Διαχρονικές συστημικές παθογένειες

Βασίλης Καπετανγιάννης 05 Ιαν 2021

    

 

Και εγένετο ανασχηματισμός. Προαναγγελθείς. Αναμενόμενος. Αναμενόμενες τόσο οι κυβερνητικές ερμηνείες όσο και ο σχολιασμός των κομμάτων της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης.


Κατά την κυβερνητική εκδοχή ο ανασχηματισμός σηματοδοτεί «νέο ξεκίνημα» με θετικό απολογισμό της προηγούμενης σύνθεσης (επιτυχημένη διαχείριση των πολλαπλών κρίσεων της πανδημίας, της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, της φύλαξης των συνόρων της χώρας, ευρωπαϊκών στην ουσία λόγω της πίεσης του Μεταναστευτικού/Προσφυγικού ρεύματος). Προστίθεται η διασφάλιση γενναίας ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και για την πανδημία και για το ευρύτερο δημοσιονομικό πλαίσιο στα επόμενα χρόνια κι άλλες διευκολύνσεις. Εξέλιξη που δίνει την ευκαιρία και την δυνατότητα στη χώρα να αλλάξει όχι σελίδα αλλά βιβλίο, αφήγημα, προσανατολισμό, προσαρμογή στα νέα παγκόσμια δεδομένα. Να ανοίξει ένα νέο Κεφάλαιο ανάπτυξης και ευημερίας με κοινωνική δικαιοσύνη και ισχυρότερο κοινωνικό κράτος. Πρόκειται για το κατ΄ εξοχήν εθνικό θέμα ακόμη και πριν τη λήξη της πανδημίας. Ορθώς έχει αρχίσει ο δημόσιος διάλογος για την Έκθεση Πισσαρίδη από όσους νοιάζονται σοβαρά για το μέλλον της χώρας. Χωρίς δημαγωγίες και λαϊκισμούς.


Άλλοι είπαν ότι πολλή φασαρία για το τίποτα. «Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν». Ο ΣΥΡΙΖΑ επανέλαβε τη γνωστή επωδό: ό, τι κι αν κάνει η κυβέρνηση είναι «φιάσκο, μπάχαλο, ανίκανη, άχρηστη…». Δεν ζητά, όμως, εκλογές «για να τη διώξουμε». Φυσικά γελοιοποιείται και διαψεύδεται καθημερινά, διότι η κυβέρνηση έχει να επιδείξει και σημαντικό έργο και σχετική αποτελεσματικότητα. Η κα Γεννηματά αρκέστηκε στο ότι οι πολίτες δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από την κυβέρνηση κι ότι η φθορά της επιταχύνεται. Αλλά ούτε κι αυτή ζητά εκλογές όπως θα ήταν η λογική συνέπεια της εκτίμησης αυτής. Φθορά, βέβαια, είναι φυσιολογικό να υπάρχει μετά από 18 μήνες διακυβέρνησης και διαχείρισης πρωτοφανών και πολλαπλών κρίσεων. Όμως, δεν εισπράττεται από κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι, διαφορετικής κατηγορίας, για τα δυο κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα επικίνδυνο για τη φιλελεύθερη δημοκρατία λαϊκιστικό συνονθύλευμα που εξακολουθεί να θωπεύει την πολιτική βία και να μισεί τους δημοκρατικούς θεσμούς και τα ΜΜΕ, εάν δεν μπορεί να  χειραγωγεί και να ελέγχει τους «αρμούς» της εξουσίας. Μας απειλεί δε για την «επόμενη» φορά.  Ο ΙΑΝΟΣ που υποτίθεται ότι εκφράζει, τα δυο πρόσωπα και τα παρόμοια ηχηρά, είναι άστοχες εκτιμήσεις διότι χωρίς τη λαϊκιστική του φυσιογνωμία θα πάψει να υπάρχει. Αποτελεί την ίδια του  τη φύση. Επενδύει σκόπιμα στην καταστροφή, τα μαγκάλια και τα πτώματα, όπως πάντα. Γνωστή παγκόσμια μέθοδος των λαϊκιστών κάθε απόχρωσης.  Δεν μπορεί να αλλάξει, διαφορετικά θα χαθεί. Μόνο την σκληρή του εκλογική βάση πείθει. Ματαίως ορισμένοι περιμένουν τη μετάλλαξή του. Είναι, πράγματι, τελείως διαβλητή  η επιχειρηματολογία για αναπόφευκτη στροφή του προς τη σοσιαλδημοκρατία και τα παρόμοια. Ευσεβείς και περίεργοι πόθοι ορισμένων. Φυσικά, θα «πήξουμε» από «προοδευτικά» αντι-  Προγράμματα για τη νέα Γη της λαϊκιστικής Επαγγελίας και κολοκυθιές παροχών. Δεν στοιχίζουν τίποτα. Χρειάζεται να επανέλθουμε στο θέμα αυτό διότι αφορά στην υποτιθέμενη εναλλακτική λύση έναντι της «νεοφιλελεύθερης» και «αυταρχικής» κυβέρνησης που έχουμε, κάτι σαν χούντα.


