Για την εφημερίδα ‘Η Αυγή’

Σίμος Ανδρονίδης 21 Ιαν 2022

Τις τελευταίες ημέρες, ιδιαίτερος λόγος γίνεται για την εφημερίδα ‘Η Αυγή,’ που εν προκειμένω πρόσκειται στο κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ).

Παρά την ανησυχία ό,τι η Αριστερή εφημερίδα έχει φθάσει ένα βήμα πριν το κλείσιμο της, λόγω σημαντικών οικονομικών δυσκολιών, τελικά, μετά από την συνεδρίαση του πολιτικού συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, προκρίθηκε η επιλογή της συνέχισης της λειτουργίας της εφημερίδας, με δραστικές όμως αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της.

Όπως τονίζει η καθηγήτρια Δέσποινα Παπαδημητρίου, «ο τύπος, ο οποίος παρέχει μαζί με τα άλλα μαζικά μέσα επικοινωνίας πληροφόρηση και εμπλέκεται στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, αποτελεί για τις μοντέρνες δημοκρατίες θεσμό. Οι εφημερίδες παράγουν ιδεολογία, πολιτική και πολιτισμό, αλλά και ως τύπος δημοσιογραφίας ενέχουν οι ίδιες υλικότητα, αναπτύσσοντας η καθεμία τη δική της γλώσσα και τις ιδιαίτερες ευαισθησίες της».1

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως και η εφημερίδα ‘Η Αυγή,’ κατά την διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, παρήγε τη δική της ιδεολογία, υποστηρίζοντας τις θέσεις και τις αντιλήψεις που εκπορεύονταν από τις διάφορες εκδοχές της λεγόμενης ανανεωτικής και ευρω-κομμουνιστικής Αριστεράς (για να εστιάσουμε στη Μεταπολιτευτική περίοδο).

Και το ενδιαφέρον στοιχείο είναι το γεγονός πως, μέσω των θέσεων που εξέφραζε αλλά και της εν γένει αισθητικής της, κατάφερνε να εγγράψει και παράλληλα να αναδείξει τις διαφορές που χώριζαν την ίδια από τον ‘Ριζοσπάστη,’ και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος Εσωτερικού (ΚΚΕ Εσωτερικού), μετέπειτα τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.

Μέσω της συγκεκριμένης εφημερίδας, όπως επίσης και της εφημερίδας ‘Ριζοσπάστης’ που ανήκει στην κατηγορία των κομματικών εφημερίδων, διεξήχθη η πολιτικοϊδεολογική διαπάλη που εκκινούσε από την διαφορετική αντιμετώπιση του Σοβιετικού-Σοσιαλιστικού εγχειρήματος και έφθανε έως την στάση απέναντι στο τότε ισχυρό και κυρίαρχο δικομματικό μπλοκ (Νέα Δημοκρατία/Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα), και επίσης, από την διαφορετική στάθμιση των μαζικών διαδηλώσεων διαμαρτυρίας στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 2008, έως ποιοι μπορεί να είναι οι ενδεδειγμένοι τρόποι υπέρβασης της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης.

Υπό αυτό το πρίσμα, και ‘Η Αυγή,’ προέβαινε στην συγκρότηση της «ορθής αντίληψης» περί της Αριστεράς, ή αλλιώς, του τι σημαίνει Αριστερά, «μέσα από τη συνάντηση του «κόσμου του κειμένου» και του «κόσμου του αναγνώστη», για να παραπέμψουμε στη Δέσποινα Παπαδημητρίου και στον Roger Chartier.2 Το να ισχυρισθούμε πως ο ημερήσιος αριθμός κυκλοφορίας της ‘Αυγής’ ήταν και είναι ιδιαίτερα χαμηλός, καθίσταται αυτονόητο.

Αυτό που επίσης έχει ιδιαίτερο θεωρητικό και πολιτικό ενδιαφέρον, είναι το γεγονός πως η εφημερίδα, εν καιρώ κρίσης, και ακόμη, εν καιρώ της κοινωνικής-πολιτικής και εκλογικής ισχυροποίησης του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), δεν πέτυχε να αυξήσει τον ρυθμό των πωλήσεων του καθημερινού φύλλου, εκεί όπου η αναντιστοιχία μεταξύ χαμηλής κυκλοφορίας και αύξησης του αριθμού υποστηρικτών αλλά και μελών του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.

