Πως αντιμετωπίζουμε την Τουρκία;

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 25 Φεβ 2018

Η πρόσφατη ένταση μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας με αφορμή το παρ’ ολίγον θερμό επεισόδιο στα  Ίμια αλλά και η  ένταση γύρω από την Κυπριακή ΑΟΖ  (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη)  επιβάλλουν ορισμένα γενικότερα, ψύχραιμα  συμπεράσματα/ διδάγματα. Χωρίς  αυτά δεν θα μπορέσουμε να πάμε παρακάτω εύκολα.

Πρώτον, η σημερινή Τουρκία βρίσκεται στην πλέον αβέβαιη περίοδο στην ιστορία της. Δεν αγκυροβολεί σταθερά σε κανένα συλλογικό ή άλλο πλαίσιο όπως ΝΑΤΟ, Ευρωπαική Ένωση ( ΕΕ). Οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ (παρά την πρόσφατη επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών  Τίλλερσον) παραμένουν στο χειρότερο δυνατό επίπεδο, η θέση της στο ΝΑΤΟ είναι υπό αμφισβήτηση, οι σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι επίσης σχεδόν σε αδιέξοδο. Και βεβαίως οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που ξεκίνησε στη Συρία κάθε άλλο παρά αποδίδουν τα προσδοκώμενα. Μια τόσο δομικά αβέβαιη Τουρκία και με ένα τόσο απρόβλεπτο πρόεδρο, τον Ρ. Ταγίπ Ερντογάν, είναι αναπόφευκτο να συμπεριφέρεται ανορθολογικά και επικίνδυνα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι λειτουργεί και χωρίς στρατηγική. Η Τουρκία έχει τη στρατηγική της για το Αιγαίο . Μόνο που εμείς δεν την λαμβάνουμε σοβαρα υπόψη επικαλούμενοι άλλοτε μια ρηχή νομικίστικη ερμηνεία της πραγματικότητας και άλλοτε  μια απλοική εθνικιστική ρητορική. Σε κάθε περίπτωση εμφανιζόμαστε ως εάν να αγνοούμε την πραγματικότητα σε τέτοιο  σημείο που να  προτείνεται, π.χ.  να προχωρήσουμε τώρα στην… επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα δώδεκα μίλια!

Δεύτερον, η πολιτική της Τουρκίας γύρω από τα Ίμια δεν έχει ουσιωδώς αλλάξει. Για την Τουρκία, τα Ίμια δεν είναι απλώς μια ακόμη “γκρίζα ζώνη” αμφισβητούμενης κυριαρχίας. Τα Ίμια/ Καρντάκ ανήκαν κατά την άποψή της στην Τουρκία (ανεξάρτητα από το τι λέει το διεθνές δίκαιο , οι Συνθήκες και χάρτες).  Στις ρηματικές διακοινώσεις του 1995- 1996 το τόνισε εμφατικά: “οι βραχονησίδες  Καρντάκ που απέχουν 3,8 ναυτικά μίλια από την ηπειρωτική Τουρκική χώρα  ανήκουν στην Τουρκία”.  Αυτό που φαίνεται να αλλάζει τώρα είναι η προσπάθεια να επιβάλει την άποψή της εγκαταλείποντας ίσως τη λογική που εδώ και δεκαετίες θεωρούσε τα Ίμια ως μία κατά κάποιο τρόπο  “παγωμένη σύγκρουση” (frozen conflict).

Τρίτον, η ένταση αλλά και η καθημερινώς ελλοχεύουσα απειλή για θερμή σύγκρουση που μπορεί να προκύψει από ένα θερμό επεισόδιο πιστοποιεί το πόσο λάθος έχουμε κάνει στο παρελθόν όταν, ενώ υπήρχαν οι κατάλληλες ευκαιρίες, δεν επιλύσαμε τα προβλήματα με τη γείτονά μας. Όταν ουσιαστικά η Αθήνα εγκατάλειψε τη φόρμουλα επίλυσης των διαφορών που συμφωνήθηκε το 1999 στο Ευρωπαικό Συμβούλιο του Ελσίνσκι. Και τούτο κάτω από την  εκτίμηση ότι ο χρόνος εργάζεται υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, εκτίμηση που αποδείχτηκε   πολλαπλώς ζημιογόνα αλλά κα δαπανηρή  τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο. Η Τουρκία διευρύνει συνεχώς την agenda εις βάρος μας.

