Πρέπει να φύγω από το ΑΠΘ;

Richard Hunter 20 Οκτ 2013

Toν περασμένο Νοέμβριο είχα την τιμή να εκλεγώ πρόεδρος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι αξιοσημείωτο πως τα δύο μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Ελλάδος, της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, επέλεξαν ως προέδρους καθηγητές με έδρα στο εξωτερικό. Αυτό συνάδει με το πνεύμα της μεταρρύθμισης: τα Συμβούλια με εξωτερικά μέλη θα αποτελούσαν ένα βήμα προς την αναβάθμιση των ελληνικών πανεπιστημίων, αντλώντας από την εμπειρία της ανώτατης εκπαίδευσης εκτός Ελλάδος. Αξίζει να θυμηθούμε πρώτα ποιος είναι ο στόχος μας. Τι ζητάει η ελληνική κοινωνία από τα πανεπιστήμιά της; Πού θα βρίσκονται σε είκοσι χρόνια; Θα είναι οικονομικά εύρωστα, εξωστρεφή κέντρα αριστείας, με διάθεση για πνευματική πρωτοπορία; Ή θα έχουν γίνει ακόμη πιο εσωστρεφείς βιομηχανίες παραγωγής πτυχίων, διοικούμενες από μικρές κλίκες συμφερόντων, όπου οι φοιτητές θα προτρέπονται να μη θέτουν υψηλότερους στόχους από την απλή απόκτηση ενός χαρτιού, και οι καλύτεροι εξ αυτών θα έχουν φύγει για πανεπιστήμια του εξωτερικού;

Η αλλαγή είναι δυνατή, ακόμη και στις σημερινές απελπιστικές οικονομικές συνθήκες. Την αλλαγή αυτή πρέπει όμως να τη θέλουν όλοι όσοι ασχολούνται με τη διοίκηση της εκπαίδευσης. Ολα τα μεγάλα πανεπιστήμια διεθνώς έχουν εξωτερικά Εποπτικά Συμβούλια, τα οποία επιβλέπουν τις ακαδημαϊκές, οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες του πανεπιστημίου. Ετσι, για κάποιον νεοφερμένο σαν εμένα, η ισχυρή αντίσταση που συνάντησε και συναντά η ίδρυση των Συμβουλίων είναι ακατανόητη, εκτός αν ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα πεισματικής άγνοιας ή/και φόβου για το τι θα μπορούσε να αποκαλύψει ο αυστηρός έλεγχος. Ο θεσμός που φοβάται είναι ακριβώς ο θεσμός που χρειάζεται να αλλάξει.

Ενα τετριμμένο σχόλιο, σχετικά με την ελληνική κοινωνία, είναι ότι το βασικό κίνητρό της είναι η προώθηση των συμφερόντων του άμεσου κύκλου -οικογένεια, φίλοι, πολιτικοί σύμμαχοι κ.ά.- και ότι το ευρύτερο καλό έρχεται σε δεύτερη μοίρα (θα προσθέσω πως ο κυρίαρχος ρόλος των πολιτικών κομμάτων στα πανεπιστήμια είναι από τις πιο ακατανόητες, για εμάς τους προερχόμενους από το εξωτερικό, πλευρές του ελληνικού ακαδημαϊκού σκηνικού). Μια συνέπεια της νοοτροπίας αυτής είναι η έλλειψη σε υψηλές διοικητικές θέσεις, ιδιαίτερα στην οικονομική διαχείριση, εξειδικευμένου προσωπικού με εμπειρία από τον επαγγελματικό στίβο εκτός πανεπιστημίου. Κι όμως, αυτήν ακριβώς την εμπειρία χρειάζονται απεγνωσμένα τα πανεπιστήμια.

