Η παραίτηση του Νότη Μηταράκη

Σίμος Ανδρονίδης 03 Αυγ 2023

Την Τετάρτη 28 Ιουλίου,  ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νότης Μηταράκης, υπέβαλλε την παραίτηση του.

Σε άρθρο του δημοσιογράφου Γιώργου Ευγενίδη στην ιστοσελίδα της εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ διαβάζουμε πως ουσιαστικά ο πρώην πλέον υπουργός πιέστηκε να παραιτηθεί από το Μέγαρο Μαξίμου και από τον κύκλο στενών συνεργατών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Αφορμή της παραίτησης του, ήσαν η αποκάλυψη πως σε μία περίοδο όπου έχουν εκδηλωθεί πολλές πυρκαγιές σε πολλές περιοχές της χώρας[1], ο υπουργός βρισκόταν σε διακοπές μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του στο νησί της Πάτμου.

 Από αυτό συνάγουμε πως προκύπτει άμεσα θέμα ηθικής τάξεως που δεν μπορούσε να μείνει ‘αναπάντητο’ διότι θα μπορούσε να κοστίσει στην κυβέρνηση και προσωπικά στον πρωθυπουργό, σε μία περίοδο όπου αυτός ζητά τον καλύτερο δυνατό συντονισμό μεταξύ των υπουργών του και μεταξύ των υπουργών που εμπλέκονται στην διαδικασία αντιμετώπισης των πυρκαγιών.

Αυτή η αποκάλυψη είναι ακριβώς η αφορμή, η οποία μας ωθεί να εμβαθύνουμε περισσότερο την ανάλυση μας και να επισημάνουμε πως υπάρχουν δύο βαθύτεροι λόγοι που ερμηνεύουν την απόφαση, όχι παραίτησης, αλλά αποπομπής του Νότη Μηταράκη[2] από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.

Ο πρώτος λόγος άπτεται του ό,τι ο Νότης Μηταράκης,[3] με την απόφαση του να επιλέξει μεταξύ διακοπών και ενεργού συμμετοχής στην επιχείρηση κυβερνητικού-υπουργικού συντονισμού για την κατάσβεση των πυρκαγιών και για την αντιμετώπιση των πολλαπλών συνεπειών τους το πρώτο, αφενός μεν παρέβη άτυπα ή μη, έναν βασικό κανόνα του επιτελικού κράτους που συνίσταται στο ό,τι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή κρίσης, ο υπουργός ενεργεί ως ‘υπάλληλος’ που δίνει το ‘παρών’ επί του πεδίου, καθοδηγεί και προσφέρει δια της στάσης και της πολιτικής-διοικητικής συμπεριφοράς[4] του θετικά παραδείγματα προς τους υφισταμένους του (ας συμπεριλάβουμε στην ανάλυση μας το ανθρώπινο δυναμικό ενός υπουργείου).

Άρα, το ζήτημα από στενά ηθικό και όχι ηθικολογικό, μετεξελίσσεται σε εν ευρεία εννοία ηθικοπολιτικό.

Και, αφετέρου δε, απομακρυνόμενος από αυτό που ο πρωθυπουργός μετονόμασε, γλωσσικώ τω τρόπω, σε ‘πόλεμο’ (η κατάσβεση των πυρκαγιών μετονομάζεται σε ‘πόλεμο με τις φωτιές’), έπληξε τον κυβερνητικό και δι-υπουργικό συντονισμό, παρεμποδίζοντας δια της απουσίας του και της αφωνίας του, την επίτευξη του καλύτερου δυνατού συντονισμού.

Ανοίγοντας μία μικρή παρένθεση, θα υπογραμμίσουμε πως λόγος παραίτησης[5] ή αποπομπής του Νότη Μηταράκη από την κυβέρνηση, είναι και το ό,τι (διοικητικό-επιχειρησιακό επίπεδο), ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του διέκριναν μία συστημική ασυμβατότητα ή διαφορετικά διατυπωμένο, μία αναντιστοιχία μεταξύ της υπουργικής απουσίας από το πεδίο και από την δράση, και της καθημερινής και έντονης παρουσίας αστυνομικών στις περιοχές όπου είχαν εκδηλωθεί πυρκαγιές. Με κύριο καθήκον την ασφαλή απομάκρυνση των κατοίκων από τα σπίτια τους, σε μία έμπρακτη εφαρμογή του μηνύματος ‘112.’