Όσο για το ΚΙΝΑΛ ο πολιτικός χρόνος που διαθέτει για να ανακάμψει δημοσκοπικά ούτως ώστε να αποτελεί την αξιόπιστη de facto αξιωματική αντιπολίτευση, ακρογωνιαίο και αναντικατάστατο λίθο της ανάταξης και του προοδευτικού μέλλοντος της χώρας, είναι εξαιρετικά περιορισμένος Αν, πράγματι, διαπιστώνει επιτάχυνση της φθοράς της κυβέρνησης τότε θα πρέπει να μας εξηγήσει γιατί το ίδιο δεν επωφελείται. Δεν είναι ότι δεν καταβάλλει προσπάθειες ή ότι δεν δείχνει σοβαρότητα, υπευθυνότητα και διάθεση εποικοδομητικής κριτικής σε ορισμένες περιπτώσεις. Δεν του πρέπουν, όμως,  οι φθηνές δικαιολογίες. Η χώρα χρειάζεται μια ισχυρή, δυναμική, σοβαρή και προοδευτική αντιπολίτευση που μόνο από το ΚΙΝΑΛ μπορεί να προέλθει. Μπορεί; Η μέχρι τώρα μετεκλογική δημοσκοπική του πορεία δεν δείχνει κάτι τέτοιο.


Εάν ο ανασχηματισμός είναι επίσης «εκλογικός» ή όχι ουδείς μπορεί να το γνωρίζει αυτή τη στιγμή. Ορισμένοι συνδέουν την προσφυγή στις κάλπες ακόμα και μέσα στο Α΄ εξάμηνο του τρέχοντος έτους εάν ο εμβολιασμός πάει καλά. Άλλοι μιλούν για «στροφή στα δεξιά», άλλοι το αμφισβητούν. Προτεραιότητες εκ των πραγμάτων αποτελούν η καταπολέμηση της πανδημίας και η σταδιακή ανάταξη της οικονομίας, προβλήματα αλληλένδετα. Η οδός των μεταρρυθμίσεων φαίνεται, λόγω των συνθηκών, δυσκολότερη. Ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να διαμορφώσει ισχυρές κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες για να καταφέρει να ψηφίσει και να εφαρμόσει ορισμένες εξ αυτών, όπως π.χ. το Ασφαλιστικό. Ορισμένη επίσης αρθρογραφία υποστηρίζει μετά επιτάσεως ότι η κυβέρνηση κατέχει «δυσοίωνα ποιοτικά στοιχεία δημοσκοπήσεων» κι ότι η μόνη συγκολλητική ουσία είναι το λεγόμενο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, λες και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί κάποιο αξιόλογο πολιτικό αντίπαλο. Δεν αποτελεί προς το παρόν. Εξάλλου η κυβέρνηση έχει όλο το χρόνο μπροστά  της αντί να υποταχτεί στην εκλογολογία να εφαρμόσει αυτά που υποσχέθηκε και να κριθεί στο τέλος της τετραετίας, εάν πραγματικά έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της και να πλαισιώσει τις επιλογές της με περισσότερα ιδεολογικά και πολιτικά στοιχεία. Έχοντας να διαχειριστεί την κοινοτική χρηματοδότηση θα ήταν ανόητο να διακινδυνεύσει εκλογές με απλή αναλογική και να παραδώσει τη χώρα έστω και σε μια σύντομη περίοδο αβεβαιότητας και πολιτικής αστάθειας. Θα ήταν τελείως πολιτικά ανεύθυνο και θα διακινδύνευε να το πληρώσει εκλογικά πολύ ακριβά από συγκεκριμένες κατηγορίες μετριοπαθών ψηφοφόρων. Ο ανασχηματισμός θα κριθεί στο πραγματικό επίπεδο. Όλα τα άλλα είναι υποθέσεις εκ του περισσού.


