Η αισιοδοξία του Ν. Ανδρουλάκη

Σίμος Ανδρονίδης 24 Δεκ 2023

Σε  συνέντευξη του στην ‘Εφημερίδα των Συντακτών’, ο πρόεδρος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κίνημα Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης, τόνισε πως «στρατηγικός στόχος» τόσο του ιδίου όσο και του κόμματος του, είναι η εκλογική νίκη επί της Νέας Δημοκρατίας, όταν διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές.

 Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να αναρωτηθούμε καλόπιστα: Ποιος ή ποιοι είναι οι κυριότεροι παράγοντες που ώθησαν τον Κρητικό πολιτικό να προβεί σε μία τέτοια αναφορά;

Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε, λέγοντας πως ο κυριότερος ίσως παράγοντας καθίσταται η δημοσκοπική άνοδος του κόμματος (που είναι βέβαια μικρή), έτσι όπως καταγράφεται το τελευταίο χρονικό διάστημα, και, κατ’ επέκταση, η άνοδος του στην δεύτερη θέση, πίσω μόνο από την Νέα Δημοκρατία.

Το γεγονός αυτό αρκεί ώστε να ενθαρρύνει και τον πρόεδρο του κόμματος, αλλά και σειρά στελεχών του,[1] στο εγκάρσιο σημείο όπου πλέον τίθεται ως ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του εν Ελλάδι Κεντροαριστερού φορέα, η μετατροπή του κόμματος στον σημαντικότερο πολιτικό αντίπαλο της Νέας Δημοκρατίας και η διεκδίκηση της νίκης στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

 Όμως, απέχουμε αρκετά ακόμη από αυτό το σημείο, όπως και από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές οι οποίες, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα λάβουν χώρα το 2027. Ένα από τα σημαντικότερα διακυβεύματα για το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής εν όψει της επόμενης πολιτικής περιόδου και των ευρωεκλογών του 20234, είναι να σταθεροποιηθεί αρχικά στη δεύτερη θέση, έστω και δημοσκοπικά.

Γιατί μία τέτοια εξέλιξη, που είναι ή θα είναι κατά βάση πολιτική, μπορεί να συμβάλλει στην εμπέδωση της αντίληψης πως το ΠΑΣΟΚ ‘εύκολα ή δύσκολα, θα είναι δεύτερο κόμμα στις ευρωεκλογές’, και, επίσης, να δημιουργήσει τέτοια δυναμική, ώστε να καταστεί πολύ δύσκολο να απειληθεί το κόμμα από τα πολιτικά κόμματα που το ακολουθούν. Ήτοι από τον ΣΥΡΙΖΑ και από το ΚΚΕ.

Πρωταρχική προϋπόθεση προκειμένου το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής σταδιακά να επανακτήσει status κόμματος εξουσίας, είναι να αποκτήσει σημαντική απόσταση από τα κόμματα που βρίσκονται πίσω από αυτό δημοσκοπικά. Αυτό  βέβαια πρέπει κατά βάση να συμβεί στις ευρωεκλογές του 2024.[2]

Ο κομματικός-πολιτικός ανταγωνισμός στο μεσαία επίπεδο ή αλλιώς, στη μεσαία κλίμακα του κομματικού-πολιτικού συστήματος βαίνει ενισχυμένος, κάτι που γίνεται αντιληπτό, όχι μόνο από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, αλλά, και από την πύκνωση των αναφορών και των λεκτικών ‘επιθέσεων’ του ΚΚΕ προς το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Οι ‘επιθέσεις’ αυτές βέβαια απέχουν παρασάγγας από τις αντίστοιχες λεκτικές ‘επιθέσεις’ της μνημονιακής περιόδου, όπως επίσης και από αυτές που συντελούνταν την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης, τότε που το ΠΑΣΟΚ διατηρούσε status ή προφίλ «κυρίαρχου»[3] πολιτικού κόμματος, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, Θανάση Διαμαντόπουλου.

 Βέβαια, οι ‘λεκτικές’ επιθέσεις του ΚΚΕ προς το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, δεν επιφέρουν ως άμεση και ορατή συνέπεια την απο-ευθυγράμμιση ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ[4] από το κόμμα τους και την μετακίνηση τους προς το ΚΚΕ.

