτοτε παρέμεινε σε διαρκή μετάβαση, παράγοντας εν τω μεταξύ τον μπερλουσκονισμό, τη Λέγκα του Βορρά, τώρα τον Γκρίλλο, ενώ η οικονομία παραμένει για χρόνια καθηλωμένη. Στην Ελλάδα ζούμε μια εντυπωσιακή αναπαραγωγή ποικίλων μεταπολιτευτικών παθογενειών, σε απίστευτα ευτελέστερο επίπεδο. Ανενδοίαστες μεταστροφές, κυνική περιφρόνηση των θεσμών, κομματικοποίηση των κρίσιμων κρατικών μηχανισμών, νέα διαπλοκή χωρίς αναστολές για το «ποιόν» και το «πόθεν» των διαπλεκομένων. Το μήνυμα είναι εξαιρετικά ανησυχητικό. Η προβληματική αναδόμηση θα καταστήσει το νέο κομματικό σύστημα κεντρική πηγή μακροχρόνιας πολιτικής αστάθειας και οικονομικής στασιμότητας.

Και αυτό, σε μια Ευρώπη που έχει πάψει να είναι πολιτική νησίδα ηρεμίας, και σε έναν Κόσμο που έχει εισέλθει σε πεδίο μεγάλων αναταράξεων.