Παραμένει, ωστόσο, θλιβερή η διαπίστωση πως όλοι οι μελλοντικοί Π/Θ υποσχέθηκαν μικρά και ευέλικτα κυβερνητικά σχήματα. Όλοι κατέληξαν σε συνθέσεις με άνω από 50 άτομα. Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι ένα τέτοιο πολυμελές όργανο, όσο συχνά κι αν συνεδριάζει, μπορεί πράγματι να αποτελεί αξιόπιστο όργανο συζήτησης και λήψης αποφάσεων; Αρκεί κανείς να δει την αίθουσα συνεδριάσεων με όλο αυτό το πλήθος για να καταλάβει. Τι εμποδίζει άραγε τους εκάστοτε Πρωθυπουργούς να συγκροτήσουν το Υπουργικό Συμβούλιο μόνο από τους Υπουργούς (19 με 20 άτομα) με ισχυρό Γενικό Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου; Γιατί οι Αναπληρωτές Υπουργοί και Υφυπουργοί πρέπει να αποτελούν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου; Ακατανόητο. Φυσικά και χρειάζονται Υφυπουργοί και καλώς διορίζονται για να διαχειριστούν τομείς της κυβερνητικής και κρατικής δραστηριότητας. Αλλά, δεν εξασφαλίζουν τη συνέχεια του κράτους ούτε τη θεσμική του μνήμη. Διότι, έρχονται και παρέρχονται. Διότι, ακόμα και εκ του ιδίου κόμματος ανατρέπουν συχνά τα των προηγουμένων. Τη συνέχεια διασφαλίζουν μόνο μόνιμοι Γενικοί Γραμματείς και Υφυπουργοί σε λίγα, σημαντικά Υπουργεία. Δεν πρόκειται για κάποια πρωτότυπη ιδέα. Εφαρμόζεται με επιτυχία σε άλλα κράτη. Κι έχει κι εδώ συζητηθεί. Έλλειψη, όμως, πάντα μόνο η πολιτική τόλμη  αλλά και η μέριμνα για μια καλύτερη Δημόσια Διοίκηση και μια καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους και των οργάνων του.


Επιπρόσθετα και παρενθετικά, διότι οι συζητήσεις αυτές ακόμα κι αν εκφέρονται από σπουδαίους επιστήμονες και πολιτικές προσωπικότητες παραμένουν απλώς ακαδημαϊκές, τι εμποδίζει, επί παραδείγματι, το πολιτικό σύστημα να συστήσει μια Επιτροπή Ειδικών που σε σύντομο χρονικό διάστημα, έχοντας μελετήσει επισταμένα την εμπειρία και πρακτική πολλών κυβερνήσεων και τη σχετική νομοθεσία, θα φέρει μια πρόταση κατάρτισης ενός περιεκτικού καταλόγου, μιας Βίβλου,  που με κάποιο μικρό βαθμό ευελιξίας θα καθορίζει (numerus clausus) τον αριθμό και τις θέσεις που πρέπει κάθε φορά να αλλάζουν με κάθε νέα κυβέρνηση ούτως ώστε να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόζει την πολιτική της. Αντί για το σημερινό μπάχαλο όπου κάθε διορισμός αμφισβητείται και καταγγέλλεται ως κομματικός και πελατειακός.


Επ΄ ευκαιρία ας κλείσω το Σημείωμα αυτό με την υπόμνηση ότι η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί κάποια αξιολόγηση (ανά τρίμηνο αν θυμάμαι καλά) των διοικητών των Νοσοκομείων που είχε διορίσει με κομματικά κριτήρια, μετά το θόρυβο που δικαίως προκλήθηκε. Αναμένουμε αξιολόγηση από ανεξάρτητα κι όχι κομματικά όργανα για να διαπιστώσουμε ως πολίτες κατά πόσον οι κομματικά διορισθέντες ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις της πανδημίας στη βάση  σειράς πειστικών και αντικειμενικών κριτηρίων. Θα πρέπει να σημειώσω ότι δεν είναι απαραίτητο όσοι διορίζονται σε τέτοιες θέσεις με κομματικά κριτήρια να μην μπορούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους με επάρκεια κι ίσως ορισμένοι εξ αυτών να είχαν και πάλι επιλεγεί μέσω άλλων, αδιάβλητων διαδικασιών λόγω προσόντων, εμπειρίας, αξιοσύνης, αποδεδειγμένων ικανοτήτων. Το θέμα είναι ότι με άλλες, αξιοκρατικές διαδικασίες, οι πιθανότητες να εξευρεθούν τα πιο κατάλληλα άτομα για ορισμένες θέσεις είναι πολύ πιο μεγάλες. Αν για μονάδες, όπως τα Νοσοκομεία, χρειάζεται ο κομματικός στρατός τι πιθανότητες έχουμε ως πολιτικό δημοκρατικό σύστημα να ξεφεύγουμε σταθερά από την αρπάγη της πολιτικής πελατείας και του πελατειακού κράτους;  Το οποίο, μάλιστα, άπαντες καταγγέλλουν εφαρμόζοντας όμως τις απεχθείς πρακτικές του;