 Πως θα μπορούσε την επόμενη ημέρα ο Νότης Μηταράκης να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των αστυνομικών και να προγραμματίσει δράσεις για αυτούς, όταν την κρίσιμη στιγμή δεν υπήρξε αλληλέγγυος ως υπουργός-‘υπηρέτης’; Δεν υπήρξε συμπάσχων αποδεικνύοντας πως διακατέχεται από υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης;  Να πως φθάνουμε στην αρχική ετυμολογία της λέξης ‘υπουργός’ που σημαίνει τον ‘βοηθό,’ τον ‘υπηρέτη άλλων.’

Κλείνοντας την παρένθεση αυτή, θα πούμε πως ο δεύτερος λόγος της παραίτησης-αποπομπής του, έχει να κάνει με τις δηλώσεις του περί κατάργησης και μη εφαρμογή της πανεπιστημιακής αστυνομίας.

Οι δηλώσεις αυτές που κατέδειξαν την πλήρη απροθυμία του να εφαρμόσει την πολύ σημαντική μεταρρύθμιση (με ποια κριτήρια επελέγη ο Νότης Μηταράκης[6] για το συγκεκριμένο υπουργείο; ), έπληξαν, έστω και ελαφρά, το ισχυρό μεταρρυθμιστικό προφίλ του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης του, δημιούργησαν αμφιβολίες για το κατά πόσον η κυβέρνηση είναι σε θέση να σχεδιάσει και να εφαρμόσει τολμηρές μεταρρυθμίσεις, δυσχέρανε τις προσπάθειες του πρωθυπουργού προσωπικά να προσελκύσει στην κυβέρνηση του στελέχη που ομνύουν στην πολιτική των μεταρρυθμίσεων ‘παντού.’

 Υπενθυμίζοντας ένα παρωχημένο μοντέλο λειτουργίας (μη συμβατό με την σημερινή πολιτική-διοικητική πραγματικότητα), εκεί όπου ο υπουργός με βαριεστημένο ύφος, με αντι-μεταρρυθμιστικό πνεύμα, απλά υπογράφει, δεσμευμένος σε μία πελατειακή λογική, τις μετατάξεις των υπαλλήλων του υπό κατάργηση σώματος.

‘Παγίδες’[7] ως προς τις μεταρρυθμίσεις και την υλοποίηση τους, συναντώνται και σε άλλα υπουργεία, πράγμα που οφείλει να συνυπολογίσει στους σχεδιασμούς του το επιτελικό κράτος και η νέα Γενική Γραμματεία Συντονισμού Παρασκευή Δραμαλιώτη, μία διοικητική επιστήμονα που επελέγη την κατάλληλη στιγμή.

 

