Οι Έλληνες καταναλωτές ως μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας

Αντώνης Ζαΐρης Γιώργος Δουκίδης 20 Ιαν 2020

Η πρόσφατη έρευνα ανάλυσης των καταναλωτικών τάσεων στο Λιανικό εμπόριο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) με την υποστήριξη του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Εμπορίου (ELTRUN) του ΟΠΑ καταγράφει μια εξαιρετικά υψηλή διάχυση της κατανάλωσης παρά την βαριά δημοσιονομική επιβάρυνση που έχουν υποστεί τα νοικοκυριά και oι επιχειρήσεις τα τελευταία δέκα χρόνια. Πάραλληλα όμως αναδεικνύει μια ιδιαίτερη πολυεπίπεδη και σύγχρονη καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων που απαιτεί σημαντικές επενδύσεις εκσυγχρονισμού και νέες στρατηγικές/πρακτικές από πλευράς των επιχειρήσεων για να καλύψουν τις νέες απαιτήσεις. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα την αναγκαία στροφή των επιχειρήσεων (προμηθευτών και λιανεμπόρων) σε στοχευμένες δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και αυξημένης παραγωγικότητας καθώς και στην ανάπτυξη καινοτόμων και διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων. Επίσης απαιτούν τηνανάπτυξη σωστά εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού, την δημιουργία ψηφιακών συμπληρωματικών καναλιών εξυπηρέτησης, την επικέντρωση σε έξυπνες πελατοκεντρικές συνεργασιακές πρακτικές αλλά και σε εξειδικευμένες δράσεις για ένα βιώσιμο περιβάλλον.

Πιο συγκεκριμένα, από τα ευρήματα της έρευνας συνάγονται τα εξής:

 1.     Η πλειοψηφία των καταναλωτών δίνουν μεγάλη έμφαση στα επώνυμα προϊόντα αφού το 35% προτιμούν να πληρώσουν παραπάνω για μια επώνυμη μάρκα που εμπιστεύονται ενώ το 31% αν δεν βρουν την μάρκα που ψάχνουν, αλλάζουν κατάστημα. Άρα είναι φανερή η απαίτηση για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη από πλευράς Εταιριών-Παραγωγών καθώς και στο οργανωμένο branding.

  2.    Πέρα από την επωνυμία ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι η διερεύνηση του «νέου» 

        αφού το 29% αναζητούν διαρκώς νέες εμπειρίες κατά την αγοραστική τους

        συμπεριφορά,το 45% τους  αρέσει να επισκέπτονται δοκιμάζοντας καινούργια καταστήματα

        και το 50% τους αρέσει να δοκιμάζουν καινούργια προϊόντα. Άρα υπάρχει η απαίτηση για    

        συνεχείς επενδύσεις σε  εκσυγχρονισμό, τεχνολογίες και καινοτομίες στα φυσικά

        καταστημάτα για καλυτέρευση της αγοραστικής εμπειρίας.

3.     Η ?ελληνικότητα? ως δείκτης καναλωτικης συμπεριφοράς ανεβαίνει σε περιόδους οικονομικής κρίσης αφού το 59% προτιμούν να αγοράζουν ελληνικά προϊόντα από ελληνικές λιανεμπορικές εταιρίες. Αυτό δημιουργεί μια θετική πίεση στις τοπικές εταιρίες να παραγάγουν καινοτόμα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, ανταγωνιστικά σε σχέση με τα διεθνώς γνωστά επώνυμα προϊόντα, και άρα έχουν την δυνατότητα να εισέλθουν με επιτυχία στις διεθνείς αγορές.

4.    Η οικονομική κρίση έχει εκπαιδεύσει τους καταναλωτές να κυνηγάνε τις προσφορές, εκπτώσεις και χαμηλές τιμές αφού το 58% περιμένει τις προσφορές-εκπτώσεις για να πραγματοποιήσει τις αγορές του, το 61% θα ήθελε οι περίοδοι των εκπτώσεων να διαρκούν περισσότερο μέσα στην χρόνια, ενώ το 23% αγοράζει πάντα το προϊόν με την χαμηλότερη τιμή. Άρα οι έξυπνες συνδυασμένες  προσφορές με βάση σύγχρονες τεχνικές επιχειρηματικής αναλυτικής και την συνεργασία των προμηθευτών και λιανεμπόρων, με στόχο την επαυξημένη εμπιστοσύνη των καταναλωτών, είναι μια αναγκαία πρακτική.

