Οι χθεσινές εντάσεις, τα δίκαια αιτήματα και η πολιτική κουλτούρα που επί δεκαετίες καλλιέργησε τον συντεχνιασμό
Η χθεσινή έναρξη των αγροτικών κινητοποιήσεων, με επεισόδια σε κομβικά σημεία και αποκλεισμούς εθνικών οδών, έδειξε για ακόμη μία φορά ότι η χώρα δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από ένα παλιό, βαθιά ριζωμένο μοντέλο διαμαρτυρίας, τη λογική ότι ο δρόμος είναι διαπραγματευτικό εργαλείο και ότι η κοινωνία μπορεί να γίνει μέσο πίεσης για να ακουστεί ένα αίτημα, όσο δίκαιο κι αν είναι αυτό.
Γιατί οι αγρότες έχουν δίκιο. Το κόστος παραγωγής είναι δυσβάστακτο, η ενέργεια ακριβή, οι αποζημιώσεις καθυστερούν, οι διεθνείς κρίσεις ανατρέπουν τους σχεδιασμούς τους, ενώ η ΚΑΠ συχνά λειτουργεί με όρους που ελάχιστα αντανακλούν την πραγματικότητα της ελληνικής περιφέρειας. Από τη φορολογία μέχρι τις υποδομές, από την τιμή παραγωγού μέχρι την πρόσβαση σε χρηματοδότηση, τα αιτήματα είναι όχι μόνο θεμιτά αλλά κρίσιμα για την ίδια τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα.
Ωστόσο, η μορφή της διαμαρτυρίας, ιδίως ο αποκλεισμός εθνικών δρόμων, συνοριακών σταθμών και κεντρικών αρτηριών, δεν ενισχύει αυτά τα αιτήματα· τα εκθέτει. Δεν πιέζει την πολιτεία· πιέζει τον πολίτη. Δεν στοχεύει το κέντρο των αποφάσεων· στοχεύει τον εργαζόμενο, τον επαγγελματία, τον ασθενή, τον ταξιδιώτη.
Και αυτή η στρεβλή πραγματικότητα δεν είναι αποτέλεσμα των ίδιων των αγροτών. Είναι προϊόν μιας πολιτικής κουλτούρας που διαχρονικά κανονικοποίησε τον συντεχνιασμό ως μέσο επιρροής, μιας λογικής που έλεγε ότι οι δυναμικές μειοψηφίες δικαιούνται να παραλύουν τη χώρα για να ακουστούν, ότι ο δημόσιος χώρος είναι διαθέσιμος για μπλόκα, ότι ο δρόμος είναι «αυτονόητο» όχημα διεκδίκησης.
Για δεκαετίες, διαφορετικές κυβερνήσεις με διαφορετικό ιδεολογικό πρόσημο ανέχθηκαν, υπέθαλψαν ή ακόμη και αξιοποίησαν πολιτικά αυτή τη στρατηγική. Άλλες την ενίσχυσαν μέσα από πελατειακές πρακτικές και σιωπηρές παραχωρήσεις. Άλλες την αποθέωσαν ως ένδειξη «λαϊκής αντίστασης». Άλλες δίστασαν να επιβάλουν κανόνες φοβούμενες το πολιτικό κόστος. Και όλες μαζί διαμόρφωσαν μια διαχρονική αδυναμία του κράτους να προστατεύσει την κοινωνική συνοχή χωρίς να απαξιώνει τα δίκαια αιτήματα των κλάδων που διαμαρτύρονται.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, κάθε φορά που η πίεση αυξάνεται, ο δρόμος γίνεται το φυσικό πεδίο σύγκρουσης. Πρόκειται για ένα τελετουργικό που έχει γίνει σχεδόν αυτόματο, οι αγρότες στήνουν μπλόκα, η κοινωνία παραλύει, η πολιτεία αργεί να αντιδράσει και η συζήτηση περιστρέφεται όχι γύρω από τις λύσεις, αλλά γύρω από την ένταση.
Η ουσία όμως είναι άλλη, πώς το δίκαιο των αιτημάτων θα πάψει να χάνεται μέσα σε μορφές διεκδίκησης που γυρίζουν την κοινωνία απέναντι;
Πώς θα περάσουμε από την πίεση της ασφάλτου στον θεσμικό διάλογο;
Πώς θα διασφαλίσουμε ότι ο αγώνας δεν θα στρέφεται κατά των πολιτών;
Η απάντηση δεν βρίσκεται ούτε στην καταστολή ούτε στην απραξία. Βρίσκεται στη δημιουργία σταθερού, θεσμικού πλαισίου διαβούλευσης. Στη θέσπιση κανόνων χρήσης του δημόσιου χώρου που δεν θα γίνονται λάστιχο ανάλογα με το ποιος διαμαρτύρεται.
Και κυρίως, στην εγκατάλειψη της παλιάς πολιτικής νοοτροπίας που καλλιέργησε την πεποίθηση ότι η κοινωνία μπορεί να λειτουργεί ως μοχλός πίεσης.
Σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία, ο δημόσιος χώρος δεν πρέπει να είναι το πεδίο της σύγκρουσης, αλλά το πεδίο του κοινού συμφέροντος.