Για να αξίζουν τον σεβασμό μας, οι πολιτικοί πρέπει να εγκαταλείψουν τη λαϊκιστική τους ρητορική

Cas Mudde 11 Μαρ 2019

Ένα διεισδυτικό κείμενο του Cas Mudde για την υιοθέτηση του λαϊκιστικού λόγου από τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα.

Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «όλο και περισσότεροι πολιτικοί των καθιερωμένων κομμάτων χρησιμοποιούν μια ‘φιλο-λαϊκή’ και/ή ‘αντι-ελιτιστική’ ρητορική για να κερδίσουν ψηφοφόρους – εν μέρει για να αντιμετωπίσουν τις εκλογικές προκλήσεις από τους πραγματικούς λαϊκιστές δρώντες».

Όπως έχει πολύ συχνά επιχειρηματολογήσει, αυτή η επιλογή δημιουργεί εύφορο έδαφος για τον πολλαπλασιασμό της λαϊκιστικής επιρροής. Επιτρέπει στις ιδέες του λαϊκισμού να ηγεμονεύσουν.

Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «με αναφορές σε λαϊκιστικές φράσεις του συρμού, όπως ‘κοινή λογική’ και ‘σιωπηλή πλειοψηφία’, ελπίζουν να δείξουν ότι είναι με τη μεριά ‘του λαού’, και επομένως μέρος της πολιτικής λύσης. Στην πραγματικότητα, απλώς επιβεβαιώνουν τις απογοητεύσεις και τις προκαταλήψεις του λαϊκιστικού εκλογικού σώματος».

Παράλληλα, ο λαϊκιστικός λόγος εισχωρεί στα μέσα ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με τα λόγια του συγγραφέα, «τόσο τα παραδοσιακά μέσα όσο και, ιδιαίτερα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυριαρχούνται από ένα λαϊκιστικό αίσθημα. Στις μέρες μας είναι ‘γνωστό τοις πάσι’ (μια δημοφιλής λαϊκιστική φράση) ότι ‘η ελίτ’ είναι διεφθαρμένη και ότι αγνοείται η ‘κοινή λογική’ (μια άλλη δημοφιλής λαϊκιστική φράση)».

Αξίζει να διαβαστεί.

Πέτρος Παπασαραντόπουλος

 

Παντού κυριαρχεί η ρητορική «του λαού» και της «ελίτ», όπως αποκάλυψε έρευνα του Guardian. Ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε αυτόν τον απλουστευτικό λόγο

Μια ενδιαφέρουσα νέα έρευνα από τον Guardian και το Team Populism[1] δείχνει εμπειρικά αυτό που πολλοί ισχυρίζονται και αισθάνονται: ο κόσμος γίνεται πιο λαϊκιστικός[2]. Ο καθηγητής Kirk Hawkins, από το Brigham Young University στη Γιούτα, και 46 ερευνητές ανέλυσαν 728 δημόσιες ομιλίες 140 προέδρων και πρωθυπουργών σε 40 χώρες, στην Ευρώπη και την Αμερική. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη συγκριτική μελέτη αυτού του είδους που γνωρίζω, και έναν πραγματικό θησαυρό για τους πανεπιστημιακούς και τους δημοσιογράφους.

Η έρευνα δεν δείχνει μόνο  ότι διπλασιάστηκε ο αριθμός των λαϊκιστών ηγετών, αλλά και ότι διπλασιάστηκε επίσης ο μέσος όρος του λαϊκιστικού περιεχομένου των ομιλιών των πολιτικών ηγετών. Ενώ οι πολιτικές ομιλίες ήταν κατά μέσο όρο «μη λαϊκιστικές» το 2004, φτάνουν να είναι «μάλλον λαϊκιστικές» σήμερα. Πιο συγκεκριμένα, οι περισσότεροι από τους πολιτικούς ηγέτες που μελετήθηκαν ήταν «μη λαϊκιστές», και αυτό ήταν το αναμενόμενο για αυτή τη συγκεκριμένη υποκατηγορία πολιτικών, δηλαδή τους εθνικούς ηγέτες. Ακόμα και σήμερα, ο λαϊκισμός είναι κυρίως ένα χαρακτηριστικό των πολιτικών αμφισβητιών, που δεν συμπεριλήφθηκαν σε αυτή τη μελέτη.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι πολιτικοί που θεωρούνται ευρέως λαϊκιστές, όπως ο εκλιπών πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες και ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρόεδρος της Τουρκίας, βρέθηκαν ψηλά στη βαθμολογία στην κλίμακα του λαϊκισμού («πολύ λαϊκιστής»), αλλά κάποιοι πολιτικοί της κυρίαρχης τάσης βαθμολογήθηκαν επίσης ως «μάλλον λαϊκιστές», όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Κροατίας Ίβο Σάναντερ και ο πρώην πρωθυπουργός της Λετονίας Άιναρς Ρέψε (Einars Repse). Κάποιοι μάλιστα έφτασαν να χρησιμοποιούν έναν λόγο, τουλάχιστον περιστασιακά, ακόμα πιο λαϊκιστικό και από αυτόν κάποιων πραγματικών λαϊκιστών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στα δεδομένα της έρευνας είναι η ομιλία της Τερέζα Μέι[3] στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος το 2018, που μπορεί εύκολα να συναγωνιστεί την εναρκτήρια ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ[4] έναν χρόνο πριν.

Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι ζούμε με ένα λαϊκιστικό Zeitgeist[5], σε μια εποχή όπου στοιχεία λαϊκισμού κυριαρχούν στον πολιτικό διάλογο. Όλο και περισσότεροι πολιτικοί των καθιερωμένων κομμάτων χρησιμοποιούν μια «φιλο-λαϊκή» και/ή «αντι-ελιτιστική» ρητορική για να κερδίσουν ψηφοφόρους – εν μέρει για να αντιμετωπίσουν τις εκλογικές προκλήσεις από τους πραγματικούς λαϊκιστές δρώντες. Όμως τα λαϊκιστικά αισθήματα δεν περιορίζονται στην κομματική πολιτική.

Τόσο τα παραδοσιακά μέσα όσο και, ιδιαίτερα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυριαρχούνται από ένα λαϊκιστικό αίσθημα. Στις μέρες μας είναι «γνωστό τοις πάσι» (μια δημοφιλής λαϊκιστική φράση) ότι «η ελίτ» είναι διεφθαρμένη και ότι αγνοείται η «κοινή λογική» (μια άλλη δημοφιλής λαϊκιστική φράση). Ακόμα και οι ταινίες και τα τραγούδια εξυμνούν τις λαϊκιστικές αξίες, όπως το Shuttin’ Detroit Down (2009) του John Rich[6] και ακόμα και το Sweet Home Alabama (2002) του Reese Witherspoon[7]. Τα προγράμματα που εξυμνούν «τον λαό», από το American Idol μέχρι το Big Brother αντικατέστησαν εκείνα που δόξαζαν «την ελίτ» – όπως το Lifestyles of the Rich and Famous.

Αυτό το λαϊκιστικό Zeitgeist οδήγησε επίσης στην κανονικοποίηση του όρου λαϊκισμός τόσο στην αριστερά όσο και στη δεξιά από διανοούμενους και πολιτικούς. Για παράδειγμα, ο δεξιός Ολλανδός πρωθυπουργός, Μαρκ Ρούτε, ισχυρίστηκε ότι ο (δικός του) «καλός λαϊκισμός» είναι το καλύτερο αντίδοτο για τον «κακό λαϊκισμό», παρόλο που τα κόμματα του «καλού λαϊκισμού» –το συντηρητικό κόμμα του Ρούτε VVD και το (κατ’ όνομα) χριστιανοδημοκρατικό CDA– κατακρημνίστηκαν στις δημοσκοπήσεις, ενώ ο «κακός λαϊκισμός» έχει φτάσει σε ποσοστά ρεκόρ στις δημοσκοπήσεις – για παράδειγμα, το Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Γκερτ Βίλντερς και το Φόρουμ για τη Δημοκρατία (FvD) του Thierry Baudet.

Και από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, αριστεροί διανοούμενοι όπως η Σαντάλ Μουφ[8] και πολιτικοί όπως ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν υποστηρίζουν ότι μόνο ο «αριστερός λαϊκισμός» μπορεί να νικήσει τη λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά.

Είναι σημαντικό ότι ούτε ο «καλός λαϊκισμός» του Ρούτε ούτε ο «αριστερός λαϊκισμός» της Μουφ είναι πραγματικά λαϊκιστικός με την έννοια που οι περισσότεροι μελετητές χρησιμοποιούν τον όρο σήμερα. Όπως έχω υποστηρίξει στο παρελθόν[9], ο (καλός) λαϊκισμός του Ρούτε είναι στην πραγματικότητα νατιβισμός (λάιτ). Επιτίθεται στον εθνοτικό «άλλο» (κυρίως τους μουσουλμάνους) παρά στη διεφθαρμένη ελίτ (της οποίας το κόμμα του, τον VVD –το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία– αποτελεί τον σημαντικότερο αντιπρόσωπο[10]). Και ο «αριστερός λαϊκισμός» της Μουφ απορρίπτει θεμελιωδώς τον μονισμό που καθορίζει τον λαϊκισμό, και αντίθετα υπερασπίζει ένα πλουραλιστικό όραμα που, παρά τη ρητορική του, περιγράφεται καλύτερα ως σοσιαλδημοκρατία.

