Ελλάδα-Τουρκία

Σίμος Ανδρονίδης 01 Ιουλ 2021

Πριν από λίγες ημέρες, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες το ευρωπαϊκό συμβούλιο που εν προκειμένω, είχε στην ατζέντα του, και για την συζήτηση για την εξέλιξη των ευρω-τουρκικών σχέσεων, οι οποίες αφορούν και επηρεάζουν και τις διμερείς ελληνο-τουρκικές σχέσεις.

 Το συμβούλιο πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες μετά την συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν,[1] η οποία, ενέγραψε, αφενός μεν την βελτίωση του κλίματος που συντελέσθηκε το προηγούμενο διάστημα και συνέβαλλε ώστε να καταστεί εφικτή μία συνάντηση στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, και, αφετέρου δε, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις μίας επανάληψης της, ακόμη και σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Αν και σε αυτό το σύνθετο πλαίσιο, είναι σημαντικό να υπάρχουν και περισσότερο, να διατηρούνται ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας και στο διπλωματικό επίπεδο. Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, η συνάντηση μεταξύ των δύο πολιτικών δεν ενέσκηψε εν κενώ, αλλά, αντιθέτως, στηρίχθηκε πάνω στις εξελίξεις και στις διαβουλεύσεις των προηγούμενων μηνών, εκεί όπου διεφάνη και η παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και της προεδρεύουσας τότε, Γερμανίας),   στο πεδίο των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, μετά ιδίως την όξυνση στις σχέσεις μεταξύ των δύο  χωρών το καλοκαίρι του 2020, με αφορμή ένα γεγονός που λειτούργησε ως θρυαλλίδα για την εκ νέου ανάδυση στην επιφάνεια των διαφορετικών προσεγγίσεων και των διαφορών των δύο χωρών: Την έξοδο του ερευνητικού σκάφους ?Oruc Reis? για την κατόπτευση της θαλάσσιας περιοχής πέριξ του Καστελόριζου και την πραγματοποίηση ερευνών.

 Και αυτή η ευρωπαϊκή παρουσία, καθαυτό σημαντική, αποτελεί δείγμα μίας γενικότερης τάσης που θέλει την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ασκούμενη εξωτερική της πολιτική, να στρέφονται, γεωπολιτικά,  προς την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, εντάσσοντας τα ελληνο-τουρκικές και τις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, εντός ενός ευρύτερου πλέγματος διαχείρισης, εκεί όπου η αποκλιμάκωση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, μετά την απότομη όξυνση του καλοκαιριού του 2020, μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στο να λειτουργήσει η Ένωση ως συστημικός δρώντας ως προς την εμπλοκή της στα τεκταινόμενα στη Λιβύη. Σε αυτό  το σημείο όμως, χρειάζεται να προβούμε σε μία διευκρίνιση.

 Κάνοντας λόγο για την συγκρότηση ενός ευρω-ενωσιακού πλέγματος διαχείρισης στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, δεν σπεύδουμε να αναφέρουμε πως οι εξελίξεις στη χώρα της Βόρειας Αφρικής, εξελίξεις σχετικές και με την διαδικασία πολιτικής μετάβασης με άξονα την δημιουργία μίας μεταβατικής και όσον το δυνατόν αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία που τροφοδοτούνται από τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και αντίστροφα.

Αντιθέτως, η στροφή της Ένωσης, συντελείται με ορίζοντα μία βασική παραδοχή: Το ό,τι η έμπρακτη αποκλιμάκωση και η διατήρηση ενός καλού έως θετικού κλίματος στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, μπορεί να συνδράμει στο να ενισχύσει η Ένωση, στρατηγικά, τις προσπάθειες της για την ενίσχυση της κοινωνικής-πολιτικής σταθερότητας στη Λιβύη, για την ενίσχυση του ρόλου της μεταβατικής κυβέρνησης, εμπλουτίζοντας ουσιαστικά την ευρωπαϊκή στρατιωτική αποστολή ?IRINI? που κατέστη παραγωγική.[2]

Κάτι που μπορεί να πράξει, δίχως να έχει διαρκώς στραμμένη την προσοχή της σε μία ενδεχόμενη επιδείνωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.

Συνυπολογίζοντας αυτή την παράμετρο, θα αναφέρουμε πως η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιήσει περαιτέρω αυτό το momentum, αποδίδοντας έμφαση, πέραν των διαφορετικών προσεγγίσεων επί διαφόρων ζητημάτων, στα σημεία εκείνα που μπορούν να προσδώσουν βάθος και περιεχόμενο (τελωνειακή ένωση, διαχείριση προσφυγικού-μεταναστευτικού),  στη λεγόμενη αμοιβαία και επωφελή συνεργασία μεταξύ της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επίδικο ακριβώς το να προσλάβουν επιπλέον δυναμικές οι εξελισσόμενες συζητήσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Σε μία περίοδο όπου η Τουρκία, με βάση και τις επαφές και τις συζητήσεις Ερντογάν στις Βρυξέλλες, επιδιώκει να ισορροπήσει στον άξονα (που έχει την δική του δυναμική), μεταξύ της ίδιας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών, προτάσσοντας την αυξανόμενη επιρροή της και τον ρόλο που είναι σε θέση να διαδραματίσει σε διάφορα μέτωπα.

Και αυτή η θέση λαμβάνεται υπόψιν στη διαδικασία χάραξης πολιτικής προς την Τουρκία, η οποία, από την μία πλευρά, δεν είναι απομονωμένη διεθνο-πολιτικά και περιφερειακά, επιχείρημα που χρησιμοποιείται στην εν Ελλάδι δημόσια σφαίρα και είναι απλοϊκό, και, από την άλλη, δεν λειτουργεί υπό καθεστώς πίεσης, θέτοντας στο επίκεντρο το να μετεξελίξει τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε βαθμό τέτοιο, ώστε αυτές να καταστούν σχέσεις θετικού αθροίσματος.