 Το τελευταία δεν ήσαν ποτέ διαθέσιμη επιλογή για μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, ακόμη και στα πιο δύσκολα χρόνια για το κόμμα.

 Αυτό που επιτυγχάνουν είναι να ‘στεγανοποιούν’ την εκλογική του βάση, προσφέροντας την ευκαιρία στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, να απαντήσει στις ‘επιθέσεις’ και να δυσκολέψει την προσπάθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος να κερδίσει επιπλέον χωροταξικό και πολιτικό έδαφος. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, οφείλει να αντιληφθεί πως η στρατηγική της ‘αυτονομίας’, έχει ήδη πλησιάσει, εάν δεν τα έχει υπερβεί, τα όρια της.

Οπότε, για να μπορέσει να απομακρυνθεί από κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ[5] και το ΚΚΕ, πράγμα που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας εκ νέου, πρέπει να διαμορφώσει νέα στρατηγική κατάλληλα προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες.

Να ‘εμποτιστεί’ από την κορυφή έως την μικρότερη νομαρχιακή οργάνωση, με το στοιχείο (ας μην πούμε το ‘μικρόβιο’) του ‘κυβερνητισμού’, εκκινώντας να ‘χτίζει’ και να επιχειρηματολογεί σχετικά με το ‘που διαφέρει από την Νέα Δημοκρατία’ και το τι θα ‘μπορούσε να κάνει που δεν το κάνει αυτή.’ Σε αυτή την περίπτωση, σημαντικό ή αλλιώς, πρωτεύον είναι η πρόταση και όχι η κριτική προς τον πρωθυπουργό και υπουργούς.  Δεν θεωρούμε άλλωστε πως υπάρχει κάποιο αντιπολιτευτικό ‘κενό’, όπως ισχυρίζονται αρκετοί. Ο κομματικός-πολιτικός ανταγωνισμός δεν συντελείται ‘εν κενώ,’ κάτι που αποδεικνύεται από τις δράσεις των κομμάτων, από τους στόχους τους, από τις αφηγήσεις του.

 Αυτό που απουσιάζει είναι η ύπαρξη κόμματος ή κομμάτων εξουσίας. Ή αλλιώς, κομμάτων που να έχουν προοπτική εξουσίας.  Ποιος είναι διατεθειμένος να καλύψει αυτό το πολιτικό ‘κενό’;

 

