Το Ψηφιακό κόμμα

Σίμος Ανδρονίδης 28 Μαρ 2022

Ενδιαφέρον τις τελευταίες ημέρες, σε πολιτικό και δημοσιογραφικό επίπεδο, έχει συγκεντρώσει το εγχείρημα της δημιουργίας του ψηφιακού κόμματος,  το οποίο κομίζουν στη δημόσια σφαίρα το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα/Κίνημα Αλλαγή, και ο επικεφαλής του, Νίκος Ανδρουλάκης.

Θεωρητικώ τω τρόπω, δύναται να αναφέρουμε πως, το εγχείρημα αυτό δεν ενσκήπτει εν κενώ, ή αλλιώς, με μεταφυσικούς όρους, καθότι, ήδη από την πρώτη περίοδο της πανδημικής κρίσης, πολιτικά κόμματα, προσιδίαζαν προς την κατεύθυνση εφαρμογής ‘έξυπνων’ πολιτικών ώστε να προσαρμοσθούν στη νέα πανδημική συνθήκη και στις προκλήσεις που αυτή έθετε ως προς τη δυνατότητα της άμεσης και σωματικής επαφής.

Εάν, πρωτογενώς, η πανδημική κρίση κατέστη το γενικότερο έναυσμα που ώθησε προς την αναζήτηση τρόπων προσαρμογής, τότε, η ειδικότερη θρυαλλίδα η οποία συνέβαλλε στο να αποκτήσει περιεχόμενο αυτή η προσαρμογή,  κατέστη η διαχείριση της πανδημικής κρίσης με όρους lockdown και η συνακόλουθη παύση των επιμέρους δραστηριοτήτων.

Και μεταξύ αυτών των δραστηριοτήτων συμπεριλαμβάνονταν και η πραγματοποίηση δια ζώσης κομματικών συνεδριάσεων[1] που συνιστούν ακόμη και σήμερα, εν καιρώ μετα-νεωτερικότητας, βασικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας πολιτικών κομμάτων,[2] και όχι μόνο των ελληνικών.

 Το ενδιαφέρον σχετικά με το ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής, είναι πως οι επιτελείς του κόμματος, επιδιώκουν να καταστήσουν το μοντέλο του ψηφιακού κόμματος και της παράλληλης διαμόρφωσης ψηφιακών πλατφορμών συμμετοχής και άμεσης πολιτικοϊδεολογικής επίδρασης ως πρωταρχικού στοιχείου της νέας ταυτότητας του κόμματος.

Διαφορετικά ειπωμένο, διαφαίνεται πως επιδιώκεται πλέον  η πολιτική και οργανωτική  μετεξέλιξη του κόμματος[3] μέσω της ανοιχτής  ψηφιοποίησης των λειτουργιών του, της επίτευξης του στόχου της διαδραστικότητας, της σταδιακής μετατροπής των ψηφιακών λειτουργιών του, όχι πλέον σε τρόπο προσαρμογής, αλλά, σε τρόπο ύπαρξης του κόμματος (raison d’ etre).[4]  

Ουσιαστικά, επρόκειτο για ένα εγχείρημα μετατροπής του κόμματος σε ένα new age πολιτικό κόμμα, στο εγκάρσιο σημείο όπου στο επίκεντρο τίθενται η προσέλκυση ατόμων από τις νεότερες γενεές,[5] η διαμόρφωση μίας νέας πολιτικής κουλτούρας, στοιχείο το οποίο όπως προείπαμε δεν διεφάνη την περίοδο των lockdown, στο λεπτό σημείο όπου σε μία τέτοια επιδίωξη, προστίθεται και η παράμετρος που ακούει στο όνομα αυτο-οργάνωση (ο όρος αυτο-οργάνωση εντάσσεται στην παραδοσιακή, Μεταπολιτευτική Πασοκική ιδιόλεκτο και θα επιχειρηθεί να συνδεθεί με το ψηφιακό κόμμα), και, σε ένα βαθύτερο σημείο, η καλλιέργεια του εδάφους για την κατασκευή μίας «κοινωνίας χρηστών» (Γεράσιμος Κουζέλης)[6] εντός ψηφιακής σφαίρας, αυτόνομων, στο βαθμό που θα μπορούν να επηρεάζουν τη διαμόρφωση των θέσεων και της στρατηγικής του κόμματος, αλλά, και ενταγμένων σε κοινότητες ή ομάδες που θα στοχεύουν από κοινού στην επίτευξη των στόχων του κόμματος.