Στον δημόσιο λόγο, ο λαϊκισμός κυρίως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο για τα αντικαθεστωτικά αισθήματα, την ιδέα ότι «η ελίτ» είναι διεφθαρμένη, ή τουλάχιστον ανίκανη ή αναποτελεσματική. Αυτό το αίσθημα είναι τώρα τόσο διαδεδομένο που οι περισσότερες «ελίτ» –στις οποίες περιλαμβάνονται πανεπιστημιακοί και δημοσιογράφοι– το εσωτερικοποίησαν. Με αναφορές σε λαϊκιστικές φράσεις του συρμού, όπως «κοινή λογική» και «σιωπηλή πλειοψηφία», ελπίζουν να δείξουν ότι είναι με τη μεριά «του λαού», και επομένως μέρος της πολιτικής λύσης. Στην πραγματικότητα, απλώς επιβεβαιώνουν τις απογοητεύσεις και τις προκαταλήψεις του λαϊκιστικού εκλογικού σώματος.

Ο μόνος τρόπος να αλλάξει το λαϊκιστικό Zeitgeist είναι να αποκηρύξουν τόσο τον λαϊκισμό (λάιτ) όσο και τον αντι-λαϊκισμό – στον οποίο «ο λαός» θεωρείται διεφθαρμένος και οι (πρώην) ελίτ ηθικά αγνές. Όπως σωστά ισχυρίζεται η Μουφ, πρέπει να (επανα)πολιτικοποιήσουμε τον πολιτικό διάλογο, αλλά αναγνωρίζοντας ανοιχτά και δείχνοντας σεβασμό στον πλουραλισμό των κοινωνιών μας – ως προς τα συμφέροντα και τις απόψεις, παρά τις εθνότητες ή τις θρησκείες. Αυτό σημαίνει πως ούτε «ο λαός» ούτε «η ελίτ» θα πρέπει να μετατρέπονται σε στερεότυπα και να θεωρούνται ομοιογενείς.

Ως εκ τούτου, οι πολιτικοί πρέπει να σταματήσουν να προσποιούνται ότι μιλούν για τον λαό. Η πολιτική είναι, εξ ορισμού, ένας αγώνας για την εξουσία ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες με μεγάλη ποικιλία συμφερόντων και αξιών. Δεν είναι το καθήκον του πολιτικού να ορίσει τι θέλει ο λαός, αλλά να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου υποσυνόλου του λαού –δηλαδή, των ψηφοφόρων του– αναγνωρίζοντας παράλληλα τα νόμιμα συμφέροντα άλλων ανθρώπων και πολιτικών. Αυτό σημαίνει όχι απλώς να αντισταθούμε στην παρόρμηση να αντιγράψουμε τη λαϊκιστική ρητορική, αλλά να απορρίψουμε σαφώς τα θεμέλια του λαϊκισμού.

Το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά δημοσιεύτηκε στο Guardian στις 7 Μαρτίου 2019, https://www.theguardian.com/commentisfree/2019/mar/07/politicians-populist-rhetoric-populism-people-elites?CMP=Share_AndroidApp_Tweet

 

[1] Περισσότερα στο https://populism.byu.edu/

[2] Περισσότερα για τα ευρήματα της έρευνας στο https://www.theguardian.com/world/ng-interactive/2019/mar/06/revealed-the-rise-and-rise-of-populist-rhetoric

[3] Δες το κείμενο της ομιλίας της στο https://blogs.spectator.co.uk/2018/10/full-text-theresa-mays-conservative-conference-speech/

[4] Δες την ομιλία του στο https://www.whitehouse.gov/briefings-statements/the-inaugural-address/

[5] Δες στο https://onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1111/j.1477-7053.2004.00135.x

[6] Δες το βίντεο στο https://www.youtube.com/watch?v=lMx__6Zc3S0

[7] Σχετικά με την ταινία στο https://en.wikipedia.org/wiki/Sweet_Home_Alabama_(film)

[8] Δες σχετικό άρθρο της Μουφ στο https://www.theguardian.com/commentisfree/2018/sep/10/populists-rise-progressives-radical-right

[9] Δες το σχετικό άρθρο στο https://www.theguardian.com/commentisfree/2017/dec/07/cambridge-dictionary-nativism-populism-word-year

[10] Δες σχετικά στο https://www.hollandtimes.nl/articles/national/political-scandals-index-vvd-again-on-top/