Το τέταρτο Μνημόνιο

Κώστας Μποτόπουλος 13 Ιουν 2012

Το «σχέδιο σωτηρίας» της Ισπανίας, που συμφωνήθηκε αυτές τις μέρες, μοιάζει αρκετά διαφορετικό από τα αντίστοιχα των τριών, ως τώρα, χωρών υπό Μνημόνιο. Η συγκέντρωση του προβλήματος στον τραπεζικό τομέα, το μέγεθος της Ισπανίας -της οικονομίας της και της σημασίας της για την Ευρώπη- καθώς και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν επίσημοι ειδικοί όροι για την απόδοση του δανείου, συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης. Η πραγματικότητα μάλλον λέει το αντίθετο: έχουμε κι εδώ μια χώρα που οικειοθελώς ζήτησε ευρωπαϊκό δανεισμό γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της και της οποίας η κυβέρνηση, ως εγγύηση για την αποπληρωμή των δανείων, συνομολογεί και αποδέχεται μεγάλες απώλειες στα περιθώρια πολιτικών και οικονομικών κινήσεων της.

Η Ισπανία, μπορεί να μην έχει και να μη συζητά «Μνημόνιο», τα μέτρα όμως που οφείλει να λάβει αλλά και ο τρόπος που αυτά θα επιτηρούνται από τους δανειστές, είναι ποιοτικά πολύ συγγενής με των χωρών υπό «κανονικό» Μνημόνιο. Τα μέτρα αφορούν καταρχάς και κυρίως, αλλά όχι μόνο, τον τραπεζικό τομέα, προς τον οποίο και θα κατευθυνθούν αποκλειστικά τα χρήματα του δανείου. Οι ισπανικές τράπεζες, και μάλιστα όχι μόνον οι «προβληματικές», αλλά ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα, θα πρέπει, σύμφωνα με την αρχική συμφωνία του Σαββάτου που πρόκειται να λάβει σύντομα οριστική μορφή, να «ενισχυθούν», να «εξυγιανθούν» και να «μεταρρυθμιστούν»: με δύο λόγια, «να κάνουν οικονομίες», σύμφωνα με τον κλασικό τρόπο, με μειώσεις μισθών και προσωπικού, με κλείσιμο υποκαταστημάτων, με πωλήσεις στοιχείων ενεργητικού ή συμμετοχών, με διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου τους. Το πώς θα επιτευχθεί αυτό, είναι κάτι που θα γίνεται υπό τη διαρκή επίβλεψη – επιτήρηση – «συνεργασία» της τρόικας, η οποία, όπως και στις περιπτώσεις των χωρών υπό Μνημόνιο, θα έχει δικαίωμα συμβουλής και συμβολής και θα εξαρτά την αποταμίευση ποσών των δανείων από τη συμμόρφωση προς αυτές. Τα αναγκαστικά μέτρα και ο έλεγχος επ’ αυτών δεν θα περιορίζονται όμως στο τραπεζικό σύστημα, αφού, όπως αναφέρεται στη συμφωνία και ήδη βιάστηκαν να επιβεβαιώσουν τόσο ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, όσο και ο Ισπανός Επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα αφορούν οτιδήποτε σχετίζεται με την εφαρμογή του «Συμφώνου Σταθερότητας», αλλά και του νεοπαγούς «Δημοσιονομικού Συμφώνου», δηλαδή κάθε μέτρο πολιτικής που αφορά προϋπολογισμό, φορολόγηση, «ανάπτυξη» κ.λπ. Η μεγάλη, θεωρητικά τουλάχιστον, διαφορά είναι ότι η Ισπανία είχε ήδη οικειοθελώς και από δύο διαδοχικές κυβερνήσεις, λάβει μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση, έτσι ώστε η παρακολούθηση να μην ξεκινά με τον ίδιο βαθμό δυσπιστίας με αυτόν, κυρίως, της Ελλάδας. Όμως και η Πορτογαλία υπήρξε «καλός μαθητής» πριν να μπει στο Μνημόνιο και γνωρίζουμε την τύχη της.

Η είσοδος της Ισπανίας στο κλαμπ των χωρών υπό μηχανική υποστήριξη, με λιγότερα ή περισσότερα σωληνάκια, έχει την προφανή σημασία της αλλαγής επίπεδου. Οι συνέπειες θα είναι πολλές και σημαντικές για όλη την πορεία της Ένωσης και του ευρώ, ξεχωρίζουν όμως δύο πιο άμεσες και πιο στενά συνδεόμενες με τις λοιπές χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (φοβούμαι ότι δεν θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να σας κουράσω με το πέμπτο Μνημόνιο, το κυπριακό). Η πρώτη συνέπεια, η πιο πολιτική και πιο θετική, είναι ότι ανοίγει ακόμα πιο διάπλατα η πόρτα τής κάποιου είδους «επαναδιαπραγμάτευσης» και των ισχυόντων Μνημονίων –ήδη Ιρλανδία και Πορτογαλία κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση, ενδυναμώνοντας και την επιχειρηματολογία της προσεχούς ελληνικής κυβέρνησης (που αποκτά έτσι ένα επιπλέον λόγο να μείνει στο ευρωπαϊκό τρένο). Η δεύτερη συνέπεια, πιο τεχνική και ανησυχητική, είναι ότι αυξάνονται τα ποσά που φεύγουν από τα ταμεία της Ένωσης (EFSF και από τον Ιούλιο και ESM), με αποτέλεσμα να μένουν λιγότεροι πόροι για ενδεχόμενη ενίσχυση άλλων χωρών, ή για περαιτέρω ενίσχυση των ήδη ενισχυόμενων, αλλά και να σκληραίνουν οι εκ μέρους της Ευρώπης όροι απόδοσης και ελέγχου τους. Το μνημονιακό κλαμπ μεγαλώνει, αλλά είναι αμφίβολο αν το ίδιο συμβαίνει και με την αλληλεγγύη προς τα μέλη του και μεταξύ τους. Μόνο η πολιτική, δηλαδή οι βαθιές αλλαγές σε επίπεδο Ένωσης, θα μπορούσαν ουσιαστικά να την ενισχύσουν.