Αυτή η Πραγματικότητα και η Άλλη

Βασίλης Καπετανγιάννης 01 Φεβ 2021

Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις των εταιρειών Metron Analysis και Pulse (28/1) έρχονται να επιβεβαιώνουν τις τάσεις που επισημάνθηκαν από όλες τις άλλες δημοσκοπήσεις που διεξήχθηκαν στο Νέο Έτος.


Πρώτον, ότι το κυβερνών κόμμα της ΝΔ παραμένει σταθερά πρώτο στις εκλογικές προτιμήσεις των πολιτών σε ποσοστά μάλιστα που ελάχιστα απέχουν από την εκλογική του επίδοση τον Ιούλιο του 2019.


Δεύτερον, ότι οιαδήποτε κυβερνητική φθορά δεν εισπράττεται από το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει περίπου σταθερή κι έχει διπλασιαστεί σε σχέση με τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιουλίου το 2019.


Τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ένα σταθερό ποσοστό μεταξύ 19% και 24%. Δεν έχει καταρρεύσει ούτε πρόκειται να καταρρεύσει, μολονότι αρκετοί φιλικά και μη προσκείμενοι σχολιαστές συμπίπτουν στην εκτίμηση ότι ηγέτης και κόμμα ακολουθούν ως Αξιωματική Αντιπολίτευση πολιτική γκρουπούσκουλου, του 4,5% του πάλαι ποτέ Συνασπισμού. Λανθάνουν. Διότι, ακριβώς η πολιτική αυτή διατηρεί συμπαγή αυτή την εκλογική βάση, που διαμορφώθηκε κυρίως μέσα στις συνθήκες της κρίσης. Έχει ιδιαίτερα και μόνιμα φαιοκόκκινα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά.


Τέταρτον, το άστρο του κ. «Ακατανόμαστου» έχει αναμφισβήτητα χάσει την λάμψη του αλλά δεν έχει τελείως εκλείψει μολονότι το 69% των πολιτών τον κρίνει αρνητικά (έναντι 75% αρνητικής γνώμης για το κόμμα του).  Η κα Γεννηματά είναι πλέον πιο δημοφιλής από αυτόν. Κι εδώ η διαφορά μεταξύ του κ. Μητσοτάκη από τον κ. «Ακατανόμαστο» είναι τεράστια.


Πέμπτον, η δημοσκοπική απήχηση του Κινήματος Αλλαγής δεν έχει σημειώσει κάποια αισθητή άνοδο. Παραμένει καθηλωμένη, και


Έκτον, η αποδοχή του Π/Θ και πολιτικών της κυβέρνησης από σημαντικό τμήμα της εκλογικής βάσης και του ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΙΖΑ. Επί παραδείγματι, θετική γνώμη για τον Π/Θ έχει το 92% των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ και το 29/% αυτών του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Metron Analysis. Αυτό δε σημαίνει ότι η αποδοχή αυτή μπορεί να μεταφραστεί αυτομάτως σε ψήφους. Σημαίνει, όμως, κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό. Ότι η κανονικότητα, την οποία η πλειοψηφία των πολιτών επιδίωξε καταψηφίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε πολλαπλές κάλπες το 2019, έχει επανέλθει στην ελληνική πολιτική σκηνή.


Η χώρα έχει πλέον έναν κανονικό Π/Θ και μια κανονική κυβέρνηση, με τα λάθη, ασήμαντα ή σοβαρά, που δεν αποστρέφονται αλλά συνήθως αποδέχονται, τις παραλείψεις, τις γκάφες, τα ημίμετρα, την αδράνεια, τις αστοχίες, τις καθυστερήσεις, τις επικοινωνιακές υπερβολές, τις παλαιοκομματικές και πελατειακές πρακτικές, την αλαζονεία κι όλα τα άλλα, τα σύμφυτα της εξουσίας χαρακτηριστικά. Υπάρχει άπλετα διαθέσιμος χώρος για κριτικές παρεμβάσεις. Επί του παρόντος, γεγονός είναι ότι το ισοζύγιο των κυβερνητικών πεπραγμένων είναι απολύτως θετικό. Κι αυτό αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις.