Και η τελευταία παρατήρηση έχει κύρια ποιητική διάσταση, δίχως να περιορίζεται στο ποσοτικό σκέλος της.3

Το πλεονέκτημα που διέθετε η εφημερίδα μίας συγκεκριμένης εκδοχής της Αριστεράς και όχι της Αριστεράς4 εν συνόλω, πλεονέκτημα σχετικό με το ό,τι, λόγω της ευρείας θεματολογίας της και του ύφους που είχε υιοθετήσει, είχε επιτύχει να καταστεί αναγνωστική επιλογή για άτομα με Κεντροαριστερό πολιτικό υπόβαθρο,5 αμβλύνθηκε, προς όφελος νέων εντύπων όπως η ‘Εφημερίδα των Συντακτών.’ Η οποία βοηθήθηκε και από το γεγονός πως η ανάγνωση της συνδέθηκε με την δυνατότητα μίας πιο άμεσης και ομαλής πολιτικής μετάβασης και προσαρμογής ενός Κεντροαριστερού στο Συριζαϊκό ‘οικο-σύστημα,’ λειτουργώντας διαμεσολαβητικά για κάτι τέτοιο.

Η οποία επίσης, κατάφερε να προσελκύσει σε ένα σημαντικό κομμάτι παραδοσιακών αναγνωστών της ‘Αυγής,’ οι οποίοι μπορεί να είναι υποστηρικτές και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, καταλαμβάνοντας σημαντικό χώρο (είναι σημαντικό να έχουμε μία ευρύτερη οπτική), μεταξύ των εφημερίδων, διευρύνοντας παράλληλα τις διαθέσιμες επιλογές για ένα άτομο που πρόσκειται στην Αριστερά.

‘Η Αυγή’ δεν πέτυχε την μαζικοποίηση της όλα αυτά τα χρόνια, αυτό όμως δεν συνιστά ή δεν πρέπει να συνιστά το μοναδικό κριτήριο αξιολόγηση της, ακριβώς διότι αποτέλεσε και αποτελεί ιδιαίτερο κομμάτι του εγχώριου τύπου, της ιστορίας και της αναγνωστικής κουλτούρας που έχει συγκροτηθεί, διαδραματίζοντας ρόλο στην διαπάλη των πολιτικών ιδεών, στην προώθηση νέων δημοσιογραφικών φωνών, στην επικοινωνία με τάσεις και ρεύματα του εξωτερικού, εκεί όπου η λεπτομερής της ματιά υπήρξε εφάμιλλη της ματιάς εφημερίδων όπως ‘Το Βήμα,’ στην ανάδειξη θεμάτων που άπτονται του κεφαλαίου ‘Πολιτισμός,’ και, τελικά, στον ίδιο τον Μεταπολιτευτικό εκδημοκρατισμό της χώρας.

Αν εστιάσουμε σε αυτό το κομμάτι, διότι ‘Η Αυγή’ διαθέτει μία ιστορία χρόνων που προϋπάρχει της Μεταπολίτευσης, επιτυγχάνοντας, προδικτατορικά ακόμη, το να αποτελέσει όχι απλά ένα συμπλήρωμα του απαγορευμένου ‘Ριζοσπάστη’6 αλλά κομμάτι της καθημερινότητας αρκετών Αριστερών. Με την ανάγνωση της να συνδράμει στη δημιουργία της δικής της πολιτικής κουλτούρας.7

Για αυτούς τους λόγους, αλλά και λόγους που σχετίζονται με την διασφάλιση του δημοσιογραφικού-πολιτικού πλουραλισμού ως στοιχείου δημοκρατίας, ‘Η Αυγή,’ (είναι καίρια η εκτίμηση της Δέσποινας Παπαδημητρίου για την εφημερίδα ως «θεσμό»), παρά τα λάθη και τις αντιφάσεις της, τις διχοτομικές προσεγγίσεις της εν καιρώ κρίσης,8 πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί. Και μάλιστα απρόσκοπτα.

