Κίνδυνος ή ευκαιρία;

Παύλος Τσίμας 31 Μαϊ 2025

Και ξαφνικά, συνειδητοποιήσαμε ότι κάτι έχει αλλάξει στο περιβάλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Τυπικά, η αλλαγή επισημοποιήθηκε την περασμένη Τρίτη. Το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της Ευρώπης υιοθέτησε τον Κανονισμό Δράσης για την Ασφάλεια στην Ευρώπη (SAFE), ο οποίος περιλαμβάνει την Τουρκία ως εταίρο, πιθανό εταίρο για να ακριβολογούμε, στο σημαντικότερο ευρωπαϊκό εγχείρημα της εποχής, την κούρσα προς την αμυντική αυτάρκεια της Ευρώπης. Η Ευρώπη προσπαθεί αγωνιωδώς να κόψει δρόμο, να βρει χρηματοδοτικά εργαλεία, να κινητοποιήσει πόρους και να συντονίσει τις ατελείς εθνικές αμυντικές βιομηχανίες, ώστε να υποκαταστήσει την  αμερικανική ασπίδα που σταδιακά ή ίσως ξαφνικά μπορεί να αποσυρθεί. Και η Τουρκία- οι εξαγωγές της οποίας σε οπλικά συστήματα ξεπέρασαν πέρυσι τα 7 δισ. δολάρια- εμφανίζεται ως η σημαντικότερη μετά την Μεγάλη Βρετανία χώρα εκτός της Ένωσης, που θα μπορούσε να έχει συμβολή σε αυτό το υπαρξιακά κρίσιμο εγχείρημα.

Ο κανονισμός εγκρίθηκε και στο εσωτερικό η συζήτηση άνοιξε αμέσως με τους όρους που επιβάλουν τα αταβιστικά μας ανακλαστικά. Που ακούστηκε να χρηματοδοτεί η Ευρώπη την αμυντική βιομηχανία μιας τρίτης χώρας που απειλεί μια χώρα μέλος, εναντίον της οποίας έχει διατυπώσει το περιλάλητο casus belli; Είναι επαρκής ο όρος που η ελληνική πλευρά μόχθησε να περιληφθεί στο κείμενο- «η συμμετοχή μιας τρίτης χώρας στο SAFE μπορεί να αποκλειστεί αν αυτή η χώρα θέτει άμεση απειλή στην ασφάλεια ενός κράτους-μέλους»- ή θα χρειαζόταν κάτι ισχυρότερο; Διατηρεί η Ελλάδα την δυνατότητα να μπλοκάρει μια ευρώ-τουρκική συμφωνία, με επίκληση της αρχής της ομοφωνίας, ή μήπως έχασε ή, ακόμη χειρότερα, παραχώρησε αυτό το όπλο; Μήπως ανοίξαμε «κερκόπορτα», να μπουν στην πόλη οι οχτροί; Μήπως θα έπρεπε να επιμείνουμε στον αποκλεισμό της Τουρκίας με απειλή βέτο;

Στην πραγματικότητα, βέβαια, η απόφαση της περασμένης Τρίτης επισημοποίησε μια ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα. Η Τουρκία έχει βρει θέση σε έναν άτυπο ευρωπαϊκό μηχανισμό με την συμμετοχή της στην αμυντική ενίσχυση της Ουκρανίας.  Συμμετέχει στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα αεράμυνας Sky shield. Δεκαετίες τώρα, βρετανικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, γερμανικά ή ολλανδικά κεφάλαια επενδύονται στο μπουμ της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Πρόσφατα η ροή κεφαλαίων αντιστράφηκε. Είναι η Τουρκία που επενδύει στις αμυντικές βιομηχανίες Ευρωπαϊκών χωρών. Στην Ιταλία, για παράδειγμα.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η απόφαση της περασμένη Τρίτης είναι ασήμαντη εξέλιξη. Δημιουργώντας ένα ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο για αυτό που ήδη συνέβαινε ως τώρα στην πράξη, ανοίγει στην Ελλάδα μια ευκαιρία- αλλά και μια υποχρέωση- να διεκδικήσει λόγο και ρόλο στην διαμόρφωση των όρων του κανονιστικού πλαισίου. Πρέπει, λοιπόν, να συζητήσουμε σοβαρά και να αποφασίσουμε τι θέλουμε, τι θεωρούμε συμφέρον.

Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, την εξέλιξη; Ως απειλή, ως κίνδυνο; Ή ως ευκαιρία; Ως κερκόπορτα της άλωσης ή ως γέφυρα επανασύνδεσης με την στρατηγική του Ελσίνκι;

Ο κίνδυνος είναι προφανής. Και όχι μόνον για την Ελλάδα. Πολλοί έχουν επισημάνει ότι θα έπρεπε να προληφθεί μια υπερβολική αμυντική εξάρτηση της Ευρώπης από την Τουρκία. Αλλά είναι εξ ίσου προφανής και η ευκαιρία.

Η στρατηγική του Ελσίνκι είχε μια κεντρική ιδέα. Πως η Ελλάδα δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της παίζοντας τον ρόλο του «κακού» που ορθώνει εμπόδια και βάζει βέτο στην ευρωπαϊκή φιλοδοξία της Τουρκίας, επιτρέποντας σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες να κρύβονται πίσω της. Έπρεπε, αντίθετα, να εμφανιστεί ως συνήγορος της τουρκικής φιλοδοξίας, εγγράφοντας, όμως, ως προϋπόθεση για την πραγματοποίησή της, την επίλυση των ζωτικών για εμάς θεμάτων, του Κυπριακού και των τουρκικών αξιώσεων στις θαλάσσιες ζώνες του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου. Εγγράφοντας, συνεπώς, τις υποθέσεις αυτές ως μέρος μιας ευρωπαϊκής ατζέντας και όχι ως διμερείς διαφορές, αδιάφορες για και ακατανόητες από τους τρίτους.

Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η επιβράβευση αυτής της στρατηγικής. Μα, στην πορεία, καθώς οι εξελίξεις τόσο στην Ευρώπη όσο και εσωτερικά στην Τουρκία καθιστούσαν ελάχιστα ρεαλιστικές τις ευρωπαϊκές της φιλοδοξίες, και οι ελληνικές κυβερνήσεις, αιχμάλωτες πάντα του «συνδρόμου της Ζυρίχης», πετούσαν την μπάλα στην εξέδρα, η στρατηγική του Ελσίνκι έπαψε να λειτουργεί. Και η διαχείριση των προβλημάτων με την Τουρκία επέστρεψε σε ένα διμερές περιβάλλον- που ο συσχετισμός δυνάμεων καθιστά όλο και πιο προβληματικό- και στην προοπτική μιας αμερικανικής μεσολάβησης, αν το πράγμα στράβωνε. Αλλά η παρέμβαση της Ουάσιγκτον, ολοφάνερα πια, ούτε δεδομένη μπορεί να θεωρείται, ούτε είναι δεδομένο ότι θα τηρεί ισορροπίες.

Αν, λοιπόν, η μεγάλη αναταραχή στο εσωτερικό του πάλαι ποτέ ατλαντικού κόσμου, η μεγάλη, υπαρξιακή αγωνία της Ευρώπης για την αμυντική της αυτονομία και η ανάγκη της Τουρκίας, για δικούς της λόγους, να γίνει μέρος του ευρωπαϊκού αμυντικού χώρου, δημιουργήσει προϋποθέσεις για ένα νέο- υπό πολύ δυσκολότερους όρους, με πολύ μεγαλύτερα ρίσκα- Ελσίνκι, τι θα έπρεπε να κάνουμε; Να το εκμεταλλευτούμε; Και, αν ναι, με ποιους όρους και με ποια προαπαιτούμενα να προσπαθήσουμε να συνδέσουμε ένα ελληνικό «ναι»;  Ή μήπως καλύτερα να αναδιπλωθούμε εθνικά υπερήφανοι (προς εσωτερική κατανάλωση) και αλυσιτελώς απορριπτικοί;

Η απάντηση μοιάζει προφανής αλλά δεν είναι αυτονόητη. Γιατί αν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την εξέλιξη ως ευκαιρία, δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται για μια ακίνδυνη ευκαιρία. Και προπάντων ότι η επωφελής εκμετάλλευσή της έχει μια προϋπόθεση: Μια συνεκτική στρατηγική εδραιωμένη σε μια λειτουργική εσωτερική συναίνεση. Και, εδώ που βρισκόμαστε, με την σημερινή εικόνα του πολιτικού συστήματος, ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε η συγκρότηση στρατηγικής ούτε, πολύ περισσότερο, η εξασφάλιση συναίνεσης μοιάζει εύκολη υπόθεση.

Πηγή: www.kreport.gr