Για τον πόλεμο στην Ουκρανία

Σίμος Ανδρονίδης 01 Μαρ 2022

Από την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου, η Ρωσία πραγματοποιεί στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, επιτιθέμενη από Βορρά, από Νότο και από το ανατολικό κομμάτι της χώρας, εκεί όπου ευρίσκονται οι δύο αυτο-ανακηρυχθείσες ‘Λαϊκές Δημοκρατίες’ του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ.

 Η απόφαση αναγνώρισης της ανεξαρτησίας των δύο de facto αυτόνομων επαρχιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, την Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου, ήταν η παράμετρος που επιτάχυνε τις εξελίξεις, συνοδευόμενη από την απόφαση αποστολής στρατευμάτων σε αυτές τις δύο περιοχές.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η αποστολή στρατευμάτων αποτέλεσε το πρελούδιο της έναρξης της στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία και έλαβε ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, με τα Ρωσικά στρατεύματα να εισέρχονται στη χώρα από το Βορρά,[1] από το Νότο (προσαρτημένη χερσόνησος της Κριμαίας), και από τα Ανατολική, εκεί όπου μέσα στις τάξεις των Ρωσικών στρατευμάτων προστέθηκαν και ένοπλοι φιλο-ρώσοι αυτονομιστές, με αποτέλεσμα σε αυτό το ενεργό μέτωπο, να επιχειρούν από κοινού.

Οι Ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν συμπτυχθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα (Κίεβο, Χάρκοβο), προσπαθώντας να διατηρήσουν τον έλεγχο τους, μέσω του σχηματισμού ευέλικτων μονάδων που στοχεύουν με αντιαρματικούς πυραύλους τα Ρωσικά τεθωρακισμένα, ορμώμενοι από την ψυχολογία του αμυνόμενου, κάτι που ουσιαστικά σημαίνουν πως εμπλέκονται στη μάχη παρακινούμενοι από μία αίσθηση υπεράσπισης της πατρίδας από τον εισβολέα.

Και μία ενδιαφέρουσα, σε θεωρητικό επίπεδο, υπόθεση εργασίας, είναι η εξής: Η ρητορική Πούτιν, με βάση την οποία, απλοϊκά και ανιστορικά, η Ουκρανία υπέπεσε στην κατηγορία της ‘επαρχίας,’ όντας ένα ‘τεχνητό κατασκεύασμα’ (και όχι πραγματικό έθνος με τη δική του υπόσταση), από την περίοδο του Λένιν και των Μπολσεβίκων, επηρέασε θετικά την ψυχολογία μεγάλου μέρους των Ουκρανών στρατιωτών,  προσδίδοντας τους αποφασιστικότητα και ορμή ώστε να αποδείξουν στον πρόεδρο Πούτιν ό,τι κάνει λάθος.

Περίπου τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, οι μάχες συνεχίζονται, με τους μεν Ρώσους να επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν τα κέρδη της πρώτης ημέρας, μεταξύ των οποίων το σημαντικότερο ήταν η απόκτηση ελέγχου επί του Τσερνόμπιλ, και τους δε Ουκρανούς να οργανώνουν την άμυνα τους στον αστικό χώρο, προκαλώντας ρήγματα στα επιθετικά σχέδια προώθησης των Ρωσικών δυνάμεων.

Η Ρωσική στρατιωτική εισβολή[2] (που είναι ολοκληρωτικού τύπου) η οποία και υπονομεύει δραστικά την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, την ίδια την ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο, πλήττει το status quo στην Ανατολική Ευρώπη, ναρκοθετεί την μέσω διαπραγματεύσεων διαδικασία πολιτικής επίλυσης μίας σύγκρουσης,   έχει αποκτήσει έναν ισχυρό αντίκτυπο και στα εξής πεδία: Πρώτον, έχει προκαλέσει την δημιουργία ενός ήδη εν εξελίξει προσφυγικού ρεύματος το οποίο κατευθύνεται κύρια προς τις γειτονικές Πολωνία και Ρουμανία. Δεύτερον, πλήττει στρατηγικές υποδομές της Ουκρανίας, προκαλώντας επίσης, τον θάνατο άμαχων πολιτών. Τρίτον, ωθεί τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αλλαγή στρατηγικής, με την απόφαση αποστολής στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία, από μία σειρά χωρών, να συνιστά δείγμα αυτής της αλλαγής, εκεί όπου, διακρίνουμε και την ύπαρξη μίας νέας συσπείρωσης εναντίον της Ρωσίας, η οποία απομονώνεται, και όχι μόνο διπλωματικά.

Τέταρτον, προξενεί, ως αποφασιστικός παράγοντας (factor), την αλλαγή στάσης της Γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία φαίνεται πως σταδιακά κινείται προς την κατεύθυνση ενός πραγματισμού που πρωταρχικά, θα αναγνωρίζει την Ρωσία ως στρατηγικό αντίπαλο και όχι εταίρο.[3]

 Με αυτόν τον τρόπο, οφείλουμε να αντιληφθούμε την απόφαση της Γερμανικής κυβέρνησης να θέσει στο επίκεντρο τη δυνατότητα αύξησης των αμυντικών δαπανών της χώρας, στον πυρήνα της οποίας υπεισέρχεται η παράμετρος της συνειδητοποίησης πως οι παραδοσιακές αξίες και αρχές που όριζαν την διεθνο-πολιτική τάξη των τελευταίων είκοσι ετών, έχουν πλέον μεταβληθεί ριζικά.