1 Βλέπε σχετικά, Παπαδημητρίου, Δέσποινα, ‘Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων. Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967,’ Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2006, σελ. 47.

2 Βλέπε σχετικά, Παπαδημητρίου, Δέσποινα, ‘Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων. Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967…ό.π. και, Dosse, Francois, ‘La marche des idees. Histoire des intellectuells-histoire intellectuelle, La Decouverte, Paris, 2003.

3 Σαφώς, η χαμηλή κυκλοφορία της και η αδυναμία του να ανταγωνισθεί άλλα ημερήσια φύλλα, και φύλλα παραπλήσιας ιδεολογίας, όπως η ‘Εφημερίδα των Συντακτών’ που αρκετά γρήγορα κέρδισε έδαφος στον ευρύτερο εφημεριδιακό ‘αστερισμό,’ αποτελεί ουσιώδες σκέλος της εν εξελίξει κρίσης της. Που είναι κρίση οικονομική, κρίση που έχει να κάνει με την λειτουργία του έντυπου τύπου εν καιρώ ψηφιοποίησης (‘Η Αυγή’ έχει πληγεί σημαντικά), κρίση ταυτότητας (στροφή σε απλοϊκές και μανιχαϊστικές-λαϊκιστικές προσεγγίσεις, προτίμηση σε ανιστορικές προσεγγίσεις περί ‘πρώτης φοράς Αριστεράς’ η έλευση της οποίας αρκούσε για να αλλάξει την Ευρώπη, με την εφημερίδα να μην αντιλαμβάνεται ό,τι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί αυτομάτως, φλερτ με έναν αριστερισμό ‘παλαιάς κοπής’ στο όνομα του διεκδικητικού ριζοσπαστισμού-κινηματισμού ), κρίση προοπτικής, εάν λάβουμε υπόψιν την χαμηλή δυναμική της εφημερίδας σήμερα. Αυτές οι τρεις κρίσεις αλληλοτέμνονται και αλληλοτροφοδοτούνται, ανεβάζοντας τον πήχη των δυσκολιών για την διοίκηση που θα κληθεί να εξυγιάνει την εφημερίδα. Και θα είναι λάθος αν ακολουθηθεί μία προσέγγιση που θα αποδίδει έμφαση μόνο στο οικονομικό σκέλος.

4 Σήμερα υπάρχει μία πληθώρα εντύπων που αντιπροσωπεύουν και διαφορετικές εκδοχές της Αριστεράς, και της εξωκοινοβουλευτικής. Αρκετές εξ αυτών διαθέτουν έναν έντονο εργατικό και παράλληλα αντι-καπιταλιστικό-αντι-νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα, τον οποίο και συναρθρώνουν με αντι-κυβερνητικές τάσεις (πλέον, η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, είναι έντονη, και λόγω του πρόσφατου παρελθόντος της), στο εγκάρσιο σημείο όπου το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι το ό,τι έχουν καταφέρει να συνεχίσουν την λειτουργία τους (στρεφόμενες, εν καιρώ πανδημίας, και στην ψηφιακή λειτουργία, κάτι που πράττει η εφημερίδα ‘Δρόμος της Αριστεράς’), απευθυνόμενες πρωτίστως σε ένα κοινό μυημένων.

5 Η εν γένει ανοιχτότητα της εφημερίδας, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε Μεταπολιτευτικά και της επέτρεψε να διαφοροποιείται από τον περισσότερο στενό κομματικά, ‘Ριζοσπάστη,’ η ώσμωση της ανανεωτικής Αριστεράς και των ιδεών της με Κεντροαριστερά-Σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά προτάγματα, ώσμωση που λάμβανε χώρα μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας, ο χαμηλός βαθμός πολιτικού κυνισμού, η πίστη στις αρχές της αστικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας, η σχετική με θέματα κουλτούρας θεματολογία, υπήρξαν θεμελιώδεις παράγοντες (factors) που συνέβαλλαν ώστε να καταστεί ‘Η Αυγή,’ προτιμητέα επιλογές για άτομα Κεντροαριστερής πολιτικής κατεύθυνσης. Εμβαθύνοντας περαιτέρω, θα πούμε πως το σημείο τομής, το οποίο επέδρασε και άρχισε να αλλάζει μία σχέση εμπιστοσύνης που είχε διαμορφωθεί με ένα Κεντροαριστερό κοινό (ας μην ξεχνάμε τα κριτήρια με βάση τα οποία ένας αναγνώστης προτιμά μία συγκεκριμένη εφημερίδα), ήταν οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας του 2008 (που ακολούθησαν τον θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου) και η στάση που τήρησε η εφημερίδα.

