Όψεις της κρίσης και το αύριο

Αθηνά Δρέττα Παναγιώτης Μανωλάκος 23 Νοε 2018

athensvoice.gr

Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε μια διπλή εξέλιξη σε σχέση με την κατανομή του πλούτου. Ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες αποκτούν ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή οι ανισότητες ανάμεσα στις χώρες εμφανίζονται μειούμενες, δεν συμβαίνει το ίδιο και στο εσωτερικό των χωρών.
Ειδικά στην περίπτωση των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, οι ανισότητες αυξήθηκαν κατά την διάρκεια της κρίσης. Σε αυτό συνέβαλλαν καθοριστικά οι περικοπές, η βαθιά ύφεση και η υψηλή ανεργία. Δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε βέβαια ότι ακόμα και η διατήρηση σταθερών των ανισοτήτων σε ένα περιβάλλον γενικευμένης οικονομικής υποχώρησης θα εξακολουθούσε να σημαίνει σημαντική αύξηση των δυσκολιών για τους ανθρώπους κοντά ή κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Στην Ελλάδα το ποσοστό των ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,6% το 2009 σε 35,6% το 2016, δηλαδή σε περισσότερο από το 1/3 του πληθυσμού. Ας υπενθυμίσουμε πως ως ποσοστό σχετικής φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό των ανθρώπων που βρίσκονται κάτω από ένα όριο εισοδήματος. Συνήθως το όριο της σχετικής φτώχειας τίθεται στο 60% του λεγόμενου «διάμεσου εισοδήματος». Δηλαδή «σχετικά φτωχοί» θεωρούνται οι άνθρωποι που έχουν εισόδημα μικρότερο από το 60% του διάμεσου εισοδήματος. Ταυτόχρονα η ανισότητα έχει πολλά και διαφορετικά πρόσωπα. Οι γυναίκες εμφανίζονται πιο ευάλωτες παρότι η διαφοροποίηση τους σε σχέση με τους άνδρες ακόμα και μέσα στην κρίση δεν παρουσίασε σημαντική αλλαγή (πίνακας 1).

poverty1

Έχουν όμως και ένα καθαρό ηλικιακό πρόσωπο. Φαίνεται πως στην Ελλάδα της κρίσης όσο πιο νέος είσαι τόσο περισσότερο αυξήθηκε η πιθανότητα να βιώσεις σχετική φτώχεια η/και κοινωνικό αποκλεισμό. Αυτό είναι προφανώς μια συνέπεια της αυξημένης ανεργίας (η οποία «χτυπά» πολύ περισσότερο τους νέους, αλλά και μιας επιλογής που συνολικά ως κοινωνία κάναμε να προστατευθούν περισσότερο τα εισοδήματα των μεγαλύτερων σε ηλικία -συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων-. Φαίνεται πως παρά τις μειώσεις στις συντάξεις οι ηλικίες πάνω από τα 55 γνώρισαν την μικρότερη αύξηση στην πιθανότητα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.(πίνακας 2). Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ οι νέοι ηλικίας 16 έως 24 ετών που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού έφτασαν από το 32,4% στο -τρομακτικό- 48,7%, δηλαδή μια αύξηση 16,5 μονάδων, η αντίστοιχη αύξηση για τους άνω των 55 ήταν μόλις 0,8% μονάδες.

poverty2
Πιθανά αίτια για αυτό είναι ο αυξημένος αριθμός τους, δηλαδή η αυξημένη πολιτική βαρύτητα που έχουν ως ομάδα καθώς προσέρχονται στην κάλπη σε μεγαλύτερο βαθμό καθώς και μια έμμεση αναγνώριση από το κράτος της ανεπάρκειας των μηχανισμών κοινωνικής πολιτικής και μια χρήση της οικογένειας (και της οικογενειακής αλληλεγγύης) ως τέτοιας.
Αυτός ο τελευταίος παράγοντας μπορούμε να πούμε πως «επαληθεύεται» εμμέσως αν ελέγξουμε την απόδοση των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.. Πράγματι η Ελλάδα εμφανίζεται στους πίνακες της Eurostat να είναι η τελευταία χώρα στην αποτελεσματικότητα των μεταβιβαστικών πληρωμών για το 2017 (πλην των συντάξεων), με μείωση της σχετικής φτώχειας κατά περίπου 16 μονάδες (πίνακας 3).

poverty3
Αυτή η αναποτελεσματικότητα φαίνεται να είναι διαχρονική καθώς η Ελλάδα συνεχώς υπολείπεται των άλλων χωρών εμφανίζοντας με μικρές αυξομειώσεις το ίδιο περίπου ποσοστό -κοντά στις 15 μονάδες-, τόσο στην περίοδο της κρίσης όσο και πριν από αυτή (πίνακας 4) δηλαδή στην περίοδο 2005-2017.