Οι πολίτες γνωρίζουν πλέον ότι έχουν να κάνουν με έναν φιλελεύθερο,  σοβαρό, αποφασιστικό, μορφωμένο και πολιτισμένο  Π/Θ, που μπορεί να κάνει αρκετά λάθη, (μόνο ο Πάπας έχει το Αλάθητο) είναι όμως φανερό από το πράττειν ότι απεχθάνεται τη δημαγωγία και τους λαϊκισμούς,  τηρεί τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, σέβεται τους θεσμούς της σε χτυπητή αντίθεση με τον προκάτοχό του. Διότι, ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και στην αντιπολίτευση, συνεχίζει να κατασκευάζει τη δική του πραγματικότητα και τους δικούς του εχθρούς, μολονότι ο άλλος, ο δήθεν «εφικτός» κόσμος, αποδείχτηκε καταστροφικός εφιάλτης. Δεν πρόκειται για κάτι καινοφανές. Κανένας λαϊκισμός δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς εχθρούς, διχασμό,  δημαγωγία, πολιτική απάτη και συγκρούσεις εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα. «Ή εμείς ή αυτοί». Από αυτά τρέφονται ο αρχηγός και ο «αθώος λαός» ΤΟΥ που έχει ανάγκη να πιστεύει στην ύπαρξη «διεφθαρμένων ελίτ» και τα συναφή.


Είναι ίδιο των κομμάτων ολοκληρωτικής καταγωγής, προέλευσης και πολιτικής κουλτούρας η κατασκευή μιας Οργουελλινής πραγματικότητας με τη δική της Νεογλώσσα. Έτσι, ένας  ενορχηστρωμένος προπαγανδιστικός μηχανισμός προσπαθεί να πείσει την κοινή γνώμη ότι δήθεν ζούμε σε κάποιο καθεστώς ακροδεξιών τεράτων, κάτι σαν χούντα, σε συνθήκες επικείμενης δικτατορίας και «εγκληματικών» πολιτικών ή τουλάχιστον, σε μια ηπιότερη εκδοχή,  σε καθεστώς «καχεκτικής» δημοκρατίας, όρο που έχει χρησιμοποιήσει ο Ηλίας Νικαλακόπουλος για την περίοδο πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου του 1968.


Διερωτάται κανείς ευλόγως σε σχέση με το φαινόμενο αυτό πολιτικού αναχωρητισμού εάν όλοι αυτοί οι ασπρομάλληδες καθώς και οι άλλοι με τις γκρίζες αλογοουρές που τους βλέπουμε, τους ακούμε και τους διαβάζουμε σε ένα απίστευτο παραλήρημα μισαλλοδοξίας και αλλοπρόσαλλων τοποθετήσεων, εάν ειλικρινά πιστεύουν ότι ζούμε στη δεκαετία του ?60, του 114, του 15% και τα συναφή. Το πιθανότερο είναι απλώς να προσποιούνται, να ψεύδονται και σκοπίμως να παραπλανούν και εκ νέου να εξαπατούν ως κατ? επάγγελμα πολιτικοί. Προφανώς, όμως, η κακόγουστη αυτή παράσταση από κάποιο θεατρικό «μπουλούκι» κάκιστων ηθοποιών, εξακολουθεί να έχει ακόμα πολλούς ευήκοους αποδέκτες.  Άλλο ένα σοβαρό δείγμα ης ελληνικής πολιτικής ψυχοπαθολογίας, άξιο περαιτέρω διερεύνησης.


Όλη αυτή η ολοκληρωτική προπαγάνδα αποσκοπεί συνάμα στο να αποσβέσει από την πολιτική μνήμη των πολιτών το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυβέρνησε για 4 ½ χρόνια με ένα ακροδεξιό και χυδαίο λαϊκιστικό κόμμα, τους Ανεξάρτητους Έλληνες του κ. Π. Καμμένου, τους οποίους άνετα είχε  βαπτίσει «κεντρώους». Δεν ήταν καθόλου τυχαίο, αλλά συνειδητή στρατηγική επιλογή δις μάλιστα. Ό, τι και να κάνουν το στίγμα θα παραμείνει ανεξίτηλο.


