Διαβούλευση ή δια-δούλεμα;

Κώστας Μποτόπουλος 08 Μαρ 2017

Επειδή το παραμύθι της «συνταγματικής αναθεώρησης» ξανάρχισε αυτές τις μέρες, δεν θα ήταν ίσως άσκοπο να υπενθυμίσουμε ορισμένα στοιχεία από το χώρο της πραγματικότητας:

  • Η διαδικασία για τη συνταγματική αναθεώρηση είναι μία και μοναδική –αυτή που προβλέπει το Σύνταγμα: συζήτηση σε ειδική Επιτροπή και στην Ολομέλεια της Βουλής, εκτύλιξη σε δύο φάσεις και μεσολάβηση εκλογών μέχρι την ολοκλήρωση, ειδικές πλειοψηφίες για την ψήφιση των υπό αναθεώρηση διατάξεων και του περιεχομένου καθεμίας από αυτές. Αν η «πρώτη Βουλή», που αποφαίνεται μόνο για το ποιες διατάξεις θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν, στείλει στη «δεύτερη», τη μετά τις εκλογές, Βουλή, μια διάταξη με 180 ψήφους, τότε αρκούν 150 για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της’ αν δεν έχουν δοθεί στην πρώτη φάση οι 180 ψήφοι, θα πρέπει να συγκεντρωθούν στη σχετική με το περιεχόμενο ψηφοφορία, κάτι που προφανώς είναι ορθότερο τόσο από θεσμική όσο και από πολιτική άποψη. Περίπλοκο μεν, δεσμευτικό δε
  • Οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία «διαβούλευσης», όπως και αν ονομασθεί -άρα και η «κάθοδος στο λαό», που προβλέπεται να ακολουθήσει- δεν έχει το παραμικρό νομικό αλλά και πολιτικό αντίκρισμα. Νομικό, γιατί όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα της «διαβούλευσης», οι βουλευτές όχι μόνο δεν υποχρεούνται αλλά και δεν μπορεί να τους ζητηθεί να το λάβουν υπόψη τους. Και πολιτικό, γιατί πάλι οι βουλευτές –οι μόνοι αρμόδιοι για την αναθεώρηση- θα έπρεπε να γνωρίζουν (και ίσως η προσπάθεια θέσπισης μιας τέτοιας προφανούς ατυπίας θα τους βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν) ότι στα συνταγματικής περιωπής ζητήματα δεν χωρούν, αλλά και δεν συγχωρούνται, ούτε ερασιτεχνισμοί, ούτε λαϊκισμοί, ούτε παιχνίδια
  • Τόσο η Επιτροπή για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, που όρισε η κυβέρνηση, όσο και η διαδικασία ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, που λανσάρει η Επιτροπή, δεν έχουν καμία κανονιστική αλλά και δημοκρατική υπόσταση. Η Επιτροπή μπορεί να περιλαμβάνει αρκετούς σοβαρούς (παρότι μη σχετικούς, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, με το αντικείμενο) ανθρώπους, που θα έπρεπε να γνωρίζουν όμως ότι συμμετέχουν σε μια μη σοβαρή διαδικασία –η δε σοβαρότητα είναι αγαθό υπό συνεχή κατάκτηση. Τα δε «53 ερωτήματα» και οι συναφείς «ψηφοφορίες» στερούνται εξαρχής την οποιαδήποτε σοβαρότητα και γι’ αυτό όχι μόνο δεν ενδυναμώνουν, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, αλλά ευτελίζουν τη δημοκρατία. Γιατί 53 (ορισμένα από τα οποία μάλιστα για ζητήματα που κείνται εκτός δυνατότητας αναθεώρησης, όπως η «αρχιτεκτονική του πολιτεύματος») και όχι 21 ή 164 ερωτήματα; Και πόσο «ασφαλής» είναι μια διαδικτυακή ψηφοφορία επί αυθαιρέτων ερωτημάτων στα οποία μη διαθέτοντες στοιχειώδη γνώση θα απαντούν χωρίς να έχουν ενημερωθεί από κανέναν αλλά διαθέτοντας πολλαπλή επιλογή απαντήσεων;
  • Ο Πρωθυπουργός επέλεξε τη στιγμή κατά την οποία η χώρα ξαναβρέθηκε στο χείλος της οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας για να ξαναπαίξει με το Σύνταγμα και τους θεσμούς. Έκανε λόγο για μια «Νέα Μεταπολίτευση», χάνοντας και την τελευταία ικμάδα πρωτοτυπίας στο θεσμικό λαϊκισμό του. Υποσχέθηκε σε όσους παίξουν το παιχνίδι του –γνωρίζοντας ότι σε καθεστώς έλλειψης άρτου, κάθε παιχνίδι εκτόνωσης βρίσκει ακροατήριο- ότι το αποτέλεσμα θα είναι κάτι περισσότερο από ένα «chat». Μιλά μετά λόγου γνώσης: η πρακτική της κυβέρνησης του έχει τελειοποιήσει τη μετατροπή των πάντων, ακόμα και της Δημοκρατίας, σε ένα ατέλειωτο «chat», που νομίζει ότι είναι «συζήτηση» και συχνά-πυκνά μεταμφιέζεται σε «διαβούλευση».