Τα διαδικτυακά μιμίδια

Γιώργος Σιακαντάρης 31 Ιουλ 2013

Προκαλεί έκπληξη η «έκπληξη» μερικών τηλε-σχολιαστών και πολιτικών για τα όσα ακούγονται στη Βουλή, όπου η μια μιλάει για κρεμάλες, ο άλλος απειλεί με γουναράδικα, ο τρίτος νοσταλγεί το Γράμμο και το Βίτσι και η τέταρτη καταπατά και τους τελευταίους κανόνες της αστικής ευγένειας θίγοντας ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Και όμως αυτό το κλίμα στη Βουλή δεν είναι τίποτα άλλο από την ευθεία γραμμή που συνδέει τους κατασκηνωμένους έξω από τη Βουλή «αγανακτισμένους» του καλοκαιριού του 2011 με τους «οργανικούς διανοούμενους» αυτών των «αγανακτισμένων», οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τις γνωστές πρωινές (αλλά όχι μόνο) αγανακτώσες τηλεοπτικές περσόνες και τους τραγουδοποιούς διασκεδαστές του νεοπλουτισμού.

Αυτές οι περσόνες στέκονται στις πλατείες του εθνολαϊκισμού και βασίζονται στην απουσία παιδείας και στην ημιμάθεια ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων για να «πουλήσουν» την πραμάτεια τους, η οποία είναι η απλοποίηση και ο εκχυδαϊσμός της σύνθετης και ποικιλόμορφης πραγματικότητας. Μια απλοποίηση που παριστάνει πως καίγεται από την επιθυμία να προασπίσει και να διαφωτίσει τους «απλούς ανθρώπους», αλλά λειτουργεί ως ο πιο σκοταδιστικός αντιλαϊκός μηχανισμός. Μια απλοποίηση που γεννά τα σκοτάδια των χρυσαυγιτών, με τραγουδιστές τύπου Σφακιανάκη ή Ρέμου στο ρόλο «εμψυχωτών» του ανορθολογισμού. Χωρίς βεβαίως να ξεχνώ και τους φίλους των γουναράδικων, ούτε όμως και τους «φιλελεύθερους» λαϊκιστές που περιφρονούν κάθε έκφραση κράτους πρόνοιας.

Ο τηλεοπτικός λαϊκισμός δεν παράγει τον πολιτικό, αλλά ο πρώτος είναι η μεγαλύτερη αιτία της αντοχής του δεύτερου. Αν μιλούσαμε για ομοιοπαθητική θεραπεία θα μιλούσαμε για μια 100% αποτυχημένη θεραπεία, αφού η προσθήκη τηλεοπτικού λαϊκισμού στον πολιτικό, δυναμώνει τα συμπτώματα και των δυο. Πάντως οι τηλε-αστέρες ζουν και βασιλεύουν απ’ αυτό που καταδικάζουν, από τον λαϊκισμό, ενώ τα πολυπληθή πάνελ πολιτικών που εκφέρουν μονολόγους καλά κρατούν. Μερικοί μάλιστα πολιτικοί και να θέλουν να εκφράσουν κάτι διαφορετικό δεν τους το επιτρέπουν οι διαμορφωμένες συνθήκες στην τηλεόραση, αλλά και στα κόμματά τους. Έτσι φθάσαμε στο σημείο το υβριστικό «χιούμορ» του τραγουδοποιού Ρέμου για την αναπηρία του Σόιμπλε και τα συσσίτια «μόνο για Έλληνες» να θεωρούνται από πολλούς πράγματα φυσιολογικά.

Δεν είναι όμως καλύτερα τα πράγματα στο διαδίκτυο. Η πιο κατάλληλη, κατά τη γνώμη μου, οπτική γωνία για να περιγραφεί αυτό που λαμβάνει χώρα στο διαδίκτυο είναι η θεωρία των μιμιδίων. Η Σούζαν Μπλάκμορ στο βιβλίο της Μιμιδιακή Μηχανή μιλάει για ένα σύγχρονο κόσμο που αποτελείται από εγκεφάλους (δίαυλοι, υπολογιστές, ραδιοσυχνότητες) και από μιμίδια που ανταγωνίζονται για να διεισδύσουν σ’ αυτούς. Σύμφωνα με την Μπλάκμορ με τα πολιτισμικά μιμίδια συμβαίνει ότι και με τα βιολογικά γονίδια. Επιβιώνουν εκείνα τα μιμίδια που έχουν την ικανότητα να αντιγράφουν.

Στην περίπτωση της διαδικτυακής αρθρογραφίας και σχολιογραφίας διαδικτυακά μιμίδια αποκαλούνται εκείνα τα κείμενα που αρέσουν εξαιτίας της ικανότητας των αρθρογράφων τους να λειτουργούν ως διασκεδαστές. Σ’ αυτά τα κείμενα το «χιούμορ» υποκαθιστά την ανάλυση. Εδώ ο «αντίπαλος» μετατρέπεται σε καρικατούρα, ο πλούτος των πολιτικών αντιφάσεων συρρικνώνεται στον κόσμο των μεταφορών, των εξυπνακισμών και των εύκολων κατηγοριοποιήσεων. Εδώ η πολιτική δεν είναι συμπύκνωση ταξικών συσχετισμών και έκφραση μιας πολυσύνθετης πραγματικότητας, αλλά πεδίο αλληλοεκτόξευσης εξυπνακίστικων απλουστεύσεων.

Η πολιτική γίνεται κουκλοθέατρο και έτσι μπορεί κανείς εύκολα να ταυτίζει τον Τσίπρα με τον Μιχαλολιάκο (αποκορύφωμα ο θλιβερός όρος συριζαυγίτες), προς μεγάλη τέρψη φυσικά του δεύτερου. Αντί να αναλυθούν οι πραγματικές αδυναμίες του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ως απόρροια μας απολίτικης και ημιμαθούς κουλτούρας, που γι αυτό το λόγο ευτελίζει τα ιδανικά της Αριστεράς, με την ταύτιση των δυο υπονομεύεται μια ολόκληρη αντίληψη, η οποία θεωρεί πως η λιτότητα δεν είναι λύση, αλλά το χειρότερο είδος καπιταλισμού. Αλλά όπως γράφτηκε η πολιτική δεν είναι μυθιστόρημα ούτε ποίηση. Τέλος τα μιντιακά μιμίδια επαινούν τα διαδικτυακά, ανακαλύπτοντας «ψυχές» των γεγονότων εκεί που υπάρχουν μόνο αντιγραφείς και μιμητές. Με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε στο γνωστό λέγε με Χέγκελ να σε λέω Καντ και καλλιεργείται ένα μοντέλο, το οποίο στο όνομα της σύγκρουσης με τον λαϊκισμό, αναπαράγει τον λαϊκισμό των ψευδό-ελίτ.

Δυστυχώς από το Μνημόνιο θα βγούμε μόνο όταν ηττηθούν τα πολιτισμικά μιμίδια. Γι’ αυτό όμως δεν αισιοδοξώ καθόλου. Μάλλον είμαστε ακόμα στη φάση που κάθε ψύχραιμη φωνή κατά των ύβρεων των αοιδών του νεοπλουτισμού ασφυκτιά στη μέγγενη των πολυπληθών διαδικτυακών μιμιδίων- υποστηρικτών τους.