5.    Η απαίτηση για εξυπηρέτηση και άνεση επιδρά ουσιαστικά τις αγοραστικές επιλογές αφού το 20% θεωρεί ότι η άνεση/ευκολία στις αγορές είναι πιο σημαντική από την τιμή ενώ το 70% δηλώνει ότι η καλή εξυπηρέτηση από το προσωπικό είναι απαραίτητη για να αγοράσει από ένα κατάστημα. Άρα η συνεχής εκπαίδευση και ανάπτυξη του προσωπικού είναι από τις πιό ουσιαστικές στρατηγικές των λιανεμπορικών επιχειρήσεων που δίνει άμεσα αποτελέσματα.

6.    Η παγκόσμια τάση της πολυνακαναλικής συμπεριφοράς είναι πλέον πραγματικότητα αφού το 50% ενημερώνονται συστηματικά από το Internet πριν κάνουν τις αγορές ενώ το 47% συχνά ψάχνουν προϊόντα (τιμές, διαθεσιμότητα, αξιολόγηση, διαθεσιμότητα) στο Internet και μετά αγοράζουν από το φυσικό κατάστημα. Άρα η επένδυση στο ψηφιακό μάρκετιγκ και η δημιουργία ολοκληρωμένης πολυκαναλικής εμπειρίας σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής του πελάτη είναι πλέον αναγκαία.

7.    Η περιβαλλοντική ευαισθησία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές αφού το 32%

δηλώνουν ότι  θα έδιναν περισσότερα χρήματα για προϊόντα με μειωμένη περιβαλλοντική επιβάρυνση ενώ το 57% αναφέρουν ότι οι κακές πρακτικές για το περιβάλλον από μία Εταιρία θα τους οδηγήσουν σε αλλαγή μάρκας αγορών. Συνεπώς οι πρακτικές για ένα βιώσιμο περιβάλλον δεν είναι απλά μέρος των πρωτοβουλιών ΕΚΕ των εταιριών αλλά προσδιορίζουν την μελλοντική βιωσιμότητα των οργανισμών σε σχέση με τις επιλογές και προτιμήσεις των πελατών τους.

 Ωστόσο οι πρακτικές αυτές που αφορούν την αναμέτρηση των στρατηγικών των επιχειρήσεων με την πολυδιάστατη και ευμετάβλητη καταναλωτική συμπεριφορά θα ευδοκιμήσουν καλύτερα αν συνδυαστούν με τις αντίστοιχες πολιτικές των κυβερνήσεων που εστιάζονται στις πολυπαραγοντικές εκείνες παραμέτρους επιρροής και ενίσχυσης του Ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της χώρας.

Πρώτον, η παράμετρος των εξαγωγών που ναι μεν ενδυναμώνεται αλλά με ταυτόχρονη άνοδο και  των εισαγωγών, έχοντας ως αποτέλεσμα το αρνητικό ισοζύγιο το οποίο θα συνεχίσει να παραμένει αρνητικό αν δεν υιοθετηθούν πολιτικές που στηρίζουν τις έξυπνες ιδέες και ένα μοντέλο ανάπτυξης και ζωής που λειτουργεί παρακινητικά και διαθέτει χαρακτηριστικά εξωστρεφούς προσανατολισμού.

Δεύτερον, η παράμετρος των επενδύσεων και κυρίως των ξένων άμεσων επενδύσεων και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου που οι μεν πρώτες, είναι «κολλημένες» στο 2%του ΑΕΠ  οι δε δεύτερες, εμφανίζουν αρνητική αποταμίευση και ως εκ τούτου αιτούνται όχι μόνο ιδίων κεφαλαίων χρηματοδότησής τους αλλά και ισχυρών κινήτρων ώστε να παραμεριστούν τα αντικίνητρα πχ της γραφειοκρατίας, της καθυστέρησης απονομής Δικαιοσύνης  κα.

Και τρίτον, η παράμετρος της κατανάλωσης που επιβάλλεται να επιδιώξει την ισορροπία καταναλωτικών αναγκών και προσδοκιών ικανοποίησης αυτών των αναγκών και τούτο γιατί σε διαφορετική περίπτωση η υπερβάλλουσα ζήτηση- κατανάλωση θα καταστρέψει το σημείο ισορροπίας που έχει ανάγκη να βρεθεί η πραγματική οικονομία μακριά από τις «σειρήνες» υπερδανεισμού, υπερχρέωσης και δημιουργίας ελλειμμάτων.