Το όφελος από τις ενεργειακές συμφωνίες που υπέγραψε η Ελλάδα με τις ΗΠΑ δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά προσφέρει ένα νέο πλαίσιο για την εθνική στρατηγική της χώρας. Και μόνο να μπορείς να μιλάς για «πλαίσιο» εν μέσω της διεθνούς αβεβαιότητας και ασυναρτησίας, είναι καθησυχαστικό και γόνιμο. Το «πλαίσιο» εξ ορισμού δίνει σχήμα σε μια κατάσταση γεωπολιτικού μπάχαλου, καθώς οι προηγούμενες δομές και συμπεριφορές αποδομούνται μία προς μία. Οι κρίσεις και οι αντιθέσεις θα εξακολουθήσουν δυστυχώς να δίνουν τον τόνο, όμως στην περιοχή μας κάποια πράγματα διευκρινίζονται, κάποια νέα στοιχεία αποσαφηνίζονται, κάποιες νέες ματιές μπορούν να αποκτήσουν μεγαλύτερη πειστικότητα. Για αυτό λέμε ότι μετά τις ενεργειακές συμφωνίες διαμορφώθηκε ένα σταθερότερο πλαίσιο, ευνοϊκό για την γεωπολιτική ασφάλεια της χώρας. Εναπόκειται σε εμάς να αξιοποιηθεί με νέες πρωτοβουλίες στην εξωτερική πολιτική και στα «εθνικά θέματα».
Η οικονομική πλευρά των ενεργειακών συμφωνιών δεν μπορεί να υπολογιστεί ακόμα με σιγουριά. Η ελληνική φιλοδοξία είναι να γίνουμε όχι μόνο κόμβος διέλευσης αλλά πύλη εισόδου και εξαγωγέας για τις ενεργειακές ανάγκες της ανατολικής-κεντρικής Ευρώπης που αυξάνονται ραγδαία λόγω της αποδέσμευσης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η οικολογική πλευρά των συμφωνιών ήδη εμπλέκεται και θα εμπλακεί στη συζήτηση που γίνεται στην ΕΕ για την αναθεώρηση των χρονοδιαγραμμάτων και των εργαλείων της πράσινης μετάβασης επί το ρεαλιστικότερο. Όχι μόνο λόγω της σύγκρουσης με τη Ρωσία, αλλά και την πρωτοφανή αύξηση της διαθέσιμης ενέργειας που απαιτεί η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.
Είναι όμως σαφές ότι οι συμφωνίες αυτές έχουν πρωτίστως γεωπολιτική σημασία για την Ελλάδα. Σημασία βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ταυτοχρόνως. Ανοίγει νέες δυνατότητες αλλά θέτει και νέα ερωτήματα. Το άμεσο και βραχυπρόθεσμο όφελος είναι σαφές. Η Αμερική του Τραμπ «ψήφισε» Ελλάδα στην περιοχή μας. Μια «ψήφος» στην οποία συναινούσαν και συναινούν και οι Δημοκρατικοί, άρα δεν είναι συγκυριακή. Απαντήθηκαν επομένως οι φόβοι και οι φοβίες ότι ο Ερντογάν θα είναι ο επιστήθιος σύμμαχος των ΗΠΑ και επομένως το «αφεντικό» στην περιοχή μας. Το διατυπώνω ωμά και απλοϊκά γιατί με αυτά τα επιχειρήματα βομβάρδιζαν την κοινή γνώμη επί σειρά ετών οι εθνικιστές προπαγανδιστές, υπέρμαχοι στην πραγματικότητα μιας μικρής, εσωστρεφούς και ανασφαλούς Ελλάδας που θαυμάζει τον «επιτήδειο» Ερντογάν. Δεν θα σταματήσουν αυτή την προπαγάνδα, μάς το έδειξαν και πρόσφατα, αλλά πείθουν λιγότερο πια. Ο λόγος που επελέγη η Ελλάδα είναι ο ένας και γνωστός. Η Ελλάδα είναι αξιόπιστο και δεδομένο μέλος της Δύσης και της Ενωμένης Ευρώπης. Κερδίζει όταν κινείται και δρα υπό αυτή την οπτική, αδυνατίζει και χάνει όταν αφήνεται σε φαντασιακές «πολυδιάστατες» αντιλήψεις που δεν θεμελιώνονται σταθερά στο δυτικό Είναι της.