Ενα άλλο θέμα που με προβληματίζει είναι το επικίνδυνο κενό ανάμεσα στους πανεπιστημιακούς που θέλουν απλά να αφεθούν στην ησυχία τους, για να κάνουν την έρευνά τους, και σε εκείνους που είναι πρόθυμοι να συμμετέχουν στις διοικητικές διαδικασίες. Υπάρχουν βέβαια ευνόητοι λόγοι. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι υφίστανται τεράστια πίεση. Οι μισθοί όλων των βαθμίδων έχουν υποστεί βάναυσες περικοπές. Η προσπάθεια που απαιτείται για τη διδασκαλία και την εξέταση των τεράστιων αριθμών φοιτητών, που αποτελούν τον κανόνα στην Ελλάδα, δεν αφήνει πολύ χρόνο για άλλες ασχολίες. Η κατάσταση διαρκώς χειροτερεύει, καθώς όλο και περισσότεροι καθηγητές και διοικητικοί υπάλληλοι συνταξιοδοτούνται χωρίς να αντικαθίστανται: η πίεση στους εναπομένοντες αυξάνεται καθημερινά. Παραταύτα, βλέπω επίσης (και είχα την τύχη να διδάξω και κάποιους) εξαίρετους Ελληνες φοιτητές και ερευνητές που θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Πρέπει να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί. Διαφορετικά θα ακούγονται μόνον εκείνοι που, όπως φαίνεται, διαθέτουν άφθονο χρόνο, για να διακόπτουν παραδόσεις και συνεδριάσεις και να ασχημαίνουν το πανεπιστήμιο με γκράφιτι. Τα Συμβούλια αποτελούν έναν καινούργιο τρόπο διαχείρισης του ακαδημαϊκού γίγνεσθαι. Πρέπει όμως να κερδίσουν τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη τόσο της πανεπιστημιακής κοινότητας όσο και της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας, όπως οφείλουν να κάνουν και τα υπόλοιπα πανεπιστημιακά όργανα. Η προώθηση της ατομικής ατζέντας του καθενός και της ομάδας συμφερόντων του δεν αρμόζει στα μέλη ανώτατων εποπτικών οργάνων.

Το Συμβούλιο αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες, εφόσον του ζητήθηκε να θεσμοθετήσει εκ του μηδενός εποπτικές δομές και διαδικασίες ελέγχου, χωρίς τη στοιχειώδη ενημέρωση αναφορικά με την υπάρχουσα κατάσταση. Σε τομείς όπως οι δωρεές προς το Πανεπιστήμιο, τα πανεπιστημιακά περιουσιακά στοιχεία και τα ερευνητικά κονδύλια, η πληροφόρηση δεν υπήρξε άμεση και επαρκής.

Μια βασική αιτία αρνητισμού είναι η διάχυτη αίσθηση πως τα Συμβούλια αποτελούν έναν Δούρειο Ιππο, μέσω του οποίου η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση θα συνδεθεί με τον ιδιωτικό τομέα και, ως εκ τούτου, θα πάψει να είναι ένα «αγαθό» διαθέσιμο σε όλους. Είναι, ωστόσο, ολοφάνερο πως τα ελληνικά πανεπιστήμια χρειάζονται επιπλέον πηγές χρηματοδότησης, απλώς και μόνο για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, πόσω μάλλον την πρόοδό τους (χωρίς αυτό να σημαίνει πως το κράτος απαλλάσσεται από την ευθύνη για διατήρηση ή και αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού για την παιδεία). Η ιδέα πως ένα πανεπιστήμιο μπορεί να προοδεύσει στηριζόμενο αποκλειστικά σε κρατικά κονδύλια έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού στη Βρετανία –ασχέτως κυβερνήσεως– αλλά και τα μεγάλα αμερικανικά «κρατικά» πανεπιστήμια στηρίζονται κυρίως στους δεσμούς με την εντόπια και τη διεθνή οικονομία και τους συλλόγους αποφοίτων τους, ώστε να μπορέσουν να σταθούν ως σπουδαία κέντρα έρευνας και διδασκαλίας.

