Αγροτική πολιτική από τη συντεχνιακή συντήρηση στην αναγέννηση

Γιάννης Χοχλακάκης 16 Νοε 2025

Εδώ και δεκαετίες ο αγροτικός τομέας αποτελεί τον καθρέφτη μιας βαθύτερης παθογένειας του πολιτικού μας συστήματος. Η δημόσια ρητορική μιλά για «παραγωγική ανασυγκρότηση», «πρωτογενή τομέα αιχμής» και «εθνικά πλεονεκτήματα», ενώ η πραγματικότητα παραμένει καθηλωμένη στις επιδοτήσεις, στις συντεχνιακές πελατειακές εξαρτήσεις και στην έλλειψη στρατηγικού οράματος. Η γεωργία και η κτηνοτροφία δεν έγιναν ποτέ οργανωμένο σχέδιο ανάπτυξης, μετατράπηκαν σε πεδίο διατήρησης πολιτικών ισορροπιών και κατακερματισμένων συμφερόντων. Έτσι, ένας τομέας που θα μπορούσε να είναι πυλώνας εθνικής ισχύος με υψηλή προστιθέμενη αξία, εξαγωγικό προσανατολισμό και τεχνολογική καινοτομία κατέληξε εγκλωβισμένος σε χαμηλή παραγωγικότητα, δημογραφική γήρανση και δομική εξάρτηση από το κράτος και τις κοινοτικές ροές.

Η παγκόσμια συγκυρία, ωστόσο, δεν αφήνει περιθώρια για αναβολές. Η επισιτιστική ασφάλεια, η ενεργειακή αυτάρκεια και η πράσινη μετάβαση βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της διεθνούς ατζέντας. Η χώρα μας με σημαντική βιοποικιλότητα, εξαιρετικό κλίμα, ιδιαίτερη γεωγραφική θέση και ισχυρή αγροδιατροφική παράδοση, έχει όλα τα εφόδια για να μετατρέψει τον πρωτογενή τομέα σε μοχλό πραγματικής εθνικής αναγέννησης. Όμως για να συμβεί αυτό χρειάζεται να αφήσει πίσω της το μοντέλο της συντήρησης και να επιλέξει το μοντέλο της γνώσης, της συνεργασίας και της εξωστρέφειας. Και αυτό είναι πρωτίστως πολιτική απόφαση.

Η πρώτη αναγκαία τομή είναι η απεξάρτηση από τον κρατικό πατερναλισμό. Οι επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής είναι χρήσιμες, αλλά δεν μπορούν να αποτελούν το υποκατάστατο μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής. Για χρόνια χρησιμοποιήθηκαν ως μηχανισμός αναπαραγωγής ενός μοντέλου χαμηλών προσδοκιών ενισχύσεις για να συντηρείται η στασιμότητα, χωρίς κίνητρα για να καλλιεργηθεί η παραγωγική πρόοδος. Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει χώρα «επιδότησης στρεμμάτων». Οφείλει να γίνει χώρα παραγωγής αξίας, όπου η ενίσχυση επιβραβεύει την ποιότητα, την καινοτομία, τη βιωσιμότητα και όχι τη διατήρηση ενός αναποτελεσματικού και αντιπαραγωγικού προβληματικού παρελθόντος.

Η δεύτερη προϋπόθεση για την αγροτική αναγέννηση είναι η ουσιαστική σύνδεση της παραγωγής με την έρευνα και την τεχνολογία. Πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, γεωτεχνικοί φορείς και ιδιωτικές πρωτοβουλίες παράγουν πολύτιμη γνώση για βιοτεχνολογία, φυτοπροστασία, έξυπνη άρδευση, ψηφιακή παρακολούθηση καλλιεργειών και διαχείριση φυσικών πόρων. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η γνώση σπάνια φτάνει στον παραγωγό. Στο τέλος του 2025 εξακολουθούμε να συζητάμε για «ψηφιακή γεωργία» την ίδια ώρα που ένα σημαντικό τμήμα των αγροτών παραμένει εκτός στοιχειώδους κατάρτισης. Το κενό ανάμεσα στην επιστημονική παραγωγή και την πραγματική οικονομία είναι πολιτική αποτυχία στρατηγικής.

Το ίδιο ισχύει και για τη συλλογική οργάνωση της παραγωγής. Η ιστορία των ελληνικών συνεταιρισμών είναι μια ιστορία χαμένων ευκαιριών, διαφθοράς και κομματικού ελέγχου. Όμως όπου δημιουργήθηκαν σύγχρονα, διαφανή, επαγγελματικά σχήματα, τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: εξαγωγές, brand, οικονομίες κλίμακας, σταθερότητα τιμών. Η πολιτεία οφείλει να προστατεύσει και να ενισχύσει τα υγιή μοντέλα όχι να ξαναδώσει ζωή στις παθογένειες του παρελθόντος. Η μετάβαση σε μια αγροτική οικονομία συνεργασίας αντί συγκρουσιακής αντιπαράθεσης με στοιχεία έντονης αντιπαλότητας είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης και πολιτικής κουλτούρας.

Σήμερα εν έτη 2025 η βιωσιμότητα δεν είναι επιλογή. Είναι όρος οικονομικής επιβίωσης. Οι διεθνείς αγορές ζητούν προϊόντα με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, με ιχνηλασιμότητα και πιστοποιήσεις ποιότητας. Η Ελλάδα έχει μοναδική ευκαιρία να αξιοποιήσει τη μεσογειακή της ταυτότητα και τη βιοποικιλότητά της, συνδυάζοντας παράδοση και τεχνολογική καινοτομία. Το «Made in Greece» μπορεί να αποκτήσει πραγματικό περιεχόμενο μόνο αν η χώρα αποφασίσει να γίνει πρωταγωνιστής στην πράσινη παραγωγή, και όχι να επιμένει σε πρακτικές που υπονομεύουν την ίδια της την εικόνα.

Ωστόσο, καμία προσπάθεια αναγέννησης δεν θα πετύχει χωρίς ανθρώπινο δυναμικό. Το δημογραφικό πρόβλημα της υπαίθρου είναι ίσως η μεγαλύτερη απειλή. Δεν αρκούν οικονομικά κίνητρα για να προσελκύσουν νέους στον πρωτογενή τομέα. Χρειάζονται υποδομές, σχολεία, υγεία, πολιτισμός, υπηρεσίες. Η αγροτική ζωή δεν μπορεί να θεωρείται συνώνυμο της εγκατάλειψης. Μπορεί και πρέπει να γίνει επιλογή δημιουργίας και ποιότητας ζωής.

Η παραγωγική αναγέννηση της υπαίθρου δεν είναι ζήτημα επιφανειακής αντιμετώπισης ούτε πρότζεκτ τεχνοκρατών. Είναι ζήτημα εθνικής στρατηγικής και πολιτικής ωριμότητας. Σε έναν κόσμο που αλλάζει με πρωτοφανή ταχύτητα, η ασφάλεια, η αυτάρκεια και η ποιότητα ζωής περνούν μέσα από το χωράφι και το μαντρί όσο και μέσα από την καινοτομία και την ενέργεια. Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει θεατής των εξελίξεων. Οφείλει να γίνει πρωταγωνιστής. Και η μετάβαση από τη οπισθοδρομική συντήρηση στην εκσυγχρονιστική αναγέννηση δεν είναι ένα κενό σύνθημα, είναι εθνικό στοίχημα που το πολιτικό σύστημα δεν έχει το δικαίωμα να χάσει.