Αυτό ίσχυε έτσι κι αλλιώς, είναι κάτι σαν ιστορικό δίδαγμα. Σήμερα όμως δεν αρκεί, συνιστά μια θετική μεν, στατική δε οπτική. Αντιστοιχούσε σε μια προηγούμενη κατάσταση όταν η Δύση και η «Ευρώπη» ήταν σταθερές, συνεκτικές και ηγεμονικές. Βρίσκονταν «εκεί», και η Ελλάδα είτε ήθελε να πάει είτε «ανήκε» σε εκείνο το δοσμένο «εκεί». Τώρα η Δύση είναι αποδιαρθρωμένη, η σχέση Αμερικής-Ευρώπης είναι έντονα αντιφατική, ενώ στην περιφέρεια της Ευρώπης εξελίσσονται ανοιχτές πολεμικές συγκρούσεις. Σε αυτό το νέο ταραγμένο τοπίο δεν φτάνει να «ανήκεις» αλλά να δρας στην ευρύτερη περιοχή σου με τρόπο που να συναρθρώνει δυναμικά το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το δυτικό συμφέρον. Με την πεποίθηση ότι αυτή η συνάρθρωση είναι προϋπόθεση για να εξυπηρετήσεις πραγματικά το εθνικό σου συμφέρον, την εθνική σου ασφάλεια, την εθνική σου ταυτότητα. Πόσω μάλλον που η «γεωγραφία» σε έχει τοποθετήσει καταμεσής της φανταστικής συνοριακής γραμμής που συνδέει τις δύο πολεμικής εστίες: την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Υπό αυτό το πρίσμα, χρειάζεται να δούμε τις μεγάλες και μικρές εξελίξεις μετά την ενεργειακή συμφωνία με τις ΗΠΑ, γεγονός που έδωσε ήδη νέο δυναμισμό στην ελληνική εξωτερική πολιτική - και δικαίως. Σημαντικότερη ενέργεια ήταν ασφαλώς η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για την Διάσκεψη 5Χ5 των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Αποτελεί παράδειγμα συνάρθρωσης του εθνικού, του αμερικανικού, δυτικού και ευρωπαϊκού συμφέροντος. Πράγματι, το συμφέρον των ΗΠΑ στην περιοχή δεν εξαντλείται στην πώληση του δικού τους υγροποιημένου αερίου στην Ευρώπη. Επιστρέφουν στη Μέση Ανατολή που εν τω μεταξύ έχει αλλάξει ριζικά με την επικράτηση του Ισραήλ. Ο επόμενος στόχος είναι η προώθηση των συμφωνιών του Αβραάμ (της Σαουδικής Αραβίας και του σουνιτικού Ισλάμ με το Ισραήλ) ως αναγκαίου σταθμού του δρόμου που θα συνδέσει την Ινδία με τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη (τον λεγόμενο IMEC). Η ανατολική Μεσόγειος είναι ο φυσικός θαλάσσιος αγωγός αυτού του σχεδίου. Η Ευρώπη ώς τώρα ήταν απλός θεατής αυτών των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Τις έβλεπε μακρινές, δεν έχει στρατιωτική ισχύ για να γίνει γεωπολιτικός παίκτης, ενώ οι προσπάθειες εξοπλισμού που κάνει επικεντρώνονται κατεξοχήν στις ανάγκες στήριξης της Ουκρανίας. Η Ελλάδα και προσφάτως η Κύπρος, μαζί με άλλες χώρες του Νότου, πρωτοστάτησαν ώστε η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή να μπει πιο οργανικά στον οπτικό ορίζοντα της Ευρώπης. Πέτυχαν ώστε η Ανατολική Μεσόγειος να αναχθεί σε σύνορο της ΕΕ και να ενταχθεί στην αμυντική στρατηγική της – που ακόμα δυστυχώς είναι στα σπάργανα.
Είναι προς το παρόν άγνωστο το μέλλον της πρωτοβουλίας 5Χ5, είναι άγνωστο αν το εκδηλωμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ και το αυξανόμενο ενδιαφέρον της ΕΕ, θα συμβάλουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα. Και μόνο όμως ότι η Ελλάδα σηκώνει το βλέμμα σε έναν ευρύτερο γεωπολιτικό ορίζοντα και παίρνει πρωτοβουλίες πολυμερούς συνεργασίας ως πρωταγωνίστρια τραβώντας μαζί και την Κύπρο, έχει καθοριστική σημασία. Σχεδόν «εκπαιδευτική». Διαλεγόμενη με τις υπόλοιπες χώρες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Τουρκία, βοηθάει ίσως να σπάσει το γεωπολιτικό στερεότυπο στο οποίο έχει εγκλωβιστεί η εθνική στρατηγική επί σχεδόν πενήντα χρόνια. Εννοώ τον ετεροκαθορισμό μας από τον «μπαμπούλα Τουρκία» και τη θεώρηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος, όπου ό,τι κερδίζει ο ένας το χάνει ο άλλο - και αντιστρόφως.
Δεν θα είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα ενώπιον μιας ιστορικής μεταβολής του διεθνούς πλαισίου αναπροσαρμόζει όχι μόνο την εθνική της στρατηγική, αλλά και την αυτο-αντίληψή της για τη θέση της στον Κόσμο. Το ότι βρισκόμαστε σε φάση ριζικής αλλαγής του Κόσμου δεν υπάρχει αμφιβολία. Το στοίχημα είναι αν η σημειούμενη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας μπορεί να αποκρυσταλλωθεί σε ένα νέο πλειοψηφικό ρεύμα, σε ένα νέο λαϊκό αίσθημα εθνικής αυτοπεποίθησης, μακριά από τη φοβική και εσωστρεφή Ελλάδα που κατά κανόνα αναπαράγουμε στα μυαλά και στην ψυχή μας. Το στοίχημα δεν αφορά μόνο την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά όλες τις πολιτικές ηγεσίες και κυρίως όλους τους πολίτες – δηλαδή όλους εμάς.
Πηγή: www.tanea.gr