Η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ/Κινήματος Αλλαγής[7] σε ψηφιακό κόμμα, τα χαρακτηριστικά αυτής της ρευστής διαδικασίας, οι αντιφάσεις και οι σταθμοί στην όλη πορεία που ενδεχομένων προκύψουν, είναι στοιχεία που  πρέπει να παρακολουθούνται εντατικά.

 Θα μπορούσαμε να εστιάσουμε στο όλο εγχείρημα αποδίδοντας έμφαση στο μοντέλο του ‘κυβερνο-κόμματος’ (cyber party), το οποίο έχει εισαγάγει στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων η Margetts. Η προσέγγιση της Margetts[8] φέρει παραπλήσια χαρακτηριστικά με το μοντέλο του ψηφιακού κόμματος, περιγράφοντας ουσιαστικά τη διαδικασία μετεξέλιξης και δη ψηφιακής μετεξέλιξης των κομμάτων εν καιρώ μετα-νεωτερικότητας, διαδικασία η οποία δεν συνυπάρχει με τις ευρύτερες και δραστικές ψηφιακές μεταβολές που συντελούνται αυτή την περίοδο.

Ζητούμενο πρωταρχικά  για ένα τέτοιο εγχείρημα, είναι, πέρα από το  να επενδυθούν συμβολικοί και πολιτικοί πόροι στην κατεύθυνση ενεργοποίησης και προσέλκυσης μελών, η πολιτική εμβάθυνση του (κάτι που μπορεί να γίνει σταδιακά), με φορά από κάτω προς τα πάνω. Η εμβάθυνση πρέπει να προτιμηθεί έναντι της διάρκειας.

 

[1] Στο μοντέλο της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στράφηκε η Νέα Δημοκρατία για την εκλογή των μελών των τοπικών οργανώσεων του κόμματος, συνδυάζοντας με το κλασικό μοντέλο της ενσώματης ψηφοφορίας. Άρα, μπορούμε να πούμε πως η Νέα Δημοκρατία προέκρινε τη χρήση ενός υβριδικού μοντέλου, δείχνοντας όμως πως η ευκαιρία προσαρμογής και δραστικής μεταβολής στον τρόπο λειτουργίας ενός κόμματος που προσέφερε η πανδημική συνθήκη, τείνει να καταστεί  εσωκομματικό κεκτημένο. Κάτι τέτοιο δεν έπραξε το Κίνημα Αλλαγής στις εσωκομματικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2021, παρότι είχε την ευκαιρία όχι μόνο του να στραφεί στον ηλεκτρονικό τρόπο ψηφοφορίας, αλλά, να προχωρήσει και στην εμβάθυνση του. Η διστακτικότητα του αυτή υπήρξε απόρροια της φοβικής του προσέγγισης απέναντι στη χρήση της τεχνολογίας για κάποιο σκοπό.

[2] Οφείλουμε όμως, σε αυτό το σημείο, να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, καθότι, παρά τη στροφή στο ψηφιακό-διαδικτυακό γίγνεσθαι ως ουσιαστικό εργαλείο επικοινωνίας, ανταλλαγής πολιτικών απόψεων και συγκρότησης ενός περιβάλλοντος που θα μπορεί να προσομοιάζει στο περιβάλλον που δημιουργούνταν την περίοδο των δια ζώσης συζητήσεων και συνομιλιών, δεν διακρίνουμε και την παράλληλη ύπαρξη μίας με ψηφιακούς όρους, κομματικής-πολιτικής κουλτούρας, σχετικής και με την σταδιακή διαμόρφωση ενός νέου «φαινοτύπου» (χρησιμοποιούμε εδώ τον όρο του Παναγή Παναγιωτόπουλου), κομματικού-πολιτικού στελέχους που θα είναι πρωτίστως στραμμένο προς την κατεύθυνση της ψηφιακής λειτουργίας του κόμματος, επιφορτισμένο με την προσέλκυση πολιτών δια της χρήσης του διαδικτύου, ικανό για τη διαδικτυακή λειτουργία ‘μικρών κοινοτήτων’ εντός των οποίων θα συζητούνται διάφορα θέματα (και τα λεγόμενα viral), και θα κατατίθενται ενώπιον των συμμετεχόντων, οι θέσεις του κόμματος. Βλέπε σχετικά, Παναγιωτόπουλος, Παναγής, ‘Περιπέτειες της Μεσαίας Τάξης. Κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης Μεταπολίτευσης,’ Εκδόσεις  Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2021, σελ. 58.