[1] Η παραίτηση του Νότη Μηταράκη, που διετέλεσε και υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, είναι η πρώτη παραίτηση υπουργού μετά την εκλογική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου και τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Την περίοδο 2019-2023, δεν ήσαν πολλές οι παραιτήσεις υπουργών, και, πέραν αυτού, δεν ήσαν πολλές οι φορές που ο πρωθυπουργός προσωπικά ζήτησε την παραίτηση κάποιου υπουργού, στο εγκάρσιο σημείο όπου κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με την εν γένει πολιτική του κουλτούρα. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση παραίτησης υπουργού την πολιτική περίοδο 2019-2023, ήσαν αυτή του πρώην υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή, λόγω των έκτακτων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν μετά το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην Κοιλάδα των Τεμπών. Σε μία τέτοια περίπτωση, ισχύει αυτό που ο καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Τασόπουλος, προσδιορίζει ως «πολιτική ευθύνη». Υπό αυτό το πρίσμα, ο Κώστας Καραμανλής, νυν βουλευτής του νομού Σερρών ανέλαβε στο ακέραιο την πολιτική ευθύνη, ‘απαλλάσσοντας’ τον πρωθυπουργό από το να κάνει χρήση του ‘διευθυντικού’ τρόπον τινά, δικαιώματος του και είτε να ζητήσει την παραίτηση του, είτε να τον αποπέμψει άνευ λοιπών εξηγήσεων, εκεί όπου η ίδια η πράξη της αποπομπής και ο ισχυρός αντίκτυπος αυτής, υποκαθιστούν την ‘ανάγκη’ οποιασδήποτε πολιτικής δικαιολόγησης. Είναι απλοϊκό και μονοσήμαντο να θεωρούμε πως επειδή ο πρωθυπουργός δεν ζητά παραιτήσεις, επιλέγει να στραφεί στη ‘λύση’ του ανασχηματισμού για να απομακρύνει από την θέση τους υπουργούς που δεν επιτελούν έργο με βάση τα τιθέμενα κριτήρια. Εδώ υπεισέρχονται τρεις αλληλοσυνδεόμενες παράμετροι: Πρώτον, ο πρωθυπουργός θεώρησε πως ένας υπουργός έχει κλείσει τον κύκλο του σε ένα συγκεκριμένο υπουργείο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσφέρει κάτι άλλο, εξέλιξη που εν τοις πράγμασι θέτει στο επίκεντρο το ενδεχόμενο της αντικατάστασης του. Άλλως πως, διαφορετικά ειπωμένο, μπορεί να θεώρησε πως άγγιξε το όριο των δυνατοτήτων και πέραν αυτού, η παρουσία του στο υπουργείο, μόνο ζημίες μπορεί να σωρεύσει. Δεύτερον, αντικατάσταση υπουργού, ανεξαρτήτως του υπουργείου που διευθύνει, μπορεί να προκύψει ως απόρροια της αρνητικής αξιολόγησης του για το έργο που έχει επιτελέσει, ή αντίστοιχα, για το έργο που δεν έχει επιτελέσει στο υπουργείο του. Και αυτή καθίσταται μία πολύ σημαντική παράμετρος, εάν λάβουμε υπόψιν μας το γεγονός πως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του συγκροτούμενου επιτελικού κράτους είναι η διαρκής αξιολόγηση των υπουργών από τον συντονιστικό πυρήνα της κυβέρνησης που εδρεύει στο Μέγαρο Μαξίμου. Τρίτον, αντικατάσταση υπουργού σε ανασχηματισμό μπορεί να λάβει χώρα σε περίπτωση όπου ο πρωθυπουργός επιθυμεί, μέσω ακριβώς της αλλαγής, να σημασιοδοτήσει την πρόθεση του για ένα δραστικά ‘νέο ξεκίνημα’ στο υπουργείο, για την επαναϊεράρχηση προτεραιοτήτων, για την αλλαγή δομών. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται η περίπτωση του καθ’ όλα επιτυχημένου Μιχάλη Χρυσοχοΐδη από το υπουργείο (ο πρωθυπουργός δεν αμφισβήτησε το έργο που παρήχθη επί υπουργίας του), Προστασίας του Πολίτη, το 2021, λίγο μετά τις πυρκαγιές σε Αττική και Βόρεια Εύβοια. Και επίσης, αντικατάσταση υπουργού (και υφυπουργού), σε ανασχηματισμό, μπορεί να προκύψει εάν ο πρωθυπουργός εκτιμήσει πως ο υπουργός που αντικαθίσταται είναι σε θέση να προσφέρει πολλά περισσότερα σε κάποιο άλλο υπουργείο, το οποίο είναι πιο συμβατό με το πολιτικό του προφίλ και με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο ή αλλιώς, κεφάλαιο. Φυσικά, δεν αγνοούμε την παράμετρο που ακούει στο όνομα ‘αξιοποίηση όσο γίνεται περισσότερων βουλευτών του κόμματος’, τεχνοκρατών και ‘ανθρώπων της αγοράς.’ Βλέπε και, Τασόπουλος, Γιάννης., ‘Πολιτική ευθύνη και πολιτικός πολιτισμός: Η παραίτηση των Υπουργών,’ ‘Σύνταγμα Watch,’ 23/02/2021, Πολιτική ευθύνη και πολιτικός πολιτισμός: Η παραίτηση των Υπουργών - Syntagma Watch

