«Η ευγενής μας τύφλωσις…»

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 16 Ιουλ 2017

Το 1897 μετά το τέλος του καταστροφικού ελληνοτουρκικού πολέμου η εφημερίδα Σάλπιγξ κατηγόρησε την Ευρώπη ότι δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει την Ελλάδα από το να πάει στον πόλεμο, «ενώ άριστα εγνώριζε πού θα έφερεν το Ελληνικόν Έθνος η ευγενής του τύφλωσις» (βλέπε Γ.Ν. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…», Αθήνα 1999).  Εκατόν-είκοσι χρόνια μετά είναι ζήτημα εάν έχουμε καταλάβει πού μας οδηγεί «η ευγενής μας τύφλωσις». Και ναι μεν σε ότι αφορά την οικονομία η Ευρώπη έκανε κάτι για να μας σταματήσει, να μας κάνει να καταλάβουμε. Στα άλλα όμως θέματα που δεν μπορεί να κάνει αυτό το κάτι (γιατί δεν έχει την αρμοδιότητα) παραμένουμε εκεί περίπου που ήμασταν το 1897. Γιατί «η ευγενής μας τύφλωσις» σημαίνει:

Πρώτον, ότι δεν διδασκόμεθα τίποτα από την ιστορία. Επαναλαμβάνουμε τα διαχρονικά μας λάθη που μας έχουν οδηγήσει επανειλημμένα σε αδιέξοδα, καταστροφές και ήττες, είτε πρόκειται για τον πόλεμο του 1897, τη Μικρασιατική καταστροφή, το Κυπριακό, το Μακεεδονικό (ονομασία ΠΓΔΜ).  Η ιστορία για την Ελλάδα λειτουργεί ως άλλοθι για να συνεχίζουμε την «τύφλωσή» μας, τις μαξιμαλιστικές,  εν πολλοίς ουτοπικές μας επιδιώξεις, έστω κι αν καταλήγουν σε ακινησία και συχνά σε συμφορές.

Δεύτερον, το ορθολογικά «εφικτό» δεν φαίνεται να μας ενδιαφέρει, έστω κι αν συνιστά αισθητή βελτίωση μιας δεδομένης αρνητικής πολιτικής κατάστασης. Μας ενδιαφέρει ή προσποιούμεθα ότι μας ενδιαφέρει το δίκαιο όπως ορισμένες φορές το έχουμε κωδικοποιήσει εμείς στο μυαλό μας και όπως το ερμηνεύουμε εμείς.  Οπωσδήποτε θα πρέπει πρωτίστως να μας ενδιαφέρει το δίκαιο. Είναι το βασικό όπλο, η δύναμη των μικρότερων και ασθενέστερων κρατών στο διεθνές σύστημα.  Αλλά το δίκαιο ή οι «δίκαιες λύσεις» δεν επιτυγχάνονται με  ακαριές   πράξεις, με την απολυτότητα και την ανελαστική εφαρμογή του. Γιατί τότε δεν θα υπήρχε λόγος για καμιά πολιτική διαπραγμάτευση, για κανένα συμβιβασμό. Θα αναθέταμε στους δικαστές το έργο της επιβολής του δικαίου για την επίλυση των προβλημάτων. Τό δίκαιο παρέχει το αναγκαίο πλαίσιο, τις αρχές, τις βάσεις για την επίτευξη του χρονικά «επιτεύξιμου», του ορθολογικά εφικτού. Και πάντως καλό θα είναι πάντοτε να έχουμε στο μυαλό μας τη φράση του Ελ. Βενιζέλου ότι «τα κράτη δεν έχουν δίκαια, έχουν συμφέροντα», φράση που ήθελε να καταδικάσει την εμμονή μας να αναφερόμαστε πάντοτε με στενόμυαλη προσέγγιση στα «δίκαια της Ελλάδας». «Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» αλλά προφανώς αυτό δεν ισχύει για τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής.

Τρίτον, δεν αναλαμβάνουμε ποτέ τις ευθύνες μας.  Σ’ όλα σχεδόν τα αδιέξοδα, ήττες, καταστροφές  η ευθύνη κατά κανόνα βαραίνει πάντοτε τον «Άλλο».  Εμείς   ποτέ και για τίποτα δεν φέρουμε ευθύνη. Δεν έχουμε διαπράξει λάθη, αστοχίες. Εμείς είμαστε πάντοτε ευέλικτοι, οι «άλλοι» είναι αδιάλλακτοι. Εμείς είμαστε συνεργάσιμοι. Οι «άλλοι» δεν συνεργάζονται. Εμείς έχουμε «λογικές και δίκαιες επιδιώξεις». Οι «άλλοι» έχουν «παράλογες απαιτήσεις».  Στην περίπτωση του Κυπριακού προβλήματος η Τουρκία είναι η σταθερά αδιάλλακτη, που οδηγεί σε αδιέξοδα. Και βεβαίως η Τουρκία έχει επιδείξει διαχρονικά (καταδικαστέα) αδιαλλαξία. Αλλά η ελληνική πλευρά ήταν πάντοτε διαλλακτική; Δεν έχει ευθύνες σε τίποτα; Δεν διέπραξε λάθη, δεν έχασε ευκαιρίες;

Τέταρτον, η επιβεβλημένη πολιτική συναίνεση στα μείζονος σημασίας θέματα εξωτερικής πολιτικής, η «εθνική γραμμή», όπως ονομάζεται, συνιστά θετική εξέλιξη για το πολιτικό σύστημα. Το γεγονός ότι τα θέματα αυτά δεν αποτελού πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης (όπως συνέβαινε στο παρελθόν) πιστοποιεί πολιτική ωριμότητα. Αλλά η οποιαδήποτε «εθνική γραμμή» δεν μπορεί όμως και δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι ή πρόσχημα για τη συγκάλυψη της αλήθειας. «Το έθνος θα πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές» έλεγε ο Δ. Σολωμός. Είναι η συγκάλυψη της αλήθειας και η τυφλή, άκριτη αποδοχή ή στήριξη μιας οποιασδήποτε θέσης ή αφηγήματος, έστω και εμφανώς εσφαλμένων, εν ονόματι της «εθνικής γραμμής»  που καλλιεργούν και συντηρούν «τη λογική του αδιεξόδου» και της ακινησίας. Και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες υπάρχει συναίνεση στα θέματα αυτά. Υπάρχει όμως και πραγματικός διάλογος ακόμη και στα ευαίσθητα θέματα πολέμου και ειρήνης (π.χ. Βρετανία, ΗΠΑ, Γαλλία).  Εδώ φαίνεται  από την πρωτόγονη αντιπαράθεση του παρελθόντος  να έχουμε φθάσει στο άλλο άκρο.

Πέμπτον, μέσα στις τελευταίες δεκαετίες δεν καταφέραμε να λύσουμε ούτε ένα μείζονος σημασίας θέμα εξωτερικής πολιτικής. Δεν σημειώσαμε καμιά σημαντική επιτυχία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής  πέρα από την (κάποια αποτελεσματική) διαχείριση των εξωτερικών σχέσεων. Η μοναδική επιτυχία υπήρξε η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μήπως θα πρέπει να προβληματισθούμε για όλα αυτά από το να ρίχνουμε συνεχώς το ανάθεμα στους άλλους;

Η εθνική μας τύφλωση…