Τραμπ, ένας χειρότερος Κόσμος είναι δυνατός

Γιάννης Βούλγαρης 12 Νοε 2016

Η επίσκεψη του Μπάρακ Ομπάμα στην Αθήνα έχει πλέον μικρότερη πολιτική βαρύτητα για τις στενές ελληνικές επιδιώξεις, αλλά απέκτησε υψηλότερη συμβολική σημασία μετά την εκλογή του Τραμπ. Οι συναντήσεις του με τον Τσίπρα θα μετρήσουν λιγότερο από την ομιλία του στην Πνύκα. Ο Ομπάμα αποτελεί μία από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που ο ίδιος ο εαυτός και ο χαρακτήρας συγκροτούν Πολιτική, που το πρόσωπο συστήνει δημοκρατικό ύφος και ήθος, που ο λόγος του συνενώνει αξεδιάλυτα θέσεις και αξίες. «Θα μας λείψει ο Ομπάμα», έγραφαν στη μέση της προεκλογικής καμπάνιας οι New York Times, για την ακεραιότητα, την ανθρωπιά, την ευγένεια και την ανθεκτική αισιοδοξία του. Ως πρώτος μαύρος Πρόεδρος αποτελούσε ζωντανή απόδειξη του δυναμισμού της αμερικανικής Δημοκρατίας. Της ίδιας αυτής Δημοκρατίας που βγήκε ταπεινωμένη από την εκλογή του Τραμπ. Ο Ομπάμα που καλωσορίζουμε στην Αθήνα μοιάζει σαν τους τελευταίους μοϊκανούς, που επιβιώνουν σε έναν νέο κόσμο στον οποίο οι πολιτικές ηγεσίες συνεχώς υποβαθμίζονται. Ο Πρόεδρος που δυστυχώς τον διαδέχεται, αντιπροσωπεύει το ακριβώς αντίθετο: την πλήρη παρακμή της πολιτικής συμπεριφοράς. Ένα πρόσωπο σχεδόν καρικατούρα το οποίο κατάφερε να ενεργοποιήσει όλα τα άγρια και ταυτόχρονα αμυντικά ένστικτα της «βαθιάς» Αμερικής και της συντηρητικής Δεξιάς.

Μετά τις συνεχείς επιτυχίες της ακροδεξιάς σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μετά το Brexit, μετά τη νίκη Τραμπ, διαβάσαμε πάλι τις γνωστές πλέον αναλύσεις και διαπιστώσεις. Ζούμε σε μια εποχή που οι «κοινοί άνθρωποι», «ο απλός ξεχασμένος από την εξουσία πολίτης», οι «χαμένοι της παγκοσμιοποίησης» εξεγείρονται κατά του κατεστημένου, κατά των ελίτ, και επενδύουν σε λαϊκιστές πολιτικούς. Όμως, και έτσι να συμβαίνει, χρειάζεται να έχουμε επίγνωση των επιπτώσεων. Η επανειλημμένη κινητοποίηση του φόβου, των φοβιών, της οργής, της μνησικακίας φθείρουν όλο και περισσότερο τις πολιτισμικές και ηθικές προϋποθέσεις του δημοκρατικού ήθους και κατ’ επέκταση την ποιότητα της Δημοκρατίας. Και στο μέτρο που αυτή η νέα πολιτική πραγματικότητα διαδίδεται από τη μια χώρα στην άλλη, η προοπτική γίνεται ανησυχητική. Οι ίδιες αναλύσεις συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν «αντισυστημικές» τις λαϊκιστικές δυνάμεις και την ψήφο προς αυτές, επανέλαβαν δε αυτή τη διαπίστωση και στην περίπτωση του Τραμπ. Μάλιστα, η αυθόρμητη κατανόηση του όρου «αντισυστημικός» έχει ταξικό χαρακτήρα, και εννοεί τα φτωχά στρώματα και τους «αποκλεισμένους». Όμως, τι σόι «αντισυστημικότητα» μπορούμε να δούμε στις αμερικανικές εκλογές; Όλος ο λόγος του εκατομμυριούχου Τραμπ κινήθηκε στο πλαίσιο του «συστήματος»: επιχειρηματικότητα, ανταγωνισμός, ατομική επιτυχία με μέτρο τον πλούτο. Και από την άλλη, οι πρώτες αναλύσεις της ψήφου, όσο επισφαλείς και αν είναι ακόμα, δείχνουν ότι οι φτωχότεροι ψήφισαν περισσότερο την Κλίντον παρά τον Τραμπ. Η γενική εικόνα δείχνει περισσότερο αντεπίθεση ενός συστημικότατου συντηρητισμού. Άλλωστε, ο συντηρητισμός, με την έννοια της επιθυμίας διατήρησης ενός παρελθόντος που φεύγει και της αποστροφής στο μέλλον που φαντάζει εχθρικό, αποτέλεσε κοινό στοιχείο όλων των ανερχόμενων λαϊκιστικών κινημάτων των ημερών μας, αριστερών και δεξιών.