[2] Εν αντιθέσει με τον Κώστα Καραμανλή, ο Νότης Μηταράκης, με εκείνο το χαλαρό στυλ που αρμόζει περισσότερο σε βουλευτή μικρότερου κόμματος που δεν διεκδικεί την επανεκλογή του παρά σε υπουργό κυβέρνησης που επαγγέλλεται τον ‘πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό’ της χώρας, δεν ανέλαβε καμία «πολιτική ευθύνη» (δεν κάνουμε λόγο για την απλή δήλωση ‘συγγνώμης’ προς τον πρωθυπουργό και προς τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης), μετά από τις δηλώσεις του για την δημιουργία έφιππης αστυνομίας και κυρίως, για την κατάργηση στην πράξη του σώματος της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Ο Νότης Μηταράκης έσπευσε να ‘διαγράψει’ με μία απλή δήλωση του, από αυτές που προκύπτουν σωρηδόν καθημερινά, μία εμβληματική μεταρρυθμιστική τομή, που είχε εξαγγελθεί από την προηγούμενη υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως και υποστηρίχθηκε με θέρμη από τον άλλοτε υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, δίχως να διαθέτει την στοιχειώδη επίγνωση πως είναι μέλος σε μία κυβέρνηση που επενδύει τόσα πολλά στις μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο λόγου και πολιτικών, όσο καμία άλλη κυβέρνηση την δεκαετία που προηγήθηκε.  

[3] Βλέπε και, Ευγενίδης, Γιώργος., ‘Το Μαξίμου... παραίτησε τον Μηταράκη από υπουργό Προστασίας του Πολίτη - Στη θέση του ο Γιάννης Οικονόμου,’ Ιστοσελίδα εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 28/07/2023, Το Μαξίμου... παραίτησε τον Μηταράκη από υπουργό Προστασίας του Πολίτη - Στη θέση του ο Γιάννης Οικονόμου (protothema.gr) «Το παρασκήνιο της αποχώρησης του πρώην πλέον υπουργού είναι πλούσιο. Σήμερα το πρωί ήρθε στο φως το γεγονός ότι ο Νότης Μηταράκης, εν μέσω μάχης με τα πύρινα μέτωπα, απουσιάζει τις τελευταίες μέρες από την Αθήνα, όντας σε οικογενειακές διακοπές στην Πάτμο. Από το περιβάλλον του πρώην υπουργού επισημαίνεται ότι ο ίδιος είχε ενημερώσει».

[4] Θα μπορούσε να διαμορφωθεί και ένα τρίτο πεδίο; Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε λέγοντας ναι. Και ποιο είναι αυτό το πεδίο; Είναι το πεδίο της «κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Κωνσταντίνου Σαραβάκου του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών ‘Μάρκος Δραγούμης.’ Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, ο υπουργός που καλείται να αντιμετωπίσει μία έκτακτη και σοβαρή κρίση ο αντίκτυπος της οποίας μεγεθύνεται, οφείλει να επιδείξει την αρμόζουσα «κοινοβουλευτική συμπεριφορά» (βλέπε τον έχοντα κοινοβουλευτική παιδεία, Νίκο Δένδια), φροντίζοντας να ενημερώσει επαρκώς και τεκμηριωμένο το σώμα για τις ενέργειες στις οποίες προέβη για την αντιμετώπιση-διαχείριση της κρίσης, για  τις δράσεις που έχει προγραμματίσει το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα σε συνεργασία με την Προεδρία της Κυβέρνησης, απαντώντας ψύχραιμα σε όλες τις τιθέμενες ερωτήσεις βουλευτών, ακόμη και σε αυτές που τίθενται εκείνη την στιγμή, εάν ανοίξει ένας άτυπος κοινοβουλευτικός διάλογος. Για το επιτελικό κράτος, το Κοινοβούλιο ούτε ήταν ούτε και είναι υποδεέστερος θεσμός. Βλέπε και, Σαραβάκος, Κωνσταντίνος., ‘Πως ψηφίζουν τα κόμματα: Η κοινοβουλευτική ψήφος 2004-2019,’ Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών ‘Μάρκος Δραγούμης,’ χ.χ., Διαθέσιμο στο: (PDF) Πως ψηφίζουν τα κόμματα: Η κοινοβουλευτική ψήφος 2004-2019 (researchgate.net)