[1] Θεωρητικώ τω τρόπω, μπορούμε να στραφούμε στην ανάλυση του Κώστα Ελευθερίου και του Χρύσανθου Τάσση, για την τυπολογική διάκριση που εισήγαγε ο Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Maurice Duverger μεταξύ «κόμματος μαζών» και «κόμματος στελεχών». Ως προς το δεύτερο, αναφέρουν πως «τα κόμματα στελεχών αντιστοιχούν σε μια περιορισμένης συμμετοχής δημοκρατία, συγκροτούνται πέριξ εκλογικών επιτροπών που δεν έχουν μόνιμη δομή και παρουσία και στρατολογούν τα μέλη τους με ποιοτικά κριτήρια-καταγωγή, οικονομική επιφάνεια, κοινωνική αναγνώριση». Υπό αυτό το πρίσμα, θα επισημάνουμε πως επί προεδρίας του Νίκου Ανδρουλάκη το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής προσλαμβάνει εκ νέου τα χαρακτηριστικά (η τελευταία φορά που το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα προσέλαβε χαρακτηριστικά ‘κόμματος στελεχών’ ήσαν την περίοδο της διακυβέρνησης του Κώστα Σημίτη), ενός ιδιότυπου ‘κόμματος στελεχών’, που αναλαμβάνουν εν προκειμένω να καταστήσουν ευρύτερα γνωστή την στρατηγική του κόμματος. Και ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά; Ας το δούμε αναλυτικότερα: Πρώτον, η ανάληψη από στελέχη νεότερων γενεών θέσεων ευθύνης μέσα στο κόμμα. Και λέγοντας κάτι τέτοιο, δεν εννοούμε μόνο την ανάληψη αξιώματος ή αξιωμάτων σε μία Νομαρχιακή Επιτροπή, αλλά, και την ανάληψη σημαντικών αξιωμάτων που έχουν σχέση με την χάραξη της πολιτικής στρατηγικής του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Με αυτόν τον τρόπο, αποκτούν δεξιότητες τις οποίες άλλα στελέχη, παλαιότερων γενεών, έκαναν αρκετά χρόνια για να αποκτήσουν. Καθιστούν σχεδόν ‘περιττή’ (δεν έχει τίποτα το υποτιμητικό ο χαρακτηρισμός μας), την παρουσία στελεχών παλαιότερων γενεών εντός κόμματος, διευκολύνοντας έτσι την πολιτική τους ‘αποστρατεία’. Δεύτερο χαρακτηριστικό, καθίσταται η συγκρότηση μίας ευρύτερης ‘στελεχιακής δεξαμενής’, από την οποία και επιλέχθηκαν πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ ώστε να στελεχώσουν τα ψηφοδέλτια του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του 2023. Στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2023. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα η ηγεσία του κόμματος και η Επιτροπή Ψηφοδελτίων, να προσανατολιστούν αποκλειστικά προς την κατεύθυνση αξιοποίησης στελεχών που βρίσκονταν στο κόμμα επί αρκετά χρόνια και είχαν θέσεις ευθύνης όντας μέλη και κεντρικών και μη, κομματικών οργάνων, αποφεύγοντας να αναζητήσουν στελέχη ή αλλιώς άτομα ‘έξω’ από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υπογραμμίσουμε πως αυτή η Πασοκική ‘στελεχιακή αναγέννηση,’ ακόμη και αν δεν είναι μαζική, συγκρατεί άλλοτε στελέχη του κόμματος που μετακινήθηκαν εν καιρώ βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης προς τον ΣΥΡΙΖΑ, από το να επιχειρήσουν να επιστρέψουν πίσω στο άλλοτε κόμμα τους. Τρίτον, το ΠΑΣΟΚ (και εδώ είναι η σημαντική η συμβολή της εκλιπούσας Φώφης Γεννηματά), λειτουργεί ως κομματικό-πολιτικό ‘φυτώριο’ για την εκκόλαψη, την δημιουργία και την ανάπτυξη και ανάδυση στο προσκήνιο γυναικών έτοιμων να επιφορτιστούν με σημαντικά κομματικά καθήκοντα, κλείνοντας έτσι σταδιακά (ακόμη απαιτείται δουλειά), το ‘μεγάλο κενό’ που είχε προκύψει εν καιρώ κρίσης. ‘Κενό’ σχετικό με την παρουσία γυναικών εντός κόμματος και με την ανάληψη σημαντικών αξιωμάτων. Η Γραμματέας Οργανωτικού του κόμματος, Τασούλα Χατζηδάκη, συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα γυναίκας που ‘εκκολάφθηκε’ μέσα σε αυτό το ‘φυτώριο’, αναλαμβάνοντας καθήκοντα που δεν είναι ιδιαιτέρως θελκτικά για αρκετά στελέχη νεότερων γενεών. Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου, Κώστας., & Τάσσης, Χρύσανθος., ‘ΠΑΣΟΚ. Η άνοδος και η πτώση (; ) ενός ηγεμονικού κόμματος,’ Πρόλογος: Σπουρδαλάκης, Μιχάλης. Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2013. Η χρησιμοποίηση του ερωτηματικού μέσα σε παρένθεση αποδείχθηκε πολύ ορθή και ‘σοφή’ επιλογή από πλευράς συγγραφέων. Και αυτό διότι η πτώση του ΠΑΣΟΚ και ήσαν πρόσκαιρη όπως αποδείχθηκε και δεν προσέλαβε ακραία χαρακτηριστικά, όπως θα ήσαν, για παράδειγμα, η μη-είσοδος του στη Βουλή κατά την διάρκεια κάποιας εκλογικής αναμέτρησης. Εκτιμούμε θεωρητικά-επιστημονικά, πως αυτή και μόνο αυτή η εξέλιξη, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει την ‘θρυαλλίδα’ που θα οδηγούσε στην διάλυση του ιστορικού κόμματος. Στην ‘εξαφάνιση’ του από το προσκήνιο οριστικά. Και εάν συνέβαινε αυτό, αυτομάτως ο ΣΥΡΙΖΑ θα ενδυνάμωνε την θέση του ως κόμμα εξουσίας.

