Τόσο η πρόσφατη συνάντηση των προέδρων ΗΠΑ και Τουρκίας στον Λευκό Οίκο και οι σχετικές δηλώσεις, όσο και οι συμφωνίες που επιτεύχθηκαν κατά τις επισκέψεις του Βρετανού πρωθυπουργού και του Γερμανού καγκελαρίου στην Άγκυρα, προκάλεσαν ευρύτερες συζητήσεις.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία αποτελεί τμήμα της «Δύσης». Αν και έχει πολλές και μεγάλες «ιδιαιτερότητες», ανήκει σε όλους τους δυτικούς θεσμούς και οργανισμούς. Μέλος του ΝΑΤΟ, μέλος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), συνδεδεμένη χώρα με την ΕΕ από την δεκαετία του '60, και επισήμως υποψήφια προς ένταξη σε αυτήν. Συμμετέχει ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου Μακρόν.
Αυτό σημαίνει ότι οι σχέσεις της με ΗΠΑ και Ευρώπη είναι κομβικής σημασίας. Αφενός οι οικονομικές - εμπορικές σχέσεις, και αφετέρου οι σχέσεις στον τομέα της άμυνας, με στρατιωτικές βάσεις και εξοπλισμούς, είναι και θα παραμείνουν ανεπτυγμένες.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, παρά την «ειδική σχέση» που διατηρεί με τον Πούτιν, κάνει το τελευταίο διάστημα μια συνολική επαναπροσέγγιση με την Δύση. Αυτό πράττει με την ΕΕ, προωθώντας την λεγόμενη «θετική ατζέντα» στις σχέσεις τους (δηλώσεις Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν), και βεβαίως με τις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, παρά την δυσφορία της για την προμήθεια των ρωσικών πυραύλων S-400 από την Τουρκία, δεν έχει αποφασίσει να αφήσει την Τουρκία να απομακρυνθεί από την Δύση. Κάτι τέτοιο θα ήταν μεγάλη αποτυχία για την εξωτερική πολιτική οποιασδήποτε αμερικανικής κυβέρνησης.
Η ΕΕ, παράλληλα με την ορθή κριτική της κυρίως για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών, βλέπει την Τουρκία ως (μόνιμο) γείτονα, ανεξαρτήτως του ποιος είναι σήμερα στην ηγεσία της. Την αποκαλεί «βασικό εταίρο». Εκτιμά ότι η χώρα αυτή είναι περιφερειακή δύναμη με σημαντικό ρόλο στα πράγματα της περιοχής. Και επιθυμεί να οικοδομήσει μια συνολική, περιεκτική σχέση μαζί της, ώστε να την έχει κοντά της αλλά και να επηρεάζει την εξωτερική συμπεριφορά της και την εσωτερική πορεία της.
Ούτε η ΕΕ, ούτε οι ΗΠΑ θέλουν η Τουρκία να πέσει σε αστάθεια, ή να ενταχθεί σε έναν άξονα Ρωσίας-Κίνας-Ιράν, είτε να ηγεμονευθεί από εξτρεμιστικές ισλαμιστικές δυνάμεις. Η Ελλάδα είναι προφανώς η πρώτη που πρέπει να απεύχεται αυτές τις πιθανότητες.
Το «κλειδί» για ελληνοτουρκικά και Κυπριακό είναι οι σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας. Είναι σημαντικό να υπάρξει ένα πλέγμα δεσμευτικών σχέσεων και κοινών συμφερόντων μεταξύ των δύο πλευρών. Η «θετική ατζέντα» στις ευρω-τουρκικές σχέσεις μπορεί να είναι επωφελής για Ελλάδα και Κύπρο.
Αντί να σπαταλάμε «διπλωματικό κεφάλαιο» για να βάζουμε εμπόδια στην σύνδεση της Τουρκίας με ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες (όπως έγινε με το Πρόγραμμα αμυντικών προμηθειών SAFE), τα οποία έτσι κι αλλιώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες παρακάμπτουν, η Ελλάδα μπορεί να θέσει -μέσα σε αυτό το «πακέτο»- τις ελληνοτουρκικές διαφορές και το Κυπριακό.
Η επίλυση των προβλημάτων μας με την Τουρκία περνά μέσω της βελτίωσης (υπό προϋποθέσεις) των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας. Αντιθέτως, μια επιδείνωση των ευρω-τουρκικών σχέσεων μπορεί να δημιουργήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις και κυρίως να καταστρέψει οποιεσδήποτε προοπτικές διευθέτησης των διμερών ζητημάτων.
Η Τουρκία πρέπει να είναι μέσα σε ένα ευρωπαϊκού τύπου «κέλυφος» και εκεί να συζητούνται οι όποιες διαφορές προκύπτουν. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που απαιτούν πολιτικό θάρρος, και όχι με προσκόλληση σε στερεότυπα δόγματα εξωτερικής πολιτικής.
Πηγή: www.tanea.gr