Πίνακας 4, πηγή Eurostat

Πίνακας 4, πηγή Eurostat

Με άλλα λόγια, ακόμα και μέσα στην κρίση δεν πετύχαμε να οικοδομήσουμε ένα αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος και στηριχθήκαμε στην «ενδοοικογενειακή αλληλεγγύη» για να περιορίσουμε τις επιπτώσεις της κρίσης. Αυτό πέρασε και στον δημόσιο διάλογο μέσα από φράσεις του τύπου «η σύνταξη του παππού και της γιαγιάς στηρίζουν ολόκληρη την οικογένεια». Όμως ως επιλογή είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας καθώς αφενός βασίζεται στην συνεχή ύπαρξη αυτών των οικογενειακών δεσμών, αφετέρου δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση που μπορεί να βιώνει κάποιος. Τέλος αποστερεί από τους πολίτες που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια την ίδια την αξιοπρέπειά τους μετατρέποντάς τους σε «ενδοοικογενειακούς ζητιάνους».
Η κρίση όμως έπληξε μια διαφορετικό τρόπο τους πολίτες ανάλογα με τον εργοδότη τους. Αυτό έγινε σε δύο επίπεδα. Το πρώτο ήταν η τεράστια έκρηξη της ανεργίας, η οποία προήλθε από τον ιδιωτικό τομέα καθώς στον δημόσιο τομέα δεν έγινε πραγματικά μεγάλος αριθμός απολύσεων. Η μέθοδος για την μείωση του δημοσίου που επιλέχθηκε ήταν από το ένα μέρος η μη ανανέωση συμβάσεων και από το άλλο οι λιγότερες προσλήψεις σε σχέση με τις συνταξιοδοτήσεις. Έγιναν βεβαίως και μισθολογικές μειώσεις, οι οποίες όμως δεν προσεγγίζουν το βάθος στο οποίο έφτασαν οι αντίστοιχες του ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερα την περίοδο 2009-2011 (πίνακας 5).

Πηγή: Ετήσια Έκθεση ΕΙΕΑΔ 2018

Πηγή: Ετήσια Έκθεση ΕΙΕΑΔ 2018

Στην πραγματικότητα οι μισθωτοί εργαζόμενοι είναι χωρισμένοι σε δυο εμφανείς κατηγορίες, εκείνους που αντιμετωπίζουν την πιθανότητα απόλυσης και ανεργίας, που οι διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας τους επηρεάζει άμεσα και που εμφανίζονται να έχουν μειωμένες αμοιβές και εκείνους που απολαμβάνουν αυξημένου μισθού, σχεδόν απόλυτης προστασίας της εργασίας. Θα ανέμενε κάποιος ότι η μονιμότητα και η απόλυτη εργασιακή ασφάλεια που αυτή σημαίνει θα συνεπαγόταν μικρότερη αμοιβή σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα ως ένα είδος αντιστάθμισμα, κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η κρίση δεν «χτύπησε» με τον ίδιο τρόπο τους πολίτες. Είναι εξίσου προφανές πως παρόλες τις μεγαλοστομίες περί «τέλους των μνημονίων» και μιας «νέας εποχής» τα κοινωνικά προβλήματα είναι εδώ. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου οι καταθέσεις μειώθηκαν αλλά και υποτιμήθηκε η αξία των περιουσιακών στοιχείων των Ελληνικών νοικοκυριών τότε καταλαβαίνουμε ότι αφενός τα προβλήματα είναι εδώ (σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο), αφετέρου δεν υπάρχει πλέον κάποιο κεφαλαιακό απόθεμα να χρησιμοποιηθεί (το λεγόμενος «λίπος» στον συνηθισμένο δημόσιο λόγο).
Μπροστά μας βρίσκεται ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα που θα πρέπει οι αποφάσεις να υπερβαίνουν το στενό μικροκομματικό συμφέρον του καθενός και να επιδιώκουν την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και τον εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών. Από την μια θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που καθηλώνουν την ανταγωνιστικότητα, να επιδιωχθεί να μετατραπούμε σε χώρα με οικονομία γνώσης που θα ενθαρρύνει την έρευνα και την καινοτομία. Από την άλλη θα πρέπει να επιδιώξουμε την αλλαγή της λειτουργίας του κράτους, αλλαγή που δεν ολοκληρώθηκε ούτε κάτω από την πίεση των μνημονίων (μια πίεση που σταδιακά περιορίστηκε και μετατράπηκε σε ένα λογιστικό παζάρι που αξίωνε περικοπές για «να βγαίνουν τα νούμερα» και όχι δομικές μεταρρυθμίσεις).Αυτή η αλλαγή θα κάνει το κράτος πιο φιλικό απέναντι στον πολίτη και τις επιχειρήσεις αλλά και πιο αποτελεσματικό, ειδικά σε θέματα κοινωνικών δαπανών όπως αυτά που εξετάσαμε.
Περιγράφοντας σε αδρές γραμμές το τι χρειαζόμαστε θα λέγαμε πως απαιτούνται παρεμβάσεις σε 6 επίπεδα. Η αλλαγή κρατικής λειτουργίας που περιγράψαμε, μια γενναία παρέμβαση στην δικαιοσύνη που θα εξασφαλίζει απόλυτα την ανεξαρτησία της συνδυάζοντάς την όμως με λογοδοσία και ταυτόχρονα θα δίνει την δυνατότητα επιτάχυνσής της. Χρειάζονται αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, κάτι που τα αποτελέσματά των αξιολογήσεων PISA διαρκώς μας υπενθυμίζουν και σύνδεση της έρευνας των ΑΕΙ με την αγορά. Πρέπει να ενισχυθούν οι θεσμοί αλλά και η αποτελεσματικότητά τους, να σταθεροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα και να αποκτήσουμε ενεργές πολιτικές για την ταχύτερη μετάβασή μας στην 4η Βιομηχανική επανάσταση.

poverty6
Είναι αναγκαιότητα να γίνουν αυτές οι αλλαγές και να μην επιστρέψουμε στο «παλιό κακό μας εαυτό» γιατί τυχόν επόμενη χρεοκοπία θα μας βρει σε ένα απρόθυμο να μας βοηθήσει διεθνές περιβάλλον και με μια κοινωνία ήδη εξαντλημένη από την τελευταία δεκαετία. Μια επόμενη χρεοκοπία δεν θα θυμίζει σε τίποτα τα όσα ζήσαμε την τελευταία δεκαετία.