Η απάντηση της Δύσης στην πρόκληση του Κρεμλίνου και η μάχη για τη σταθερότητα της διεθνούς τάξης
Η αναμέτρηση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση έχει πλέον υπερβεί τα στενά όρια της ουκρανικής τραγωδίας. Ο πόλεμος που ξεκίνησε με την προσάρτηση της Κριμαίας 2014 και μετέπειτα την εισβολή του Φεβρουαρίου 2022 δεν είναι μια τοπική σύγκρουση, αλλά το προοίμιο ενός νέου γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Ο στυγνός δικτάτορας του Κρεμλίνου δεν επιδιώκει απλώς την επικράτηση σε ένα μέτωπο της ανατολικής Ευρώπης· επιδιώκει τη νομιμοποίηση μιας νέας παγκόσμιας τάξης, που εδράζεται στη βία, τον εκφοβισμό και την αυθαίρετη αναθεώρηση διεθνών συνόρων.
Το σχέδιο αυτό θυμίζει επικίνδυνα τα ναζιστικά πρότυπα του 20ού αιώνα. Η ρητορική του είναι επεκτατική, η εθνική αποστολή παρουσιάζεται ως ιστορικό «πεπρωμένο», οι εσωτερικοί αντίπαλοι στιγματίζονται ως «προδότες», ενώ οι εξωτερικοί παρουσιάζονται ως «υπαρξιακή απειλή». Η προπαγάνδα εργαλειοποιείται συστηματικά ώστε να κατασκευάσει μια κοινωνία σε διαρκή πολιορκία. Η ιστορία διδάσκει ότι τέτοιες στρατηγικές δεν περιορίζονται σε μικρές νίκες· τρέφονται από την αδυναμία των άλλων και επεκτείνονται μέχρι να βρουν οργανωμένη και ανθεκτική αποτροπή.
Οι τελευταίες κινήσεις της Μόσχας φανερώνουν αυτή την επικίνδυνη στοχοθεσία. Παραβιάσεις εναέριου χώρου χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, μαζικές επιθέσεις με drones και πυραύλους κατά ουκρανικών πόλεων, εκτεταμένες στρατιωτικές ασκήσεις στα σύνορα με την Ευρώπη, αλλά και μια σταθερή, κλιμακούμενη πυρηνική ρητορική. Δεν πρόκειται για κινήσεις στρατιωτικής αναγκαιότητας, αλλά για πράξεις εκφοβισμού. Το Κρεμλίνο δοκιμάζει τις αντοχές της Δύσης, αναζητά τις ρωγμές της, επιδιώκει να κερδίσει χρόνο ώστε είτε να αποσπάσει παραχωρήσεις είτε να παγιώσει νέα τετελεσμένα.
Αυτό είναι το DNA του νέου αναθεωρητισμού: επιβολή μέσω κλιμάκωσης, εκβιασμός μέσω αστάθειας. Η Ρωσία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να νικήσει τη Δύση σε έναν παρατεταμένο οικονομικό και τεχνολογικό ανταγωνισμό. Μπορεί, όμως, να επιχειρήσει να κάμψει την ενότητά της, να πλήξει την κοινωνική ανθεκτικότητα των δημοκρατιών, να εκμεταλλευτεί την κόπωση των πολιτών και την αδυναμία των πολιτικών συστημάτων μπροστά στην ακρίβεια και τις εσωτερικές κρίσεις.
Η απάντηση της Δύσης σε αυτήν την πρόκληση οφείλει να είναι ξεκάθαρη, συνεπής και αποφασιστική. Η αποτροπή δεν είναι αφηρημένη έννοια· είναι η μόνη γλώσσα που κατανοούν τα καθεστώτα που στηρίζονται στη βία και στον εκβιασμό.
Πρώτον, η στρατιωτική διάσταση. Η ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, η αυξημένη παρουσία σε κρίσιμες περιοχές όπως η Βαλτική και η Μαύρη Θάλασσα, η επένδυση σε αντιαεροπορικά και αντιπυραυλικά συστήματα και, κυρίως, η αδιάλειπτη στήριξη της Ουκρανίας. Η Ουκρανία δεν είναι απλώς θύμα μιας επιθετικής εισβολής· είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Δεύτερον, η οικονομική διάσταση. Ο πόλεμος των κυρώσεων, όσο και αν προκαλεί κόστος και στη Δύση, είναι ζωτικής σημασίας. Περιορισμοί σε τραπεζικές συναλλαγές, εξαγωγές τεχνολογίας, πρόσβαση σε κρίσιμα στρατιωτικά υλικά, πλήττουν την ικανότητα της Ρωσίας να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο. Η απομόνωση του καθεστώτος δεν είναι αυτοσκοπός· είναι εργαλείο μακροπρόθεσμης πίεσης που δείχνει ότι η διεθνής κοινότητα δεν θα αποδεχθεί τη λογική της βίας ως νέα κανονικότητα.