Αυτή η συνεχής κατασκευή μιας άλλης, «εναλλακτικής» πραγματικότητας, τα εννοιολογικά εργαλεία πρόσληψης της πραγματικής πραγματικότητας και η πολιτική  κουλτούρα οδηγούν σε ηθελημένη «τύφλωση». Η αξιωματική αντιπολίτευση και οι κεκράκτες της αρνούνται να αποδεχτούν απλά, συγκεκριμένα στοιχεία και γεγονότα που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Χτυπητό παράδειγμα η διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση. Διότι, είναι φανερό ότι παρά τα λάθη και τις αστοχίες, που φυσικά είχαν ένα μεγάλο κόστος, η κυβέρνηση, μέχρι στιγμής, τα έχει καταφέρει πολύ καλά. Όσο μακάβριες και να είναι οι συγκρίσεις αριθμών σε απώλειες αναλογικά, διότι κάθε ζωή που χάνεται είναι μοναδική και αναντικατάστατη, η Ελλάδα, με την «ανάλγητη και εγκληματική νεο-φιλελεύθερη ακροδεξιά κυβέρνηση» στην ΕΕ των 27 κρατών-μελών, έχει να επιδείξει εξαιρετικές επιδόσεις, υστερώντας μόνο έναντι της Φινλανδία, της Κύπρου, της Εσθονίας και της Δανίας κατ? αυτή τη σειρά. Ενώ τραγικές κυριολεκτικά είναι οι επιδόσεις των αριστερών κυβερνήσεων στην Ισπανία και Πορτογαλία. Οι νεκροί ανά εκατομμύριο κατοίκων είναι στην Ελλάδα 556, στην Ισπανία 1.247, στην Πορτογαλία 1.196, στη Σουηδία 1.144 (στοιχεία 30/1/2021).


Καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν ακολουθεί «εγκληματική» πολιτική. Όλες προσπαθούν να προστατεύσουν και να βελτιώσουν το σύστημα υγείας κάτω από τις έκτακτες και πρωτόφαντες συνθήκες μιας πανδημίας, της χειρότερης στα τελευταία 100 χρόνια, να βρουν το καλύτερο σημείο ισορροπίας μεταξύ δημόσιας υγείας και οικονομίας για να διατηρήσουν κάποιο ανεκτό επίπεδο διαβίωσης των πολιτών τους και να αποφύγουν πολλαπλές καταστροφές με ανάλογα αποτελέσματα. Η κρατική στήριξη δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστη ούτε να διαρκέσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Το χρέος σε όλους τις χώρες σωρεύεται. Συνθήκες αυτονόητες, που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι φαιοκόκκινοι λαϊκιστές όσο αργεί η επόμενη μέρα της πανδημίας και η επάνοδος στην κανονικότητα, της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής.


Είναι λυπηρό για το πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο μιας χώρας και επικίνδυνο για τους θεσμούς της η Αξιωματική Αντιπολίτευση να επενδύει πολιτικά και να εξαρτά την πολιτική της επιβίωση και επιτυχία από την οικονομική καταστροφή και τις εκατόμβες νεκρών. Λυπηρό και αποκρουστικό.


Γι αυτούς τους λόγους η ιστορική ευθύνη του ΚΙΝΑΛ να αποτελέσει τον κύριο μοχλό και κορμό μιας ισχυρής ανασυγκρότησης του κεντροαριστερού, προοδευτικού και σοσιαλδημοκρατικού χώρου χωρίς χρονοτριβή, με ένα γενικό προσκλητήριο κινητοποίησης που θα θέσει οριστικά στο περιθώριο μια ιστορικά χρεοκοπημένη και επικίνδυνη για τη Δημοκρατία νεοσταλινική Αριστερά, με την οποία ουδεμία σχέση μπορεί να έχει η ιστορική Προοδευτική Παράταξη, παραμένει μεγάλη. Το θέμα είναι αν θέλει ή αν μπορεί, πράγμα που συνεπάγεται πάρα πολλά. Θα χρειαστεί να επανέλθουμε.