 Η ελληνική πλευρά πρέπει με ψυχραιμία να αξιολογήσει τις τελευταίες εξελίξεις, καθώς και το ό,τι η σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και σειράς χωρών), με την Τουρκία, διαπερνάται από μία σειρά από δυνατότητες, προσαρμόζοντας την στρατηγική ώστε αυτή να έχει το βλέμμα στραμμένο και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τρόπο πραγματιστικό, και σε ένα δεύτερο αλλά επίσης άμεσο επίπεδο, και προς τις σχέσεις της με την Τουρκία και την διαχείριση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, με όρους περισσότερους δημιουργικούς.

Υπό αυτό το πρίσμα, και μέσα στο πλαίσιο των εν εξελίξει συζητήσεων και συνομιλιών που λαμβάνουν διάφορους τρόπους όπως είναι οι διερευνητικές επαφές που ξεκίνησαν τον περασμένο Ιανουάριο, επαφές σε επίπεδο διπλωματικό και πολιτικό, η διαχείριση ως έννοια που εφάπτεται με το καθαυτό πεδίο των ελληνο-τουρκικών διαφορών, πρέπει να συνδεθεί δραστικά και εμπρόθετα, με την έννοια της επίλυσης των διαφορών ή αλλιώς, των προβλημάτων, δίδοντας χώρο στις πιο εντατικές συνομιλίες,[3] μεταξύ αξιωματούχων των δύο χωρών,  στην αναζήτηση αρχικά κοινών σημείων επαφής και σε μία διάθεση αμοιβαίου συμβιβασμού, εκεί όπου αυτή η διάθεση τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη λύσεων.

 Όπως τονίζει επ? αυτού ο Αντώνης Αντωνιάδης: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι συμβιβασμοί επί των αποκαλούμενων εθνικών θεμάτων, περίπτωση Πρεσπών, μοιραία θα επιφέρουν και το ανάλογο πολιτικό κόστος. Πλην όμως, αυτές είναι οι περιπτώσεις που αξιολογείται ένα πολιτικό ανάστημα, και αφετέρου διότι ύστερα από αμέτρητες στείρες διεθνείς διαμεσολαβητικές προσπάθειες, διαφαίνεται ότι είναι η μόνη μεθοδολογία με κάποια προοπτική».[4] Η διάθεση συμβιβασμού για την επίτευξη λύσεων, πρέπει να διαπεράσει το κομματικό-πολιτικό σύστημα, και επίσης, δίπλα σε αυτήν, η έννοια της σταθερότητας.


[1] Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενταγμένη σε ένα οιονεί κλίμα διαλόγου έτσι όπως εξελίχθηκε, αν και φέρει τα χαρακτηριστικά μίας επαναβεβαίωσης των θέσεων της μίας πλευράς έναντι της άλλης, αναδεικνύει την καθαυτό αξία του διαλόγου εν ευρεία και εν στενή εννοία, στο βαθμό που και επιτρέπει τη «συνεχή διερεύνηση των θέσεων της άλλης πλευράς» (κάτι που έχει γίνει αρκετές φορές από τις αρχές του 2021), αλλά και βοηθά «στο να διαπιστωθούν τυχόν ανοίγματα», κατά την αντίληψη του παλαιού πρέσβη Βύρωνα Θεοδωρόπουλου, η γνώση του οποίου επί των ελληνο-τουρκικών, γνώση που συγκροτήθηκε εκ των έσω, θα ήταν χρήσιμο να αξιοποιηθεί. Βλέπε σχετικά, Θεοδωρόπουλος Βύρων, ?Οι Τούρκοι και εμείς,? Εκδόσεις Φυτράκης/Ο Τύπος ΑΕ, Αθήνα, 1988. Η συνάντηση των δύο πολιτικών ανδρών, παρήγαγε και ένα απτό αποτέλεσμα σχετικό και με την δυνατότητα μίας άμεσης επικοινωνίας για την αποκλιμάκωση της έντασης σε ενδεχόμενη κρίση: Ήτοι, της επικοινωνίας μεταξύ των διπλωματικών συμβούλων των δύο ηγετών, της Ελένης Σουρανή και του Ιμπραήμ Καλίν.

[2] Εάν μείνουμε στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, θα προσθέσουμε πως είναι σημαντική η εκ νέου δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος πάνω στη βάση της δι-ζωνικής, δι-κοινοτικής Ομοσπονδίας, δέσμευση που ναι μεν δεν ακυρώνει την στρατηγική προτίμηση της Τουρκίας και της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας στην λύση των δύο ανεξάρτητων κρατών στο νησί, αλλά, από την άλλη δε, την θέτει στο προσκήνιο και  ως νομιμοποιούμενη από διάφορους διεθνείς δρώντες, επιλογή. Το διακύβευμα, πέραν από του να απόσχει η Τουρκία από την επιλογή της διχοτόμησης, είναι το να καταδειχθεί πως αυτή η επιλογή είναι μη βιώσιμη και αποδοτική. Και ως προς αυτή την κατεύθυνση οφείλουν να εργασθούν συγκροτημένα  η ελληνική κυβέρνηση καθώς και  η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

[3] Με διακύβευμα εδώ, την απόκτηση μίας  δυναμικής επίλυσης των εκκρεμών διαφορών.

[4] Βλέπε σχετικά, Αντωνιάδης Αντώνης, ?Το μήνυμα Ερντογάν,? Εφημερίδα ?Τα Νέα Σαββατοκύριακο,? 26-27/06/2021, σελ. 41.