[3] Αυτή η διαδικασία δεν αποκλίνει με στεγανά από την εκλογή στην προεδρία του κόμματος του Νίκου Ανδρουλάκη. Αντιθέτως, ισχύει το αντίθετο καθώς η εκλογή Ανδρουλάκη και μετέπειτα, η ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον ίδιο, συνδέθηκε με την διαμόρφωση σχεδιασμών για την αλλαγή της φυσιογνωμίας του κόμματος, αν και αυτό δεν υπήρξε ψηφιακά-ηλεκτρονικά ‘αναλφάβητο’ (μεγάλο μέρος της κομματικής εργασίας εν καιρώ πανδημίας και επί προεδρίας Φώφης Γεννηματά, επιτελούνταν με ψηφιακό τρόπο).

[4] Θα ήταν κοινότοπο το να επαναλάβουμε και εμείς τις απόψεις στελεχών του ΠΑΣΟΚ/Κινήματος Αλλαγής, περί της δυνατότητας διάδρασης και δη άμεσης και ουσιαστικής διάδρασης που μπορεί να προκύψει εντός του νέου ψηφιακού περιβάλλοντος. Αυτό που πρέπει να δούμε θεωρητικά, είναι το αν εντός της διαδικασίας γένεσης ενός νέου ψηφιακού περιβάλλοντος, διαμορφωθούν άτυπες δομές ή ‘κοινότητες’ που θα παραπέμπουν και στον διαφορετικό βαθμό οργανωτικής και πολιτικοϊδεολογικής σχέσης με το κόμμα: Αν έχουμε δηλαδή, δομές που θα παραπέμπουν σε ‘μυημένους,’ ήτοι σε μέλη και στελέχη του κόμματος, που συζητούν τα διάφορα προτάγματα του κόμματος, προγραμματίζοντας τις επόμενες δράσεις του (το στοιχείο της φυσικής επαφής δεν θα εκλείψει), δομές εντός των οποίων θα πραγματοποιούνται ευρύτερες συζητήσεις επί διαφόρων θεμάτων, μεταξύ συμπαθούντων και φίλων, οι οποίοι και θα καταθέτουν τις προτάσεις και τις απόψεις τους, και, επίσης, δομές ανοιχτές σε συζητήσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ φίλων και μελών του κόμματος.

[5] Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ακριβώς διότι ένα τέτοιο σύνθετο εν τη γενέσει του και ανοιχτό σε διάφορα ερεθίσματα, εγχείρημα (ψηφιακό κόμμα), οφείλει να είναι συμπεριληπτικό, επιδιώκοντας να ενσωματώσει στις διεργασίες του και άτομα μεγαλύτερων ηλικιών τα οποία, για λόγους που άπτονται της μη εξοικείωσης τους (αν και κάτι τέτοιο δεν είναι πανάκεια), με το ψηφιακό περιβάλλον (μπορούμε να διακρίνουμε μία σχετικά υψηλή συσχέτιση μεταξύ του χαμηλού βαθμού εξοικείωσης και της χρονίζουσα παραμονής ενός ατόμου μεγαλύτερης ηλικίας σε ένα συγκεκριμένο εργασιακό περιβάλλον, π.χ. το αγροτικό, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται για τη δόμηση της κουλτούρας της καθημερινότητας του),  την ιδιόλεκτο αυτού και τα εργαλεία χρήσης του, του χαμηλού ενδιαφέροντος που δείχνουν για την κατοχή και χρήση φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών και ‘έξυπνων’ κινητών τηλεφώνων, εκτιμώντας πως δεν είναι σε θέση να συνεισφέρουν με κάποιον τρόπο στην οργάνωση της καθημερινότητας και στην εξέλιξη του ‘βιογραφικού ζωής’ τους, της προτίμησης που δείχνουν σε παραδοσιακούς τρόπους ενημέρωσης, την γεωγραφική απομόνωση, είναι πιθανό να τεθούν εκτός των εξελισσόμενων διεργασιών. Το εγχείρημα αυτό θα μπορούσε να συνοδευθεί με την πραγματοποίηση σεμιναρίων ψηφιακής επιμόρφωσης ανά την επικράτεια, εκεί όπου, ένα βασικό επίδικο για το ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής το επόμενο χρονικό διάστημα, είναι το πως θα καταφέρει να συνυφάνει  την πολιτική αναγκαιότητα απόκτησης επιρροής στις νεότερες ηλικιακές κατηγορίες, και τη δυνατότητα διασφάλισης της σημαντικής επιρροής που ήδη έχει σε μεγαλύτερες ηλικιακές κατηγορίες, στις οποίες, εκλογικά υπερ-εκπροσωπείται, όπως έχει τεκμηριώσει εμβριθώς ο Παναγιώτης Κουστένης. Βλέπε σχετικά, Κουστένης, Παναγιώτης, ‘Στο λυκόφως (; ) του Πράσινου Ήλιου: Συγκρότηση και μετεξέλιξη της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ (1974-2015), στο: Ασημακόπουλος, Βασίλης, & Τάσσης, Χρύσανθος, (επιμ.), ‘ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές,’ Πρόλογος: Σπουρδαλάκης Μιχάλης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2018, σελ. 312-313.