Τρίτον, η κοινωνικοπολιτική διάσταση. Το Κρεμλίνο ποντάρει στην κόπωση των δημοκρατιών. Στη φθορά που προκαλούν η ακρίβεια, οι ενεργειακές πιέσεις, οι εκλογικοί κύκλοι και η εσωστρέφεια. Γι’ αυτό και η στρατηγική ανθεκτικότητα της Δύσης δεν αφορά μόνο τα όπλα ή τις κυρώσεις· αφορά και την κοινωνική συνοχή, την ικανότητα των δημοκρατιών να αντέξουν οικονομικά και ψυχολογικά έναν μακρύ αγώνα.
Η παρούσα σύγκρουση δεν είναι χωρίς ιστορικά προηγούμενα. Τη δεκαετία του ’30, οι δυτικές δημοκρατίες πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να κατευνάσουν τον Χίτλερ με παραχωρήσεις. Η πολιτική του κατευνασμού οδήγησε στην πλήρη αποθράσυνση του ναζιστικού καθεστώτος και, τελικά, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο σημερινός αναθεωρητισμός του Κρεμλίνου φέρει πολλά κοινά στοιχεία: μια ιδεολογία που βασίζεται στη μυθοποίηση του έθνους, στη συστηματική παραγωγή φόβου, στην αναθεώρηση συνόρων. Η ιστορία μάς προειδοποιεί να μην επαναλάβουμε το ίδιο λάθος.
Η Δύση καλείται να συνδυάσει δύο πράγματα: την αποφασιστική αποτροπή με την ανοιχτή διπλωματία. Γιατί, αν και ο Πούτιν δεν δείχνει διάθεση συμβιβασμού, η διατήρηση διαύλων επικοινωνίας είναι αναγκαία τόσο για την αποφυγή ανεξέλεγκτων κλιμακώσεων όσο και για την απομόνωση της Ρωσίας από άλλους πιθανούς συμμάχους.
Ο πραγματικός κίνδυνος για τη Ρωσία είναι οι ίδιες οι αυταπάτες της. Η ιδέα ότι μπορεί να ανασυστήσει αυτοκρατορία με εργαλεία του 20ού αιώνα είναι η μεγαλύτερη στρατηγική παγίδα που έχει θέσει στον εαυτό της. Η Ρωσία βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με τεράστια εσωτερικά προβλήματα: δημογραφική συρρίκνωση, οικονομική εξάρτηση από υδρογονάνθρακες, διαφθορά, τεχνολογική υστέρηση. Ο πόλεμος ίσως προσφέρει πρόσκαιρη συσπείρωση, αλλά μακροπρόθεσμα υπονομεύει τη σταθερότητα του καθεστώτος.
Στο βάθος, αυτό που παίζεται σήμερα δεν είναι μόνο το μέλλον της Ουκρανίας ή της Ανατολικής Ευρώπης· είναι η σταθερότητα της διεθνούς τάξης. Αν η Ρωσία κατορθώσει να επιβάλει με τη βία την αναθεώρηση συνόρων, τότε το μήνυμα προς τον κόσμο θα είναι ότι το δίκαιο του ισχυρού αντικαθιστά το διεθνές δίκαιο. Αυτό θα ανοίξει τον δρόμο για νέες κρίσεις, από την Ασία μέχρι τη Μέση Ανατολή.
Η Δύση, επομένως, δεν υπερασπίζεται μόνο μια χώρα· υπερασπίζεται μια αρχή: ότι η ισχύς δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη νομιμότητα, ότι τα κράτη δεν μπορούν να εξαφανίζουν τα σύνορα των γειτόνων τους με στρατιωτικές εισβολές.
Η στρατηγική ανθεκτικότητα απέναντι στον νέο αναθεωρητισμό απαιτεί συνδυασμό αποφασιστικότητας, ενότητας και μακροπρόθεσμης προοπτικής. Απαιτεί να ξεπεράσουν οι δημοκρατίες τον πειρασμό του βραχυπρόθεσμου κατευνασμού και να επενδύσουν σε μια σταθερή αποτροπή που θα αποθαρρύνει κάθε επίδοξο μιμητή.
Η Ουκρανία βρίσκεται σήμερα στην πρώτη γραμμή αυτού του αγώνα, αλλά το διακύβευμα είναι παγκόσμιο. Η Δύση οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων — όχι μόνο για να αναχαιτίσει τον Πούτιν, αλλά για να αποδείξει ότι η δημοκρατία μπορεί να είναι ανθεκτική απέναντι στη βία και τον εκβιασμό.