[2] Εάν επιτύχει κάτι τέτοιο, τότε θα μπορέσει με άλλους και πιο θετικούς όρους για το ίδιο, να ανταγωνιστεί την Νέα Δημοκρατία η οποία διατηρεί τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, μεγάλη και ιδανική απόσταση. Αυτό δηλαδή που ‘τώρα’ χρειάζεται το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Προς ώρας τουλάχιστον, αφενός μεν η δεύτερη θέση είναι διεκδικήσιμη, με το ερώτημα εδώ να είναι εάν οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και το ΚΚΕ στους εν δυνάμει ‘διεκδικητές’ της δεύτερης θέσης, από την στιγμή όπου διατηρεί ίδια περίπου δυναμική με το ΠΑΣΟΚ (η δημοφιλία του Γενικού Γραμματέα του δεν αρκεί για να το οδηγήσει ‘αυτομάτως’ στη δεύτερη θέση, πάνω από ΣΥΡΙΖΑ και από ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής), και, αφετέρου δε, δεν μπορούμε να προδικάσουμε το οτιδήποτε σχετικά με την εκλογική συμπεριφορά ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές, εφόσον λάβουμε υπόψιν πως συνιστούν διαφορετικής τάξεως εκλογές συγκριτικά με τις βουλευτικές. Και αυτό καθαυτό το γεγονός δεν ευνοεί ένα πολιτικό κόμμα το οποίο διεκδικεί την δεύτερη θέση. Εμβαθύνοντας περισσότερο στην ανάλυση μας, θα ισχυρισθούμε πως καθοριστικής σημασίας παράγοντας μπορεί  να αποβεί για το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής το να καταφέρει να πείσει ψηφοφόρους πως οι ευρωπαϊκές εκλογές είναι παρόμοιας σημασίας με τις βουλευτικές, λόγω και της υπεροχής του Ενωσιακού επί του Εθνικού Δικαίου, της λήψης πολλών αποφάσεων που ρυθμίζουν πτυχές του κοινωνικού βίου από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, της εξέλιξης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων (όσο περισσότερο οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις εξελίσσονται ομαλά, τόσο περισσότερο καλλιεργείται το έδαφος ώστε να παρέμβει, διπλωματικά, και η Ευρωπαϊκή Ένωση σε κάποιο στάδιο των διαπραγματεύσεων-συζητήσεων), της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Θα μπορούσαμε να το θέσουμε και διαφορετικά: Όσο μικρότερη η αποχή στις επικείμενες ευρωπαϊκές εκλογές, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες να πετύχει το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, τον βασικό και ρεαλιστικό του στόχο (ας το κρατήσουμε αυτό), που είναι η κατάληψη της δεύτερης θέσης πίσω μόνο από την Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

