Τα Δυτικά Βαλκάνια έχουν τις προϋποθέσεις να ενταχθούν στην ΕΕ;

Κωνσταντίνος Σ. Μαργαρίτης 12 Ιαν 2022

Η συζήτηση για την ενταξιακή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων έχει πολλές παραμέτρους και οφείλει η ΕΕ να ακούσει με προσοχή τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Τα Δυτικά Βαλκάνια πρέπει να προχωρήσουν προς την ενταξιακή τους πορεία, για να δημιουργηθεί αυτό που πάντοτε ελπίζανε οι άνθρωποι που έκτισαν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η Ευρώπη να γίνει μία ήπειρος ειρήνης, συνεργασίας και προκοπής.

Η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ είναι σημαντική από πολιτική, οικονομική, αλλά και από άποψη ασφάλειας για την Ένωση και δεν αποτελεί απλώς άλλη μια διεύρυνση αλλά πολύ περισσότερο μια γεωπολιτική στρατηγική επιλογή που ενισχύει τον ρόλο της ΕΕ ως σημαντικού περιφερειακού και παγκόσμιου παίκτη. Σε ότι αφορά ειδικά στη Σερβία, που αποτελεί χώρα-κλειδί για την ΕΕ στην περιοχή, έχει πραγματοποιήσει πρόοδο, επιταχύνοντας τις μεταρρυθμίσεις. Προσπάθειες που σήμερα αναγνωρίζει η ΕΕ με το άνοιγμα της δέσμης κεφαλαίων 4 των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Η δράση της ΕΕ έχει επιδράσει ελάχιστα στην προώθηση των θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων στον τομέα του κράτους δικαίου στα Δυτικά Βαλκάνια, σύμφωνα με ειδική έκθεση που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ). Βεβαίως, στην περιοχή έχουν πραγματοποιηθεί ορισμένες τεχνικές και επιχειρησιακές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ελεγκτές, σε ένα περιβάλλον περιορισμένης πολιτικής βούλησης και έλλειψης δεσμεύσεων, η στήριξη της ΕΕ είναι άκρως ανεπαρκής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως λόγου χάριν με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τη συγκέντρωση εξουσιών, τις πολιτικές παρεμβάσεις και τη διαφθορά.

Η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και η Σερβία είναι υποψήφιες για ένταξη χώρες, ενώ η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσσοβο εν δυνάμει υποψήφια μέλη. Ωστόσο, όλες αυτές οι χώρες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα όσον αφορά το κράτος-δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες, η ΕΕ καταβάλλει προσπάθειες, προκειμένου να τις βοηθήσει με την υλοποίηση του μεταρρυθμιστικού προγράμματός τους. Η βοήθεια διαρθρώνεται γύρω από δύο αλληλένδετους άξονες δράσης: τη χρηματοδοτική στήριξη (που ανήλθε σε περίπου 700 εκατομμύρια ευρώ μεταξύ 2014 και 2020) και τον πολιτικό διάλογο. Στην έκθεση του ΕΕΣ επιχειρείται να προσδιοριστεί η αποτελεσματικότητα αυτών των δράσεων.

Οι προτεραιότητες της ΕΕ όσον αφορά στο κράτος-δικαίου στα Δυτικά Βαλκάνια είναι σαφείς και μεταφράζονται συνήθως σε συγκεκριμένες δράσεις στο πλαίσιο του μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας. Παρ’ όλα αυτά, οι ελεγκτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι βασικοί κίνδυνοι που υπονομεύουν τον βιώσιμο αντίκτυπο των δράσεών της δεν έχουν ακόμη μετριαστεί επαρκώς. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση των περιορισμένων διοικητικών ικανοτήτων και της έλλειψης πολιτικής βούλησης – δύο καθοριστικής σημασίας παραγόντων – είναι πολύ λίγα και συχνά αναποτελεσματικά. Επιπλέον, οι ελεγκτές επισημαίνουν την ασυνεπή εφαρμογή των προϋποθέσεων χρηματοδότησης και υλοποίησης των έργων. Ομοίως, η ΕΕ σπανίως έχει κάνει χρήση της δυνατότητας αναστολής της βοήθειας, εάν μια δικαιούχος χώρα δεν τηρεί τις βασικές αρχές της δημοκρατίας, του κράτους-δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τέλος, οι ελεγκτές υπογραμμίζουν ότι η στήριξη της ΕΕ για την κοινωνία των πολιτών είναι ανεπαρκής για την ικανοποίηση των αναγκών του τομέα αυτού και βασίζεται κυρίως σε βραχυπρόθεσμα έργα.

«Η ενωσιακή στήριξη για το κράτος δικαίου στα Δυτικά Βαλκάνια σίγουρα δεν επέφερε τις προσδοκώμενες μαζικές αλλαγές», δήλωσε ο Juhan Parts, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση. «Η περιορισμένη πρόοδος που επιτεύχθηκε την τελευταία 20ετία απειλεί τη συνολική βιωσιμότητα της ενωσιακής στήριξης που παρασχέθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας προσχώρησηςΟι συνεχείς μεταρρυθμίσεις χάνουν την αξιοπιστία τους, εάν δεν οδηγούν σε απτά αποτελέσματα.»

Εάν η ενωσιακή δράση φαίνεται να έχει συμβάλει στις μεταρρυθμίσεις, αυτό οφείλεται στην τάση των διαφόρων αναφορών να εστιάζουν περισσότερο στα ποσοτικά επακόλουθα και όχι αρκετά στα πραγματικά επιτεύγματα των μεταρρυθμίσεων. Η εικόνα που προκύπτει από τις αξιολογήσεις των επιδόσεων που πραγματοποίησαν οι ελεγκτές της ΕΕ είναι εντελώς διαφορετική. Έτσι, διαπιστώνεται ότι η πρόοδος ως προς την κατάσταση του κράτους-δικαίου στην περιοχή ήταν ως επί το πλείστον μάλλον περιορισμένη και ότι η βιωσιμότητα αποδεικνύεται δύσκολη στην επίτευξή της. Παρά την επί δεκαετίες πολιτική στήριξη και οικονομική βοήθεια της ΕΕ, σε πολλές χώρες των Δυτικών Βαλκανίων εξακολουθούν να υπάρχουν θεμελιώδη προβλήματα, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς (που παραμένει διάχυτη) και την ελευθερία έκφρασης.

Οι ελεγκτές συνιστούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ενισχύσει τον μηχανισμό προώθησης των μεταρρυθμίσεων στον τομέα του κράτους δικαίου και τη στήριξη προς τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, να συναρτήσει στενότερα τη χρηματοδότηση με την επίτευξη προόδου στον τομέα του κράτους-δικαίου και να βελτιώσει τη διαδικασία παρακολούθησης των έργων και παρουσίασης των σχετικών στοιχείων.

Υπάρχει ακόμη «αρκετός δρόμος» για να μπορέσουν οι ηγέτες των Δυτικών Βαλκανίων να ενστερνιστούν την ευρωπαϊκή κουλτούρα και φιλοσοφία. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν, τα κίνητρα είναι αυξημένα και απαιτείται προσήλωση στα ευρωπαϊκά ιδεώδη.