Διακυβέρνηση και πολιτικός πολιτισμός σε χρυσαυγίτικες εποχές

Γιώργος Σιακαντάρης 12 Απρ 2013

Η Χρυσή Αυγή είναι ένα καθαρά ναζιστικό κόμμα. Από αυτή τη διαπίστωση πρέπει να ξεκινάει κάθε προσπάθεια ανάλυσης της επικινδυνότητας του φαινομένου. Αυτό το κόμμα έχει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά που διέπουν την ιδεολογία και τις αξίες του ναζισμού (ρατσισμός, εθνικισμός, αντι-διανοουμενισμός, μίσος κατά της δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού και του αστισμού), με τις ιδιομορφίες και τις ιδιαιτερότητες βεβαίως της εποχής και της χώρας. Εκτός όμως από τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, αυτό το πολιτικό μόρφωμα έχει και την κοινωνική σύνθεση που προσιδιάζει στα ναζιστικά και φασιστικά κόμματα της Ευρώπης του μεσοπολέμου. Μαζί της συνδέονται μεγάλα τμήματα της νεολαίας, πολύ μεγάλο κομμάτι της αποδιοργανωμένης μεσαίας τάξης και ισχυρές δυνάμεις των φοβισμένων αγροτών.

Το μεγάλο, όμως, όπλο του ελληνικού νεοναζισμού είναι η απουσία ενός κράτους εγγυητή της πρόνοιας και της ασφάλειας των πολιτών του και η εξ αυτού του γεγονότος γενικευμένη απαξίωση της πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί πολίτες για να νομιμοποιήσουν τη στράτευση τους με τη Χ.Α επικαλούνται πως αυτό το μόρφωμα εξασφαλίζει, όσα το κράτος θα έπρεπε να εγγυάται ως φορέας στήριξης της ατομικής ασφάλειας, της υγείας και της παιδείας των πολιτών. Η ανησυχητική ενδυνάμωση του ελληνικού νεοναζισμού στηρίζεται ακριβώς στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να δικαιολογήσει το ρόλο του ως εκφραστή, εννοείται μέσα από διαφορετικούς τρόπους και αντιλήψεις, του δημόσιου συμφέροντος.

Πάντως, όπως έδειξε και ο Ρόμπερτ Πάξτον στο «Η Ανατομία του Φασισμού» (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος), αυτό που έκανε εφικτή την κυριαρχία του φασισμού δεν ήταν η απλή παρουσία των παραπάνω στοιχείων. Η επικράτηση του φασισμού ήταν αποτέλεσμα, από τη μια της συνεργασίας των συντηρητικών δυνάμεων με τους φασίστες για να αποτραπεί ο κίνδυνος της ανόδου της Αριστεράς και από την άλλη της άρνησης της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς να αποδεχτεί πως το πεδίο εντός του οποίου αξίζει και μπορεί κανείς να αγωνίζεται για μια κοινωνία δίκαιη και περισσότερο ίση, είναι το πεδίο της αντιπροσωπευτικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας, εμπλουτισμένης βεβαίως και με αμεσοδημοκρατικές πρακτικές. Επίσης ήταν αποτέλεσμα και της άρνησης της μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς να λειτουργήσει πολιτικά έναντι των ριζοσπαστών και όχι υπό την επήρεια συνταγών πόλωσης.

Στα καθ’ υμάς υπάρχουν όλα αυτά, συν τη θεωρία της ταύτισης των άκρων, η οποία επίσης ενδυναμώνει την Χ.Α. Για τη διάδοση αυτής της θεωρίας κύριος υπεύθυνος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως ο καθ’ υμάς απολίτικος φιλελευθερισμός. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την απροθυμία του να καταδικάσει ακόμη από το 2008 τα διαρκώς αυξανόμενα φαινόμενα διαπροσωπικής βίας, τις πρακτικές της ανομίας και της μη πολίτικης ανυπακοής κλωσά το αυγό του φιδιού, το οποίο θα δαγκώσει πρώτα τον ίδιο. Η σημερινή στενή ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως το φασιστικό φυλετικό μίσος καταναλώνει ό,τι παράγει το «αριστερό» ταξικό μίσος.

