Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στη βαθμίδα BBB από τη Fitch παρουσιάστηκε ορθά ως ένα ακόμη βήμα επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα. Ωστόσο, όταν η «κανονικότητα» ανακοινώνεται ενώ η καθημερινότητα λειτουργεί σαν μια μόνιμη κατάσταση δύσκολης διαβίωσης, τότε το πολιτικό ερώτημα είναι αναπόφευκτο, ποια Ελλάδα αναβαθμίστηκε και ποια εξακολουθεί να δυσκολεύεται;
Η χώρα πράγματι έχει προχωρήσει. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε, τα δημοσιονομικά σταθεροποιήθηκαν, οι αγορές δείχνουν εμπιστοσύνη και οι επενδύσεις ενισχύονται. Αυτές οι εξελίξεις δεν πρέπει να υποτιμηθούν αποτελούν θεμέλιο για μια πιο θωρακισμένη και λιγότερο εύθραυστη οικονομία. Τα μέτρα αυτά κατοχυρώνουν τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας και της παρέχουν τη δυνατότητα να μετέχει με μεγαλύτερη θεσμική αυτοπεποίθηση στη διαμόρφωση των αποφάσεων για το οικονομικό μέλλον της Ε.Ε. Η αναβάθμιση δεν αποτυπώνει μόνο την πρόοδο του παρόντος λειτουργεί και ως ασπίδα έναντι μελλοντικών κρίσεων, υπό την προϋπόθεση ότι συνοδεύεται από θεσμική συνέχεια και σταθερότητα.
Όμως για μεγάλο μέρος της κοινωνίας η εικόνα αυτή είναι διαφορετική. Η ακρίβεια δεν είναι πια κάποιο παροδικό φαινόμενο ούτε μια συλλογική υπερβολή που καλλιεργείται. Είναι μια πραγματικότητα που συνοδεύει κάθε συναλλαγή, από το ράφι του σούπερ μάρκετ μέχρι τον λογαριασμό ενέργειας και το ενοίκιο που συχνά απορροφά δυσανάλογα μεγάλο μέρος του εισοδήματος.
Έτσι δημιουργείται μια μεγάλη αντίφαση η μακροοικονομική Ελλάδα ανεβαίνει βαθμίδες, ενώ η μικροοικονομική Ελλάδα παλεύει καθημερινά να σταθεί όρθια. Όσοι έσπευσαν να παρουσιάσουν την αναβάθμιση ως πανάκεια παραβλέπουν μια θεμελιώδη πολιτική σταθερά, η οικονομία μπορεί να βελτιώνεται, αλλά αν οι πολίτες δεν αισθάνονται ότι συμμετέχουν στην πρόοδο, η κοινωνία και, κατ' επέκταση, η Δημοκρατία αποσταθεροποιείται. Η χώρα το έζησε αυτό την προηγούμενη δεκαετία, μέσα σε έναν κύκλο ανασφάλειας και απογοήτευσης που άνοιξε τον δρόμο σε ακραίες φωνές και επικίνδυνες λαϊκιστικές απλουστεύσεις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το ξαναζήσουμε.
Η ακρίβεια δεν είναι απλώς πρόβλημα τιμών αλλά δομών. Μια αγορά με περιορισμένο ανταγωνισμό, υπερσυγκεντρωμένες αλυσίδες, αδιαφανή περιθώρια κέρδους και ένα πολιτικό αφήγημα που απέφευγε συστηματικά να συγκρουστεί με τις στρεβλώσεις αυτές συνθέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η πίεση στους πολίτες παραμένει αμείωτη. Η ανοχή σε πρακτικές καρτέλ δεν είναι φυσικό δεδομένο, είναι πολιτική επιλογή. Και κάθε πολιτική επιλογή μπορεί και πρέπει να αλλάξει.
Σε αυτό το περιβάλλον, δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί πολίτες αντιμετωπίζουν την αναβάθμιση με δυσπιστία. Όχι επειδή δεν κατανοούν τη σημασία της, αλλά επειδή δεν βλέπουν την αντανάκλασή της στη δική τους ζωή. Η εμπιστοσύνη δεν χτίζεται με αριθμούς, χτίζεται με ανακούφιση στην πράξη. Γι’ αυτό και η θεσμική σταθερότητα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη χωρίς κοινωνική εμπιστοσύνη, ακόμη και η πιο επιτυχημένη οικονομική πολιτική κινδυνεύει να χάσει τον πολιτικό της αντίκτυπο.
Η ουσία της πολιτικής είναι ξεκάθαρη η οικονομία χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη είναι ασταθής, η σταθερότητα χωρίς αξιοπρεπή διαβίωση είναι κενή και καμία αναβάθμιση δεν αποκτά νόημα αν συνοδεύεται από διαρκή ανασφάλεια. Αν η χώρα θέλει πραγματικά να κεφαλαιοποιήσει την πρόοδο, χρειάζονται παρεμβάσεις που δεν φοβούνται να σπάσουν αυγά, αυστηρή ρύθμιση των αγορών, διαφάνεια στις τιμολογήσεις, έλεγχοι στην αισχροκέρδεια, ενίσχυση του ανταγωνισμού και μια παραγωγική στρατηγική που οδηγεί σε πραγματική αύξηση των εισοδημάτων.
Η αναβάθμιση είναι καλοδεχούμενη και θετική. Προσφέρει θεσμικό κεφάλαιο που δεν πρέπει να σπαταληθεί. Αλλά μια χώρα δεν κρίνεται μόνο από τα spreads κρίνεται από το αν οι πολίτες της μπορούν να ανασάνουν. Στο τέλος της ημέρας, η αξιοπιστία της οικονομίας κρίνεται στις αγορές, αλλά η αξιοπιστία της Δημοκρατίας κρίνεται στον πολίτη.