Τέταρτον, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει για την Ελλάδα (και Κύπρο) το μόνο αξιόπιστο συλλογικό πλαίσιο που μπορεί να προσφέρει στήριξη χωρίς τη στρεβλωτική προσέγγιση “των ίσων αποστάσεων” που ακολουθεί το ΝΑΤΟ.   Αρκεί η κυβέρνηση να μάθει να αξιοποιεί καλύτερα τους μηχανισμούς και διαδικασίες της ΕΕ. Εάν π.χ. υπάρξει παρόμοιο με το πρόσφατο επεισόδιο  , η Ελλάδα οφείλει να ζητήσει την ενεργοποίηση  της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής (άρθ. 42,7 Συνθήκη Λισσαβώνας) με οτιδήποτε μπορεί αυτή να προσφέρει αντί να εκστομεί απερίσκεπτα εθνικιστικές κορώνες.

Πέμπτον, αντιμέτωπη με ένα τόσο αβέβαιο γείτονα, είναι επιβεβλημένο για την Ελλάδα να σταθμίζει προσεκτικά τις ενέργειές της και ειδικότερα το timing  ορισμένων πράξεων. Δεν χρειάζονται πατριδοκαπηλικοί θεατρινισμοί, ακροβασίες  ούτε απερίσκεπτες εξαγγελίες (όπως π.χ. αυτή για την ενοποίηση των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου που έγινε πρόσφατα ). Και εν πάση περιπτώσει, η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει Υπουργό Άμυνας ο οποίος, πέραν των οποιωνδήποτε άλλων…. χαρισμάτων, δεν μπορεί να συνομιλήσει με το ομόλογό του της άλλης πλευράς αλλά ούτε με την πολιτική ηγεσία της χώρας.  Αυτό δεν συμβαίνει πουθενά στην υφήλιο. Συνιστά μείζονα πολιτική ανωμαλία.

Έκτον, είναι επιτακτικό η Τουρκία “να ξαναδέσει” με το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όχι να ενταχθεί  ως πλήρες μέλος  καθώς αυτό για το ορατό μέλλον δεν γίνεται. Δεν πληρούνται βασικές προυποθέσεις . Αλλά να αγκυροβολήσει στην ΕΕ . Η διάσκεψη κορυφής ΕΕ – Τουρκίας που είναι προγραμματισμένη για τις 26 Μαρτίου στη Βάρνα προσφέρει μια ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Θα πρέπει και με τη βοήθεια της Ελλάδας να αξιοποιηθεί στο μέγιστο βαθμό.

Έβδομον , καλό είναι για τη χώρα να συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα, πρόκληση και απειλή και να λύσει τα υπόλοιπα με ένα έντιμο λογικό συμβιβασμό   όπως π.χ. το θέμα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας- ΠΓΔΜ. Ένα πράγμα ειναι βεβαιο: κάτω από οποιεσδήποτε  συνθήκες η βόρεια , γειτονική μας χώρα δεν μπορεί να αποτελέσει και δεν  αποτελεί απειλή για την Ελλάδα (Αλλά βεβαίως ο Ελληνικός λαός διαδηλώνει για φανταστικές απειλές . Για τις πραγματικές απειλές  οποιασδήποτε μορφής και προέλευσης δεν φαίνεται να νοιάζεται και ιδιαίτερα.Ένα άλλο Ελληνικό παράδοξο αποπρασανατολισμού ..)

Όγδοον, Λευκωσία ( κυρίως )  και Αθήνα οφείλουν  να κατανοήσουν  ότι πλήρης αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της Κύπρου δεν μπορεί, δυστυχώς, να υπάρξει χωρίς την προηγούμενη  επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Όσοι με το επιχείρημα των ενεργειακών πόρων διατείνονται επιπόλαια ότι η Κύπρος έχει εξασφαλίσει μέσω αυτών την επιβίωση της  και επομένως δεν χρειάζεται λύση του πολιτικού προβλήματος βρίσκονται-επιεικώς-  εκτός πραγματικότητας. Η Κύπρος δοκιμάζει αυτή τη περίοδο  την έκνομη δραστηριότητα της Τουρκίας  και λόγω της αποτυχίας επίλυσης του προβλήματος τον περασμένο Ιούλιο στον Κράν Μοντανά με ευθύνη  και της Λευκωσίας και Αθήνας.