[3] Σύμφωνα με τον Θανάση Διαμαντόπουλο, ο όρος «κυρίαρχο κόμμα» δημιουργήθηκε από τον Duverger το 1951. Έτσι όρισε το κόμμα εκείνο που: α) για ένα σχετικά μακρό χρονικό διάστημα σταθερά ξεπερνάει κάθε αντίπαλο του (χωρίς, όμως, αναγκαία να φτάνει πάντα την απόλυτη πλειοψηφία) και β) οι ιδέες, οι θεωρίες, το «στυλ», οι μέθοδοι του είναι κυρίαρχες για όλο αυτό το διάστημα, ταυτιζόμενες με (και χρωματίζοντας) την περίοδο αυτή». Ως προς αυτό λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ επί προεδρίας του Κώστα Σημίτη, για ένα «σχετικά μακρό χρονικό διάστημα σταθερά» ξεπερνούσε κάθε αντίπαλο του (οι βάσεις για να συμβεί κάτι τέτοιο, τέθηκαν από το 1993 και την τότε εκλογική νίκη του κόμματος), και κυρίως την Νέα Δημοκρατία, δίχως απαραίτητα να «φτάνει» την «απόλυτη πλειοψηφία» (η μόνη στιγμή που απειλήθηκε η κυριαρχία του ήσαν στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου του 2000, όταν κινδύνευσε σοβαρά και με εκλογική ήττα), επιτυγχάνοντας παράλληλα να ‘κανονικοποιήσει’ τον λόγο ή τα αφηγήματα περί εκσυγχρονισμού-εξευρωπαϊσμού (ο όρος ‘εξευρωπαϊσμός’ ήσαν ‘παράγωγο’ του κεντρικού όρου ‘εκσυγχρονισμού’), και τις ιδέες περί εξέλιξης. Επεκτείνοντας την σκέψη των Διαμαντόπουλου-Duverger, θα πούμε πως ‘κυρίαρχο’ καθίσταται εκείνο το κόμμα που μπορεί και καθιερώνει έναν ‘ενάρετο’ τετραετή κοινωνικό-πολιτικό-κοινοβουλευτικό κύκλο, αντιμετωπίζοντας άμεσα και αποτελεσματικά τα όποια προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν. Μη επιτρέποντας να απειληθεί η δεσπόζουσα θέση του εντός πολιτικού συστήματος και η κυριαρχία του.  Και όσον αφορά αυτό, έχουμε τρεις κύκλους πολιτικής κυριαρχίας στην Μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας: Πρώτον, τον ‘κύκλο’ της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1974-1981), δεύτερον, αυτόν της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου (1981-1989), και τρίτον, αυτόν της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη (1996-2004). Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, βαδίζει προς αυτή την κατεύθυνση. Βλέπε και, Διαμαντόπουλος, Θανάσης., ‘Το κομματικό φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων,’ Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1993, σελ. 271. Οφείλουμε όμως να είμαστε προσεκτικοί: Το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, κατέστη ‘κυρίαρχο’ κόμμα, όχι όμως και «υπερκυρίαρχο», καθότι η αντιπολίτευση που δεχόταν ήσαν όχι μόνο υπαρκτή, αλλά και ενίοτε σκληρή. Και σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο. Συμβάλλοντας στην πρόκληση ρωγμών στην κυριαρχία του.

[4] Η τελευταία χρονικά, συμβολή στην επιστημονική μελέτη του κόμματος που φέρει την επωνυμία ‘Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα,’ είναι η Διδακτορική Διατριβή του Νικόλαου Γκιώνη με θέμα την νεολαία του ΠΑΣΟΚ. Δεν θα διστάσουμε να χαρακτηρίσουμε αυτή την διδακτορική διατριβή ως πρωτότυπη, διότι, πρώτον, είναι η πρώτη ίσως που καταπιάνεται με τόσο συστηματικό και εμπεριστατωμένο τρόπο με την νεολαία του κόμματος, η οποία βέβαια δεν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο να καταστεί brand το όνομα ‘ΠΑΣΟΚ’. Δεύτερον, διότι επιχειρεί να συνδέσει τα διάφορα στάδια μετεξέλιξης της κομματικής νεολαίας με τις κοινωνικές εξελίξεις και με τις συλλογικές διεκδικήσεις. Σε ό,τι έχει να κάνει με αυτό βέβαια, ο συγγραφέας δεν κομίζει ‘γλαύκα εις Αθήνας’, καθότι ο πρώτος που επιχείρησε μία τέτοια σύνδεση, ήσαν ο Βασίλης Ασημακόπουλος. Τρίτον, διότι αντιμετωπίζει την νεολαία ως αυτοτελή μηχανισμό με την δική του δομή και ιεραρχία. Ως μηχανισμό ‘ισάξιο’ με την επίσης μαζική, στα χρόνια της ακμής, συνδικαλιστική οργάνωση του κόμματος: Δηλαδή, την ΠΑΣΚΕ. Βλέπε και, Γκιώνης, Νικόλαος., ‘Νεολαία ΠΑΣΟΚ 1974-1982: από την «αυτο-οργάνωση» στη θεσμοποίηση: η συγκρότηση ενός νεανικού συλλογικού υποκειμένου μετά τη μεταπολίτευση,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2023, Διαθέσιμη στο: Νεολαία ΠΑΣΟΚ 1974-1982: από την «αυτο-οργάνωση» στη θεσμοποίηση: η συγκρότηση ενός νεανικού συλλογικού υποκειμένου μετά τη μεταπολίτευση (didaktorika.gr)

[5] Πως μπορεί να εμμένεις σε μία στρατηγική αυτονομίας και να ‘καταναλώνεις’ ενέργεια και πόρους για την άσκηση κριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ, όταν αυτό το κόμμα έχει εισέλθει σε διαδικασία φθοράς και παρακμής; Έχει απασχολήσει αυτό το ερώτημα την ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ;