Για ένα διάλογο με τον Π. Ιωακειμίδη

Δημήτρης Καλουδιώτης 07 Νοε 2020

Ο  Παναγιώτης Ιωακειμίδης  με ένα τελευταίο άρθρο του με τον εύλογο ερωτηματικό τίτλο «Χρειαζόμαστε μια άλλη στρατηγική για την Τουρκία;» και με δεδομένες τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά  προκαλεί σε συζήτηση.(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ και στην Μεταρρύθμιση)

Εδώ και πολλά χρόνια από την εποχή της διακυβέρνησης Σημίτη ο Π.Ι. υποστηρίζει με συνέπεια την πιο συνεκτική γραμμή  συνεννόησης με την  Τουρκία, μέσα στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Πρόκειται για την ολοκληρωμένη «στρατηγική του  Ελσίνκι» στην οποία νομίζω ότι είχε μερίδιο συμμετοχής και στην εκπόνησή της. Η στρατηγική του Ελσίνκι δεν είναι παρά μια εξειδίκευση από την μεριά της χώρας μας της πάγιας Ευρωπαϊκής Πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση επιμένει να την στηρίζει,  όπως διαπιστώνει ο Π.Ι., προσφέροντας και πάλι  «μια θετική ατζέντα στην Τουρκία». Γιατί εμείς πρέπει να διαφοροποιηθούμε, και επίσης η Ευρώπη, επιμένει ο Π.Ι.;

Η στρατηγική Ελσίνκι απέδωσε σοβαρές επιτυχίες. Προσέφερε σταθερότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα στην περιοχή και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολλές φορές παραβιάστηκε και με ευθύνες της Ελλαδικής και Κυπριακής  πλευράς. Το σημείο σέλας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις-μετά την μεγάλη καμπή της  εισβολής στην Κύπρο - αποτέλεσε η απόρριψη από την ελληνοκυπριακή πλευρά  του σχεδίου Ανάν. Το σχέδιο Ανάν ήταν η μεγάλη ευκαιρία για μια προσπάθεια επίλυσης με όρους σταθερότητας  στο Κυπριακό και «επέκτασης της σταθερότητας», περιλαμβάνοντας την Τουρκία, στην ευρύτερη περιοχή. Ήταν η ευκαιρία που εμφανίζεται «κάθε πενήντα χρόνια»... Μικρότερη ήταν η ευκαιρία που χάθηκε στο Κραν Μοντανά. Ο Ν. Κοτζιάς και ο Ν. Αναστασιάδης, κι όχι μόνο, κάτι ξέρουν.

Αυτό που επέτρεπε την «επιστροφή» της Τουρκίας, παρά  τα δικά μας «παραστρατήματα»,  πολλά από τα οποία οφείλονται στην πίεση που μας ασκεί η ίδια η Τουρκία, οφειλόταν στο ότι το δυτικό σύστημα ήταν σταθερό  και με παρούσες τις ΗΠΑ και  εν τέλει αποδεκτό, έστω με πολλούς αστερίσκους.

Πρέπει να σημειώσουμε, ως προς τις νοοτροπίες αστάθειας που διατρέχουν την περιοχή μας , ότι και στις δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, υπάρχει ισχυρή Αντιδυτική παράταξη. Μόνο που στην Ελλάδα ήταν πάντα μικρότερη, ποσοτικά και ποιοτικά, και αυτή την περίοδο είναι πολύ αδυνατισμένη. Ενώ στην Τουρκία ήταν πάντα ισχυρότερη και  στηρίζεται από την χαρισματική ηγεσία Ερτογάν αλλά και στην πιο επίμονη ισλαμική νοοτροπία. Βέβαια υπάρχει μια συμπαγής, πλην μειοψηφική, «Ευρωπαϊκή χώρα» στις μεγάλες πόλεις της Δυτικής Τουρκίας, όπως και επίσης μια συμπαγής και φανατική ισλαμική Τουρκία στα Ανατολικά.

Στην χώρα μας, οι περισσότεροι, συμφωνούμε ότι η Ε.Ε. και η Δύση γενικότερα δεν θέλει, και δεν συμφέρει και σε μας, να «παραχωρήσει» την Τουρκία στην ζώνη της αστάθειας και πολύ περισσότερο στους αντιπάλους της. Και σε μας θα πέσει μεγάλο βάρος καθιστάμενοι ακρογωνιαίος λίθος  της Δύσης και  απέναντι σε μια αναθεωρητική Τουρκία.

Το ερώτημα που πλανάται όμως είναι αν η Τουρκία έχει αποφασίσει να αποστασιοποιηθεί  από τη Δύση και επιδιώκει να αναδειχθεί σε μια από τις «μεγαλομεσαίες»  δυνάμεις   σε ένα ασταθές πολυπολικό σύστημα που πάει να αναδειχθεί στον πλανήτη. Αυτή την διάσταση φαίνεται να υποτιμά ο Π.Ι. ενώ φαίνεται να υπερτιμά τις δικές μας υπαρκτές παρασπονδίες.

Η (βέβαιη) εκλογή Μπάιντεν σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως δίνει μια ανάσα στις προσπάθειες επανασταθεροποίησης του Δυτικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί όντως να υπάρξει μια ακόμα προσπάθεια ενός «μόντους βιβέντι»  με την Τουρκία. Με την ελάχιστη προϋπόθεση ότι και ο Ερτογάν θα θελήσει να αποδεχθεί το διεθνές δίκαιο, με πρώτο το δίκαιο της θάλασσας.

Τα μεγάλα ερωτήματα προοπτικής τίθενται, όταν ο Ερτογάν συνεχίζει την πορεία αυτονόμησης.  

Το πρώτο, μεταξύ πολλών άλλων, είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Δύση συνολικά  έχοντας ζήσει με τις βεβαιότητες ισχύος, αλλά και εγκατεστημένων συμφερόντων, μιας ολόκληρης εποχής, δυσκολεύεται  να αποδεχθεί νέες καταστάσεις στην παγκόσμια αρχιτεκτονική. Θα χρειαστούν  τεράστιες προσπάθειες για μια γενικότερη στροφή εάν όντως ο Ερτογάν επιμείνει στην νέα του πορεία. Το ευτύχημα είναι ότι υπάρχει ως «ανιματέρ»  κατανόησης των νέων εξελίξεων ο πρόεδρος της Γαλλίας.

Στην εκτίμηση για Δυτική αδράνεια στηρίζει ο Ερτογάν με μια κλασσική αντι-αποιακή  ρητορική της παρελθούσης Αριστεράς της νιότης μας. Ενώ δείχνει να επιδιώκει την «ανασύσταση» μιας αυτοκρατορικής καρικατούρας. Και δεν είναι τυχαία η μανία με την οποία επιτίθεται στον Μακρόν.

Το δεύτερο αφορά την εκπόνηση μιας εναλλακτικής εθνικής στρατηγικής, κατανοητής και από την Ευρώπη και την Δύση, στις πιθανές  νέες καταστάσεις. Και βέβαια αυτή η στρατηγική σε ένα μεταβατικό πεδίο, αχρείαστη να είναι, δεν μπορεί να βασιστεί σε συγκρουσιακές ουτοπίες ή στο  Ισραηλινό μοντέλο το οποίο οικοδομήθηκε σε μια άλλη εποχή.

Η χώρα  πρέπει να λάβει υπόψη της ότι η εποχή του εφησυχασμού τελειώνει. Και το έθνος –κράτος μας πρέπει και  στηρίζεται στις μεγάλες διεθνείς συμμαχίες της αλλά και στην  οικοδόμηση νέων περιφερειακών, όπως και την εμμονή στο διεθνές δίκαιο. Στην ενίσχυση της ενότητας, την αλλαγή νοοτροπιών και σε νέες ιδέες για την αμυντική θωράκιση της χώρας. Και  αυτές τις νέες καταστάσεις η κυβέρνηση δείχνει να τις αντιλαμβάνεται.

Εν κατακλείδι έχουμε νέα δεδομένα και είμαστε μόνο στην αρχή μιας δύσκολης περιόδου. Το ερώτημα, για να κάνουμε ένα λογοπαίγνιο, είναι: Χρειαζόμαστε μια άλλη στρατηγική για την Τουρκία; ή αντιμετωπίζουμε  μια άλλη Τουρκία;