Ιουλιανοί λαϊκισμοί

Κώστας Καρακώτιας 02 Αυγ 2016

Τον  Ιούλιο  που  μόλις  πέρασε , τα  γεγονότα στην  Ευρώπη  και  στον  περίγυρο  της ,  ήταν  τρομακτικά  και  δυστυχώς  είχαν  και  ανθρώπινα  θύματα. Ο ισλαμοφασιστικός  ζόφος  εγκαταστάθηκε  πλέον στο  κέντρο  της  Ευρώπης , ενώ  στην  Τουρκία , ένα  οπερετικό  αλλά  πολύνεκρο  πραξικόπημα  έγινε  η  αφορμή  για  την  επιστροφή  του  ακραίου  ανατολικού  δεσποτισμού  και  αυταρχισμού. Τα  καταιγιστικά  αυτά  γεγονότα , εκτός από  τις τραγικές  απώλειες , την  ανασφάλεια  των πολιτών  και  την    αταξία  στην  ευρύτερη  περιοχή , έχουν  ως  αποτέλεσμα  και  μάλιστα  διαρκείας , την  σκληρή  δοκιμασία των  αντοχών  και  των   ορίων  της  ευρωπαϊκής  δημοκρατίας  και  των  πολιτισμικών  κατακτήσεων  της.

Οι  Έλληνες   όμως , τον  Ιούλιο , εκτός  από  αυτά , βίωσαν  και  τον  ιδιάζοντα    κυβερνητικό  τακτικισμό. Ο  ΣΥΡΙΖΑ , για  τον  οποίο προέχει  πλέον  η  παραμονή  του  στην  εξουσία   , με  πρόσχημα  έναν  νέο  εκλογικό νόμο ,  επιχείρησε  να  δημιουργήσει  προσκόμματα στο  πρώτο  κόμμα  των  επόμενων  εκλογών, που  μάλλον  θα  είναι  η  Νέα  Δημοκρατία. Παρόλο  που  η  ,αποτυχημένη  τελικά , προσπάθεια  , επενδύθηκε  με  την  γνωστή  »  αριστερή »   ρητορική, ήταν  μια  κλασική  πολιτικάντικη    παλαιοκομματική  συμπεριφορά.

Η  κυβέρνηση   , εκτός  από  την  αγωνία    της  παράτασης  της  εξουσίας  της , δεν  έχει   κανένα  ορατό    σχέδιο  για  την  ανασυγκρότηση  της  ελληνικής  κοινωνίας. Αρκείται  στις  συνεχείς     διακηρύξεις  για  την  αλλαγή    του  πολιτικού  συστήματος  ενώ  αφήνει  άθικτες  τις  διάχυτες  αντιπαραγωγικές  και  ανορθολογικές  ιδεολογίες  και  νοοτροπίες  και  βέβαια  τις  προσοδοθηρικές  σχέσεις  διαφόρων  κοινωνικών  κατηγοριών  και  συντεχνιών  με  το  κράτος. Έτσι  οι  ιουλιανές   κυβερνητικές  πιρουέτες    συνεχίστηκαν  με  τις  προτάσεις  για  την  συνταγματική  αναθεώρηση. Η  διατύπωση  τους  ήταν  πομπώδης  και  πανηγυρική. Εκτός  όμως  από  τις  ώριμες  και  αποδεκτές  απ’ όλους  θέσεις  για  την  αποσύνδεση  της  εκλογής  του  Προέδρου  της  Δημοκρατίας  από  την  διάλυση  της  Βουλής  και  την  αλλαγή  των  διατάξεων  για  την  ευθύνη  των  υπουργών , όλες  οι  άλλες ήταν  άνευ  ουσίας. Απουσιάζει κάποια  πρόταση  για μη  κυβερνητική  επιλογή  της  ηγεσίας  της  Δικαιοσύνης  και  είναι  εμφανέστατη  η αμήχανη  υποχώρηση  στο  ζήτημα  του  χωρισμού  Κράτους  – Εκκλησίας. Αντί  δε   να  απλοποιήσουν  το    κοινοβουλευτικό  σύστημα , το  φορτώνουν με  την  ενδεχόμενη  εκλογή  του  Προέδρου  από  τον  λαό  και  με  τον  συνακόλουθο  κίνδυνο  δυαρχίας ,όπως  και  με  νέα  γνωμοδοτικά  όργανα  για  τον  έλεγχο  της  συνταγματικότητας  των  νόμων. Στις  προτάσεις   δε φαίνεται  να  κυριαρχεί  ένας  » συνταγματικός  λαϊκισμός » με  την  πληθωριστική  πρόβλεψη  και  καθιέρωση  δημοψηφισμάτων  και  την , δια  αυτού  του  τρόπου ,  κολακεία  του  λαού  και την δήθεν  εφαρμογή  αμεσοδημοκρατικών  θεσμών. Παραβλέπουν  όμως  ότι  έτσι  το  πολιτικό σύστημα   είναι ευάλωτο  στην  πίεση  πλειοψηφικών  συντηρητικών   αντιλήψεων. Παραβλέπουν  επίσης , στα  πλαίσια  του  ίδιου  λαϊκισμού , την  αδυναμία  οικονομικής  υποστήριξης   της  συνταγματικής  κατοχύρωσης  των  κοινωνικών  δικαιωμάτων.