Αν ο χαρακτηρισμός «αντισυστημικός» είναι παραπλανητικός, το φαινόμενο της πόλωσης και του κοινωνικού διχασμού είναι πολύ πραγματικό. Είναι όντως εντυπωσιακό ότι στην Αμερική, όπως προηγουμένως στην Αυστρία, στην Ελλάδα, στη Βρετανία, οι κοινωνίες χωρίστηκαν σχεδόν στη μέση, φτιάχνοντας δύο ξεχωριστά στρατόπεδα τα οποία ουσιαστικά δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Παλαιότερα η έννοια του «αντισυστημικού» συνδεόταν συνειρμικά με την ιδέα μιας αριστερής ή δεξιάς επανάστασης. Τώρα φαίνεται να αντανακλά αυτή την (παροδική; μονιμότερη;) πραγματικότητα διχασμού της κοινωνίας, την ύπαρξη δύο ελάχιστα επικοινωνούντων «συστημάτων», με μικρό πεδίο επικάλυψης, με ελάχιστες κοινές ενοποιητικές παραδοχές. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το έδαφος ανθεί όλο και περισσότερο η λεγόμενη «μετά-την-αλήθεια πολιτική» (post-truth politics). Δεν πρόκειται για την παλαιά γνώριμη προπαγάνδα, ούτε για την γκεμπελική χρήση του μεγάλου ψέματος. Πρόκειται για την απώλεια της δυνατότητας διαχωρισμού αλήθειας και ψεύδους, και ίσως ακόμα περισσότερο, από την έλλειψη ενδιαφέροντος για τη διάκριση. Πρόκειται για διαρκές και επιδεινούμενο πρόβλημα της σύγχρονης Δημοκρατίας καθώς η τάση ενισχύεται από τον κόσμο του Διαδίκτυου και από τη διάδοση του συνομωσιολογικού τρόπου σκέψης. Ο Τραμπ προσέφερε πλούσιο υλικό σε αυτό το πεδίο.

Τα σχόλια μετά την εκλογή Τραμπ καθησυχάζουν ότι θα «προσαρμοστεί» στην πραγματικότητα και οι αγορές το προκαταβάλουν. Στο κάτω-κάτω ένας ακόμα λαϊκιστής, δημαγώγησε, απλοποίησε, παραπλάνησε και τώρα θα κάνει την κωλοτούμπα. Θα δούμε πόσο θα κοστίσει η προσγείωση και σε ποιούς. Δεν ήρθε και το τέλος του Κόσμου, λένε. Σίγουρα, αλλά ο Κόσμος έγινε χειρότερος. Οπισθοδρόμησε και έκανε πιο δύσκολη την βελτίωσή του. Η βαθύτερη φιλοσοφία της Αμερικής του Τραμπ είναι ο απομονωτισμός. Κατά τούτο αποτελεί άλλη μια υπόσχεση αναδίπλωσης στο έθνος-κράτος που εκδηλώνεται στον Δυτικό Κόσμο καθώς αυτός χάνει θέσεις έναντι της αναπτυσσόμενης χάρη στην παγκοσμιοποίηση Ανατολής. Η υπόσχεση αποτελεί όμως περισσότερο ένδειξη των αντιθέσεων της σημερινής παγκοσμιοποίησης παρά ρεαλιστική λύση. Γι αυτό η ενίσχυση των δυνάμεων της εθνικής αναδίπλωσης δεν οδηγεί σε «ριζική αλλαγή» των σχέσεων με το διεθνές σύστημα. Για αυτό οι αντιπαγκοσμιοποιητικοί λαϊκιστές συμβιβάζονται με την πραγματικότητα τής παγκοσμιοποίησης. Ακόμα και η Αμερική του Τραμπ θα ακολουθήσει κατά πάσα πιθανότητα αυτή την τροχιά. Άλλωστε, η ισχύς των ΗΠΑ συναρτάται με τον κεντρικό ρόλο που παίζει στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική σκηνή.

Όμως, αυτή η αντίφαση δείχνει και τους κινδύνους της εποχής που ζούμε. Όταν λέμε ότι θυμίζει Μεσοπόλεμο δεν εννοούμε ότι στο τέλος θα βγει ένας νέος Χίτλερ. Εννοούμε ότι ένας προηγούμενος πολιτικός πολιτισμός έχει εξαντληθεί, και η νέα εποχή δεν έχει βρει τις ισορροπίες της καθώς δοκιμάζεται όχι τόσο από την οικονομική κρίση όσο από την αποδυνάμωση του πολιτισμού, των νοοτροπιών και των θεσμών που οικοδομήθηκαν επί των εθνών-κρατών. Εξάλλου, η σημερινή παγκοσμιοποίηση δεν έχει οικουμενικής μορφής ιδεολογικά προτάγματα. Ούτε ο φιλελευθερισμός, ούτε ο σοσιαλισμός/κομμουνισμός έχουν πια την ισχύ να δημιουργήσουν διεθνιστικές ταυτότητες και αντίστοιχα πολιτικά ρεύματα. Επομένως, το έθνος-κράτος την ίδια ώρα που αποδυναμώνεται την ίδια ώρα εξακολουθεί να παραμένει ο μόνος αξιόλογος παίκτης δια του οποίου οι κοινωνίες συμμετέχουν και ανταγωνίζονται στον παγκόσμιο στίβο. Μόνο ο δημοκρατικός έλεγχος της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή η στενότερη πολιτική συνεργασία των εθνικών-κρατών στη διαχείρισή της, μπορεί να εξομαλύνει την αντίφαση. Μόνο έτσι θα γίνει περισσότερο αποδεκτή από τις δυτικές εθνικές κοινωνίες. Ο ρόλος της Αμερικής σε αυτό το στοίχημα είναι καθοριστικός. Δεν είναι πια η ηγεμονική δύναμη, αλλά είναι η απαραίτητη δύναμη και της αντιστοιχεί ο ρόλος του προωθητικού παράγοντα. Ο Τραμπ μπορεί να διορθώσει τις ανοησίες που έχει πει σε διάφορα διεθνή θέματα. Όμως η Αμερική του Τραμπ, η βαθύτερη αντίληψη και η νοοτροπία της, κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση.

Επομένως, ο εφησυχασμός δεν είναι δικαιολογημένος. Στις 8 Νοεμβρίου 2016 ο Κόσμος έγινε χειρότερος, πιο αντιφατικός και πιο ασταθής.