Σ’ αυτό το χώρο, όμως, υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι που αυτό το καταλαβαίνουν και κυρίως υπάρχει ένα 27% του ελληνικού λαού που κανείς δεν έχει το δικαίωμα να το πετά στον Καιάδα του σταλινισμού, όπως κάνει αφενός ο προαναφερθείς απολίτικος φιλελευθερισμός και αφετέρου ο παλιός κομματικός κόσμος, πριονίζοντας έτσι, αμφότεροι, το κλαρί του πλουραλισμού, πάνω στο οποίο κάθονται. Ενώ και στο ΠΑΣΟΚ βαυκαλίζονται, όσοι πιστεύουν πως όταν η χώρα ανακάμψει οι «συριζαίοι» θα επανέλθουν στο χώρο της κεντροαριστεράς, έτσι αυτόματα, χωρίς πολιτική αυτοκριτική, χωρίς νέο όραμα για τη χώρα. Όταν η χώρα ανακάμψει αυτοί οι άνθρωποι θα ενταχθούν σ’ εκείνο το χώρο που θα τους προσφέρει κράτος υπηρεσιών πρόνοιας ως αναπτυξιακή πρόταση και όχι σ’ εκείνους που προσφέρουν ξαναζεσταμένα «λαϊκίστικα» φαγητά και σχέδια.

Επίσης προς την κατεύθυνση της αντίστασης κατά του ναζισμού δεν συμβάλλει η συνεργασία Τσίπρα-Καμμένου, αλλά ούτε ο κυβερνητικός Εκπρόσωπος Τύπου και το γραφείο τύπου της ΝΔ με τις απλουστευτικές τους ανακοινώσεις. Ούτε όμως βοηθούν κάποια απολιτικοποίητα «στελέχη» που ενδημούν στο ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, τα οποία γενικεύοντας θεωρούν πιο επικίνδυνους για τη δημοκρατία τον Σταθάκη και τον Δραγασάκη, από τους διάφορους ακροδεξιούς της συγκυβερνώσας ΝΔ και τους πρώην συνεργάτες του ακροδεξιού ΛΑΟΣ.

Κυρίως όμως δεν βοηθά ο τρόπος λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης) και της νομοθετικής (κοινοβούλιο), αφού οι αποφάσεις για το μέλλον της χώρας δεν λαμβάνονται εκεί, αλλά στην άτυπη συνεργασία των αρχηγών των τριών κομμάτων. Δημοκρατία, όμως, χωρίς λειτουργία του κυβερνητικού συμβουλίου και του κοινοβουλίου δεν υπάρχει. Ο πρωθυπουργός δεν πρέπει να ξεχνά πως λογοδοτεί στο κοινοβούλιο και οι άλλοι δυο αρχηγοί πρέπει να γνωρίζουν πως αν θέλουν να συγκυβερνούν, τότε πρέπει πριν απ’ όλα να κυβερνούν.

Η σημερινή κατάσταση με τα λεγόμενα συμβούλια των αρχηγών δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί. Είτε πρέπει να υπάρξει ανώτατη πολιτική συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ στο κυβερνητικό σχήμα ή αποχώρησή τους από την κυβέρνηση και στήριξη-έλεγχος της κυβέρνησης στη Βουλή. Προσωπικά είμαι με την πρώτη λύση, αλλά ακόμη πιο πολύ είμαι κατά της σημερινής κατάστασης που δεν ποιεί τιμές για την κοινοβουλευτική δημοκρατία και την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών. Η σημερινή ερμαφρόδιτη κατάσταση δεν ευνοεί τα κόμματα της συγκυβέρνησης, αλλά κυρίως δεν ευνοεί την ίδια τη δημοκρατία. Από τη σημερινή του πολιτική άσκησης αντιπολίτευσης έχει να χάσει πολλά και ο ΣΥΡΙΖΑ. Όσοι γνωρίζουν τους ανθρώπους και τη διαδρομή μερικών στελεχών που υπάρχουν σ’ αυτό το κόμμα, ελπίζουν και προσδοκούν άλλα απ’ αυτούς.

Η Δημοκρατία χρειάζεται ένα άλλο επίπεδο πολιτικού πολιτισμού. Η ήττα του ελληνικού νεοναζισμού προϋποθέτει ένα πολιτισμένο και ειλικρινή πολιτικό διάλογο για την πορεία της χώρας, μεταξύ των συντηρητικών, των σοσιαλδημοκρατικών, των δημοκρατικών αριστερών και των ριζοσπαστικών αριστερών δυνάμεων της χώρας και όχι τις φτηνές ύβρεις που βλέπουμε κάθε μέρα στα κανάλια και στη Βουλή. Οι εκπρόσωποι του μίσους πρέπει άμεσα να απομονωθούν. Τα επιστημονικά ιδρύματα των κομμάτων του συνταγματικού τόξου θα μπορούσαν με τη διοργάνωση κοινών θεματικών εκδηλώσεων να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση.