Σε καιρούς ταραγμένους, σαν αυτούς, όπου ένας κόσμος πεθαίνει κι ένας άλλος πάει με πόνους πολλούς να γεννηθεί, όπου οι συσχετισμοί της δύναμης αναδιατάσσονται και όλα γύρω μοιάζουν απειλητικά και δυσοίωνα, είναι κάποια κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που επιστρέφουν, μ’ έναν παράξενο τρόπο, στον διεθνή διάλογο. Οι δρώντες αναζητούν σε αυτά οδηγό, «αφήγημα» ή άλλοθι. Κι εμείς οι υπόλοιποι, χαμένοι, μπερδεμένοι, προσπαθώντας να μείνουμε σε επαφή με μια δυσανάγνωστη πλοκή που μας τρομάζει, ψάχνουμε σε αυτά το νόημα που μας διαφεύγει.
Είναι ο Θουκυδίδης, προπάντων, που επιστρέφει. Τα τελευταία χρόνια, πολλοί αναλυτές κατέφυγαν στην Ιστορία του για μια εξήγηση ή μια πρόβλεψη για τα επερχόμενα. Έγινε της μόδας διεθνώς στις στρατηγικές αναλύσεις η λεγόμενη «παγίδα του Θουκυδίδη». Η εξήγηση που εκείνος έδωσε για την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου υιοθετήθηκε ως σκοτεινή προφητεία για μια επικείμενη σύγκρουση ΗΠΑ- Κίνας, και την μεγάλη αναδιάταξη του κόσμου γύρω από τον άξονα αυτό, που εμφανίζεται ως περίπου αναπόφευκτη. Μια κυρίαρχη δύναμη από φόβο μπροστά σε μια ανερχόμενη, που απειλεί την ηγεμονία της, μπαίνει στον πειρασμό ενός πολέμου, στον οποίο η κάθε πλευρά θεωρεί την πλήρη συντριβή της άλλης προϋπόθεση για την δική της επιβίωση.
Κάποιοι έκαναν κι ένα επόμενο βήμα. Χρησιμοποίησαν την «παγίδα του Θουκυδίδη» όχι μόνον ως ερμηνεία της γεωπολιτικής αναταραχής που ζούμε, αλλά και της πόλωσης που ριζοσπαστικοποιεί κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Η σύγκρουση ανάμεσα στις ως τώρα κυρίαρχες και τις ανερχόμενες κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις προσφέρεται ως Θουκυδίδεια εξήγηση για την άνοδο του Τραμπ, τις συμμαχίες που σχηματίζονται γύρω του και τον εσωτερικό πόλεμο εξόντωσης που έχει κηρύξει εναντίον της φιλελεύθερης πλευράς της αμερικανικής σελήνης.
Σύμφωνοι. Μα ειδικά σήμερα, οι εξελίξεις στην Μέση Ανατολή μας καλούν, νομίζω, εκτός από τον Θουκυδίδη να κατεβάσουμε από τα ράφια της βιβλιοθήκης και τον διάδοχό του, τον Ξενοφώντα. Για εκείνη, προπάντων, την σύντομη περιγραφή του για το δίλημμα των Σπαρτιατών, μετά τη νίκη τους επί των Αθηναίων. Όταν οι Αθηναίοι, αφηγείται στα Ελληνικά, έστειλαν πρεσβεία στην Σπάρτη για να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης, οι σύμμαχοι των νικητών, ιδίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι, διαμαρτυρήθηκαν πως δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν. Ο νικητής, όμως, της τελευταίας μάχης του πολέμου, στους Αιγός ποταμούς, ο Λύσανδρος, τους αγνόησε και έπεισε την Συνέλευση να δεχθεί μια συνθήκη ειρήνης, με όρους σκληρούς, που και οι ηττημένοι, όμως, θα μπορούσαν να αποδεχθούν. Κι αυτό, το δίδαγμα του Ξενοφώντα- πως η ειρήνη είναι ευθύνη του νικητή- είναι, ίσως, πιο επίκαιρο σήμερα από την πολυσυζητημένη «παγίδα του Θουκυδίδη».
Ήταν ένα δίδαγμα που αγνόησαν οι νικητές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και το λάθος τους αυτό ήταν που οδήγησε στο σφαγείο του δεύτερου. Οι νικητές του, το 1945, δεν έκαναν το ίδιο λάθος. Αλλά οι νικητές του ψυχρού πολέμου, τέσσερις δεκαετίες αργότερα, λησμόνησαν ξανά το μάθημα και θεώρησαν καλή επιλογή την ταπείνωση του ηττημένου. Αν ο Χίτλερ ήταν το προϊόν του πρώτου λάθος, ο Πούτιν είναι το προϊόν του δεύτερου.
