Οι εξελίξεις στην Πορτογαλία και το ντόμινο του Νότου

Σάκης Μουμτζής 04 Νοε 2015

Στην Πορτογαλία ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Καβάκο Σίλβα έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο δεξιό συνασπισμό, που συγκέντρωσε το 38,6% των ψήφων, ήρθε πρώτο κόμμα αλλά δεν διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή (107 έδρες). Το δεύτερο κόμμα, το σοσιαλιστικό με 32,3% και 86 έδρες δεν επιθυμεί να συνεργαστεί μαζί του και έπειτα από συζητήσεις κατέληξε σε συμφωνία με το Αριστερό Μπλοκ (10,29% και 19 έδρες) και με τους κομμουνιστές (8,3% και 17 έδρες) για το σχηματισμό κυβέρνησης, καθώς διαθέτουν την απαιτούμενη πλειοψηφία. Ας σημειωθεί πως το ΚΚΠ τάσσεται όχι μόνο κατά του ευρώ αλλά και κατά της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ.

Εάν ο δεξιός συνασπισμός δεν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, τότε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δώσει την εντολή στο σοσιαλιστικό κόμμα, που μάλλον θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία. Σε αυτήν την περίπτωση, που είναι και η πιο πιθανή, τα δεδομένα αλλάζουν όχι μόνο για την Πορτογαλία αλλά και για την ευρωζώνη, καθώς τέσσερις χώρες του Νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία και Πορτογαλία) θα αμφισβητούν το μοντέλο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της αναπτυξιακής λιτότητας της Γερμανίας. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πόσο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προσεχείς εκλογές στην Ισπανία.

Η διαμόρφωση ενός μπλοκ δυνάμεων στον ευρωπαϊκό νότο με αυτά τα χαρακτηριστικά δίνει ελπίδες στην ελληνική κυβέρνηση πως θα σπάσει την απομόνωση της στην ευρωζώνη και θα οικοδομήσει συμμαχίες, που θα τη βοηθήσουν να μετριάσει τη σκληρότητα των μέτρων του αριστερού μνημονίου. Και αυτή νομίζω πως είναι η βασική στρατηγική της. Όταν τη χάραζε, ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας είχε. Τώρα βλέπει πως μπορεί να ευοδωθεί, όχι βέβαια στον επιθυμητό βαθμό, και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο.

Φαίνεται πως η στήριξη από τη Γαλλία και την Ιταλία δεν είναι ευκαιριακή, καθώς οι δύο χώρες με έντονα διαρθρωτικής μορφής προβλήματα βρίσκονται στο στόχαστρο των “σκληρών” της ευρωζώνης. Το μέγεθος των οικονομιών τους και το πολιτικό τους βάρος δεν επιτρέπει στους θιασώτες της γερμανικής “ορθοδοξίας” να λάβουν μέτρα εναντίον τους. Όμως ο Ρέντσι και ο Ολάντ αισθάνονται πως απειλούνται. Επιπλέον ο τελευταίος βλέπει σαν σανίδα σωτηρίας στο δημοσκοπικό του καταποντισμό, την αντιπαράθεσή του με τη Μέρκελ μέσω του ελληνικού προβλήματος. Δηλαδή, επιδιώκει να ανακάμψει πολιτικά, βοηθώντας τους αδύναμους Έλληνες απέναντι στους βουλιμικούς Γερμανούς.

Η συνέχεια είναι ευνόητο πως παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς μία ανεξέλεγκτη αριστερή κυβέρνηση της Πορτογαλίας, μαζί με τη δεδομένη ελληνική κυβέρνηση, που δηλώνει ευθαρσώς την αποστροφή της προς το μνημόνιο που η ίδια υπέγραψε, δεν γνωρίζουμε τι ρωγμές μπορεί να επιφέρει στην ευρωζώνη. Και κυρίως δεν γνωρίζουμε απέναντι σε μία παρόμοια κατάσταση τι στάση θα τηρήσουν οι δύο μεγάλοι του Νότου.

Γιατί, κακά τα ψέματα, η Ελλάδα και η Πορτογαλία μόνες τους δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα. Το κρίσιμο ζήτημα εντοπίζεται στις προθέσεις των Ρέντσι και Ολάντ. Έχουν επιλέξει τη σύγκρουση με τη Μέρκελ με αντικείμενο την προοπτική της Ευρώπης ή χρησιμοποιούν την ελληνική κρίση ως διαπραγματευτικό όπλο, για να αποφύγουν τη λήψη επώδυνων δημοσιονομικών μέτρων στις χώρες τους;

Ούτως ή άλλως, η ελληνική κυβέρνηση από αυτά τα νέα δεδομένα δεν έχει να χάσει τίποτα.