6 Έχει μεγάλο θεωρητικό και επιστημονικό ενδιαφέρον το να παρακολουθήσουμε από κοινού την ιστορία των εφημερίδων δύο σημαντικών ρευμάτων της εν Ελλάδι Αριστεράς. Αυτό θα μπορούσε να είναι το θέμα ενός ξεχωριστού κειμένου. Ο ‘Ριζοσπάστης,’ ιστορικά, ναι μεν μπορεί να μην πουλά εκατοντάδες καθημερινά φύλλα, από την άλλη όμως δε, υπερτερεί σαφώς έναντι της ‘Αυγής,’ δίχως να τεθεί ζήτημα συνέχισης της κυκλοφορίας του. Η ύπαρξη ισχυρών πολιτικών δεσμών με το Κομμουνιστικό Κόμμα, η ακόμη και δια-γενεακή αναπαραγωγή της πεποίθησης ό,τι ο ‘Ρίζος’ όπως αποκαλείται στην κομμουνιστική ιδιόλεκτο, συνιστά κάτι το οικείο, κομμάτι της πολιτικής ταυτότητας ενός κομμουνιστή, η διαπαιδαγωγική λειτουργία που επιτελεί (η πολιτική διαπαιδαγώγηση αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό Αριστερών εντύπων) για έναν κομμουνιστή (εδώ ενυπάρχουν ιστορικά κατάλοιπα που ανάγονται στο ρόλο της εφημερίδας ‘Πράβντα’), και η αντίληψη ό,τι δεν πρέπει να ‘χαθεί’ μέσα στον κυκεώνα των αλλαγών που συντελούνται και επηρεάζουν δραστικά τον έντυπο τύπο και την ανάγνωση εφημερίδων (ακόμη και σήμερα, η αγορά και η ανάγνωση του εξακολουθούν να διατηρούν μία ‘γοητεία’ λόγω του ιστορικού παρελθόντος της εφημερίδας, και της αίσθησης της διαφοράς που εκπέμπει), είναι παράγοντες που έχουν συντελέσει στην συνέχιση της ύπαρξης του, εμπεριέχοντας την αρχή: ‘Αγοράζουμε τον Ριζοσπάστη για να στηρίξουμε έμπρακτα το κόμμα μας.’ Η πολιτική κουλτούρα που έχουν διαμορφώσει τα μέλη και υποστηρικτές του ΚΚΕ, που στηρίζεται στην ύπαρξη ισχυρών δεσμών με το κόμμα-‘μήτρα’ με το κόμμα-επανάσταση, θέτει εμπόδια σε μία κατακρήμνιση του ‘Ριζοσπάστη.’

7 Από τις τάξεις της πέρασαν ποιητές όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, κριτικοί λογοτεχνίας όπως ο Μάρκος Αυγέρης, προσδίδοντας ένα λεπτό και λογοτεχνίζον ύφος στην εφημερίδα.

8 Η συντελούμενη ταύτιση με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που εξελίχθηκε σταδιακά, παρήγε ως αποτέλεσμα την επίσης σταδιακή, ‘αλλοίωση’ του χαρακτήρα της. Θεωρούμε πως οι εκτιμήσεις του Νίκου Μπίστη που διατυπώθηκαν στο πολιτικό συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, περί του πόσο ελκτική μπορεί να είναι σήμερα μία εφημερίδα αυτού του τύπου (κομματική), σε μία εποχή εξασθένησης των κομματικών δεσμών, έχουν βάση.