Μα είναι προπάντων η Μέση Ανατολή, με την αλυσίδα των πολέμων από το 1948 κι ύστερα, όπου ο τρόπος με τον οποίο τελείωνε ο καθένας προέλεγε τον επόμενο, που κάνει επίκαιρο τον Ξενοφώντα. Βρισκόμαστε τώρα σε ένα νέο σημείο καμπής. Η φρίκη της 7ης Οκτωβρίου και ο απάνθρωπος πόλεμος που ακολούθησε αυτά τα δύο χρόνια έφεραν όλη την περιοχή σε μια νέα, πρωτόγνωρη κατάσταση. Υπάρχουν τώρα οι «εξωτερικές» προϋποθέσεις μιας σταθερής ειρήνης, όπως δεν υπήρξαν ποτέ στο παρελθόν. Ο Σουνιτικός αραβικός κόσμος υποστηρίζει, για πρώτη φορά με τέτοια ομοφωνία, ένα σχέδιο ειρήνευσης. Ο «άξονας αντίστασης» που είχε σχηματιστεί γύρω από το Ιράν έχει διαλυθεί. Μεγάλη δύναμη στον πλανήτη διατεθειμένη να παίξει ρόλο σαμποτέρ δεν υπάρχει. Η επικράτηση του Ισραήλ στο πεδίο των επιχειρήσεων είναι τόσο ολοκληρωτική μα και η διπλωματική και ηθική του απομόνωση τόσο ακραία, ώστε έχει κάθε λόγο να μείνει συνεπές στην διαδικασία της εκεχειρίας και της διαλόγου. Τουλάχιστον μέχρι η συζήτηση να φθάσει στα δύσκολα.
Τι μπορεί να πάει στραβά; Το πρόβλημα είναι ότι ενώ οι «εξωτερικές» προϋποθέσεις είναι καλύτερες παρά ποτέ, οι «εσωτερικές» προϋποθέσεις ποτέ δεν ήταν χειρότερες. Οι κύκλοι των συγκρούσεων και, κυρίως, η πρωτοφανής αγριότητα του τελευταίου, διετούς κύκλου βίας έχει σκληρύνει τα μυαλά και τις ψυχές και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης. Την εποχή της συμφωνίας του Όσλο, η αποδοχή της στην Ισραηλινή κοινωνία ήταν της τάξης του 70% και στην Παλαιστινιακή στο 60%. Η λύση των δύο κρατών υποστηριζόταν από ποσοστά της τάξης 55-60% στο Ισραήλ. Τώρα πια η απήχηση της ιδέας μετά βίας περνά το 25%. Μα και στα παλαιστινιακά εδάφη η υποστήριξη της ιδέας έχει πέσει στο 40%, με ένα 57% να την απορρίπτει. Ένα 60% των Παλαιστινίων εξακολουθεί να δηλώνει πως εγκρίνει τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, ένα 87% δεν πιστεύει ότι η Χαμάς διέπραξε τις αγριότητες που αποτυπώνουν τα βίντεο κι ένα 85% στην δυτική όχθη (64% στην ίδια την Γάζα) αντιτίθεται στον αφοπλισμό της Χαμάς. Η Χαμάς, σε πρόσφατη έρευνα, είναι μακράν η δημοφιλέστερη πολιτική δύναμη και μόνον ο φυλακισμένος Μαρουάν Μπαργούτι θα κέρδιζε εύκολα οποιονδήποτε αντίπαλο σε ελεύθερες εκλογές. Ίσως για αυτό ούτε η Χαμάς επέμεινε ούτε το Ισραήλ δέχθηκε την αποφυλάκισή του. Κάποιος που με το κύρος του ήρωα υποστηρίζει μετριοπαθείς απόψεις υπέρ του διαλόγου θα ήταν επικίνδυνος και για τους δύο.
Ποτέ, λοιπόν, η απόσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν ήταν τόσο αβυσσαλέα. Είναι, εν μέρει το τίμημα του τρόπου που το Ισραήλ διεξήγαγε (και κέρδισε) αυτόν τον πόλεμο. Χρειάζεται μια υπέρβαση. Μια γενναία κίνηση από την πλευρά του νικητή. Θα έπρεπε, δηλαδή, ο Νετανιάχου να γίνει Λύσανδρος. Γίνεται;
Πηγή: www.kreport.gr