[5] Εάν δώσουμε βάση στην έννοια της υπουργικής παραίτησης, τότε θα στραφούμε απευθείας στην αναφορά του Joseph Jaconelli, για τον οποίο «οι λόγοι για τους οποίους ένας υπουργός παραιτείται αποτελούν χαρακτηριστικό πεδίο συνθηκών του πολιτεύματος». Οπότε, θα ισχυρισθούμε πως υπό προϋποθέσεις, η παραίτηση ενός υπουργού για τον ‘Χ’ λόγο (εδώ υπάρχει μία σαφώς διαβαθμισμένη κλίμακα), αποτελεί ισχυρό δείγμα ορθής λειτουργίας της φιλελεύθερης-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των θεσμών της (σε αυταρχικά, μονοκομματικά καθεστώτα τύπου Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας η έννοια της παραίτησης δεν υπάρχει∙ Υπάρχει αντιθέτως η έννοια της αποπομπής ή της απομάκρυνσης), της σταθερότητας τους, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου η παραίτηση, εάν πλαισιωθεί σωστά, δηλαδή εάν τεκμηριωθεί πλήρως από τον παραιτηθέντα υπουργό, μπορεί να συμβάλλει και στην αναβάθμιση του πολιτικού-κοινοβουλευτικού διαλόγου. Εκτιμούμε πως το ερώτημα ‘γιατί σε άλλες χώρες παραιτούνται υπουργοί δ’ ασήμαντον αφορμήν και εδώ παραμένουν στην θέση τους;’, καθίσταται ολίγον τι παραπλανητικό. Το σωστό ερώτημα είναι ‘πως αντιλαμβάνεται την έννοια της πολιτικής ευθύνης ένας υπουργός;’ Και επίσης, διαθέτει την κατάλληλη πολιτική παιδεία και κουλτούρα για την επωμισθεί και να την αναλάβει εξ ολοκλήρου;’ Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όσο υπάρχει η έννοια της ‘πολιτικής ευθύνης,’ άλλο τόσο υπάρχει και η έννοια της ‘διοικητικής ευθύνης’ που αφορά υπαλλήλους υπουργείων. Η μία έννοια δεν μπορεί να λειτουργήσει ερήμην της άλλης, ακόμη και αν η διοικητική ευθύνη στις πλείστες των περιπτώσεων  δεν αναλαμβάνεται πλήρως και δεν εφαρμόζεται με τον τρόπο που εφαρμόζεται η πολιτική (παραίτηση, ήτοι απομάκρυνση), αγγίζοντας τον ‘σκληρό πυρήνα’ της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης: Την μονιμότητα.

[6] Λειτουργώντας ως ‘αρνησίκυρος δρώντας’, σύμφωνα με τη διατύπωση του Άρη Αλεξόπουλου, ο Νότης Μηταράκης, σχεδόν ‘πανηγυρίζοντας,’ έσπευσε να μεταβάλλει το «status quo», για αυτόν τον λόγο, αποφασιστικά η κυβέρνηση, δια των δηλώσεων του εκπροσώπου της, φρόντισε να τον διαψεύσει. Πως όμως, όταν η ίδια, όλη την προηγούμενη χρονική περίοδο, δεν ‘συγκρούστηκε’ με συντεχνιακές νοοτροπίες και συμφέροντα, εφαρμόζοντας την μεταρρύθμιση; Βλέπε σχετικά, Αλεξόπουλος, Άρης., ‘Η Μεταρρύθμιση των πολιτικών του κράτους και ο ρόλος της Δημόσιας Διοίκησης,’ Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Διοικητικών Επιστημόνων, 2005, Διαθέσιμο στο: (arisalexopoulos.gr)

[7] Όταν η κυβέρνηση και υπουργοί όπως ο Κυριάκος Πιερρακάκης  στηρίζονταν στην ανάλυση δεδομένων, στα data κάνοντας χρήση διαφόρων μοντέλων χάραξης πολιτικής και μέτρησης της απόδοσης,  ο Νότης Μηταράκης λειτουργούσε ως ο ‘έχων το γενικό πρόσταγμα υπουργός.’ Για όλα.