[6] Βλέπε σχετικά, Κουζέλης, Γεράσιμος, ‘Φιλική κοινωνία ή κοινωνία χρηστών; Γνώση, υποκειμενικότητα και πολιτισμός στον κόσμο των νέων τεχνολογιών, Κριτική, Αθήνα, 2008. Η στροφή στην αυτο-οργάνωση, παραπέμπει στα νάματα του παραδοσιακού, Μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ, σχετίζεται με την εισαγωγή σχεδόν κινηματικών χαρακτηριστικών στην οργάνωση του κόμματος και συνιστά το πρώτο δείγμα γραφής για το πως ο νέος πρόεδρος σκοπεύει να αξιοποιήσει την Πασοκική κληρονομιά (ως όρος κοινός σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, δύναται να δημιουργήσει συνειρμούς μνημονικής υπενθύμισης ενός ‘ένδοξου’ πολιτικού παρελθόντος, αν και αυτό δεν αρκεί).

[7] Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας για τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ/Κινήματος Αλλαγής, οι υποψήφιοι για την προεδρία στράφηκαν και προς την χρήση των εδραιωμένων πλέον και όχι νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, για να προωθήσουν σε ένα ευρύτερο ακροατήριο τις θέσεις και τις προτάσεις τους αποκτώντας έτσι ψηφιακή ‘ορατότητα’ (αν και δεν κατέστη κάποια πρόταση viral). Η στροφή αυτή στηρίχθηκε στην πεποίθηση  ό,τι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν πλέον τη δυνατότητα, ιδίως εάν αξιοποιηθούν με τον κατάλληλο τρόπο, να επηρεάσουν την εξέλιξη μίας προεκλογικής εκστρατείας.

[8] Βλέπε σχετικά, Margetts, H., ‘The cyber party,’ ECPR Joint Sessions of Workshops, Grenoble, Γαλλία, 2001. Και, Κάρουλας, Γεράσιμος, ‘Πολιτικά κόμματα και ανάδειξη των πολιτικών ελίτ στο ελληνικό κομματικό σύστημα 1989-2011: παράγοντες συνδιαμόρφωσης των ηγετικών κομματικών ομάδων,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σελ. 52, 2014,  Διατριβή διαθέσιμο στο: thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/35523?lang=el#page/52/mode/2up Ο Γεράσιμος Κάρουλας θεωρεί πως το μοντέλο του  ‘κυβερνο-κόμματος’ της Margetts, συγγενεύει με το μοντέλο του ‘ανοιχτού κόμματος’ που έχει κομίσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Το λεγόμενο ‘ανοιχτό-κόμμα’ είναι  ανοιχτό ως προς τα ερεθίσματα που μπορεί να λαμβάνει από τους πολίτες, ως προς την υπέρβαση των τάσεων γραφειοκρατικοποίησης και αυτο-αναφορικότητας του, ως προς την επιδίωξη εστίασης σε μία ατζέντα θεματικά προσανατολισμένη. Από την πλευρά μας θεωρούμε πως τα δύο θεωρητικά μοντέλα συγκλίνουν πάνω στο ό,τι αποτελούν ‘προϊόν’ της πολιτικο-θεωρητικής προσπάθειας να βρεθούν οι ενδεδειγμένες λύσεις ώστε τα πολιτικά κόμματα να συνεχίσουν να υφίστανται και ει δυνατόν, να διευρύνουν τους λόγους ύπαρξης τους, σε μία περίοδο κρίσης των μεγάλων και ιστορικών αφηγήσεων.