Στο ρευστό γεω-πολιτικό γίγνεσθαι, δεν αρκεί μόνο να αισθάνεσαι ασφαλής, αλλά και να το δείχνεις, με την άμυνα να καθίσταται εκ νέου το βασικό εργαλείο αποτροπής και άσκησης διπλωματίας. Με την κατάσταση να παραμένει δύσκολη για την Ουκρανία, αναμένονται με ενδιαφέρον οι συζητήσεις μεταξύ Ρωσικών και Ουκρανικών αντιπροσωπειών στη Λευκορωσία, αν και πλέον, για να ενισχυθούν οι πιθανότητες κατάπαυσης του πυρός (εδώ οφείλουμε να δούμε και την παράμετρο αποχώρησης των Ρωσικών στρατευμάτων από την χώρα που μπορεί να συμβάλλει σε κάτι τέτοιο), απαιτείται μία διπλωματική κίνηση τύπου ‘Nixon Moment’:[4] Αντίστοιχου εύρους δηλαδή με την πρωτοβουλία που έλαβε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ρίτσαρντ Νίξον, να επισκεφθεί την κομμουνιστική Κίνα και να συναντηθεί με τον ηγέτη της, Μάο Τσε Τουνγκ.

Και μία ‘Nixon moment’ θα μπορούσε να είναι, η πρόσκληση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι[5] για μία άμεση συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο, σε ουδέτερο έδαφος, που θα μπορούσε να συνοδευθεί από τα αιτήματα κατάπαυσης του πυρός και  αποχώρησης των Ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία ως βασικών προϋποθέσεων για την όποια έναρξη συνομιλιών μεταξύ των δύο χ

 

[1] Ο ρόλος της Λευκορωσίας του προέδρου Λουκασένκο για την ευόδωση του στόχου του ολοκληρωτικού πολέμου, είναι κομβικός, καθότι, η διάσχιση του εδάφους από Ρωσικά στρατεύματα ώστε αυτά να εισβάλλουν στην Ουκρανία από τον Βορρά, προσέφερε στη Ρωσία τη δυνατότητα να ανοίξει ένα επιπλέον μέτωπο (εδώ λειτούργησε το στοιχείο του αιφνιδιασμού), το οποίο και θα μπορούσε να κρατήσει σχετικά άνετα, μέσω της γρήγορης επιμελητειακής υποστήριξης και της αποστολής επιπλέον στρατευμάτων μέσω Ουκρανίας.

[2] Για μία ενδιαφέρουσα ανάλυση της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, ανάλυση που χρησιμοποιεί ως θεωρητικό άξονα την έννοια της «ρετροτοπίας» του Ζίγκμουντ Μπάουμαν, βλέπε και, Μητσός, Μιχάλης, ‘Ρετροτοπία, το αντίστροφο της ουτοπίας,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 26-27/02/2022, σελ. 49. «Στο τελευταίο του βιβλίο (σ.σ: ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν), εισήγαγε τον όρο «ρετροτοπία», το αντίστροφο της ουτοπίας, την τάση μας δηλαδή να τοποθετούμε στο παρελθόν το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας. Η αυτοκρατορική ρετροτοπία, που επανερμηνεύει με μεταμοντέρνο τρόπο την ιστορική εμπειρία του τσαρισμού του 19ου αιώνα για να απαντήσει στις αυξανόμενες αντιφάσεις του μετασοβιετικού χώρου, είναι εδώ και αρκετά χρόνια όλο και πιο παρούσα στη ρητορική και στις θέσεις του Κρεμλίνου».  Oι πληροφορίες που έρχονται από την Ουκρανία είναι ενίοτε συγκεχυμένες.

[3] Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

[4] Βλέπε σχετικά για την εξωτερική πολιτική του Ρίτσαρντ Νίξον, Donald, Grilling Gregory, ‘Presidential Power in   Foreign Policy:  Richard Nixon and the Er on and the Era of Détente with the Soviet Union and China,’ Bard College, 2016, digitalcommons.bard.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1188&context=senproj_s2016

[5] Οι συχνές τηλεοπτικές εμφανίσεις του Ουκρανού προέδρου Βολοντιμίρ Ζελένσκι, μέσω των οποίων αποδεικνύει πως είναι ζωντανός, πως βρίσκεται στην Ουκρανία (μη εγκατάλειψη της χώρας) και μάχεται τον εισβολέα, επιλέγοντας ένα μοντέλο άσκησης πολιτικής δια του παραδείγματος, ώστε και να ενισχύσει την ψυχολογία των κατοίκων της χώρας, αλλά, και να εμπλέξει περισσότερους στις μάχες:  ‘Είμαι ο πρόεδρος σας και είμαι εδώ, μαχόμενος για την Ουκρανία μας.’ Μέσω και αυτών των εμφανίσεων (η υιοθέτηση ενός οιονεί πολεμικού-στρατιωτικού προφίλ είναι ορατή στην ενδυμασία του προέδρου και στο κουρασμένο βλέμμα του), επιτελείται η συγκρότηση αυτού που ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος ορίζει ως «μαχητική κοινωνική ταυτότητα» (martial social identity), η οποία πλέον συνιστά βασικό ‘εργαλείο’ αντιμετώπιση της Ρωσικής εισβολής στη χώρα. Βλέπε σχετικά, Καρατράντος Τριαντάφυλλος, ‘Η Marfin ως Γεγονός Εστίασης ή όταν η εξτρεμιστική βία δεν μπορεί ή δεν θέλει να διαχωριστεί από την πολιτική διαμαρτυρία,’ στο: Βαμβακάς Βασίλης, Καρατράντος, Τριαντάφυλλος, & Παναγιωτόπουλος, Παναγής, (επιμ.), ‘05/05/2010. Ταυτότητες και συναισθήματα της πολιτικής βίας στην Ελλάδα του 21ου αιώνα,’ Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2021, σελ. 169.