Η παιδεία θα έπρεπε να είναι καθοριστικός παράγοντας για την ανάκαμψη της οικονομίας. Θα έπρεπε να είναι ένας τομέας όπου η δημιουργία ευκαιριών θα μπορούσε να σταματήσει τη φυγή νέων επιστημόνων από την Ελλάδα, αλλά και να φέρει πίσω κάποιους. Ευκαιρίες υπάρχουν. Στο δικό μου αντικείμενο, για παράδειγμα, η Ελλάδα θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή, και όχι να αποκηρύσσει την κλασική της κληρονομιά, ούτε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ούτε και αργότερα. Οι ξένοι φοιτητές θα θελήσουν να έρθουν εδώ, χρειάζονται όμως ένα πρόγραμμα μαθημάτων δομημένο κατά τα αγγλοσαξoνικά πρότυπα, και μαθήματα που θα διδάσκονται και στα αγγλικά, όπως ήδη συμβαίνει σε ορισμένα μεταπτυχιακά προγράμματα. Οι φοιτητές χρειάζονται επίσης διαδικτυακά μαθήματα και ηλεκτρονικό υλικό, το ονομαζόμενο «εικονικό πανεπιστήμιο»· και αυτό πρέπει να προωθηθεί. Ο στόχος δεν είναι να μετατρέψουμε τα ελληνικά πανεπιστήμια σε χλωμά αντίγραφα ξένων. Αφορά στην πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν στα ελληνικά πανεπιστήμια να ανταγωνιστούν τα καλύτερα του κόσμου.

Η διαμάχη σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υποδηλώνει την αναγνώριση πως υπάρχουν κι άλλα πράγματα που μπορεί κανείς να κάνει στη ζωή, εκτός από το να πάει στο πανεπιστήμιο. Χώρες όπως η Ελβετία και η Γερμανία διαθέτουν από παλιά επιτυχημένες δομές διδασκαλίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι οποίες προετοιμάζουν τους νέους να καταλάβουν επικερδείς θέσεις στον χώρο της βιομηχανίας ή ως επαγγελματίες τεχνίτες, αντί να επιλέξουν το αβέβαιο μέλλον της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η ποικιλότητα ενδυναμώνει την κοινωνία, ενώ η ομοιομορφία ισοπεδώνει και χαμηλώνει τον πήχυ. Τα ελληνικά πανεπιστήμια προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με ασύλληπτους αριθμούς φοιτητών και με ένα σύστημα εξετάσεων που δεν χαίρει μεγάλης εκτίμησης. Δεν είναι αυτή η ουσία του να είσαι φοιτητής ή πανεπιστημιακός δάσκαλος, δηλ. ένα χαρτί που λέει ότι πέρασες.

Εξίσου σημαντική είναι και η στάση του υπουργείου. Τα Συμβούλια έγιναν πραγματικότητα: ο σκοπός απέκτησε νομική ισχύ με τον N. 4009/11, αλλά υπάρχει ακόμη ένα μεγάλο σώμα διατάξεων στο οποίο δεν υπάρχουν προβλέψεις για τα Συμβούλια και το οποίο μπορεί πάντοτε να επιστρατευτεί, για να παρεμποδίσει το έργο μας. Το υπάρχον νομικό πλαίσιο δεν μας καλύπτει, παρά ώς έναν βαθμό. Ακόμη και για πρακτικά θέματα όπως η κάλυψη των οδοιπορικών εξόδων, για να μην αναφερθώ στη διοικητική υποστήριξη του Συμβουλίου, χρειάζεται κάτι περισσότερο από την έκφραση καλών προθέσεων. Υπό μία οπτική αυτά είναι ελάσσονα ζητήματα: η συσσώρευσή τους, ωστόσο, μας αναγκάζει να επανυποβάλουμε το ερώτημα: υπάρχει στ’ αλήθεια η διάθεση για ουσιαστική αλλαγή; Θα ακολουθήσει ένα επόμενο βήμα; Δεν μπορώ να ισχυριστώ κάτι τέτοιο με βεβαιότητα.

Παραμένω πεπεισμένος, όμως, πως η επιθυμία για αλλαγή υπάρχει. Τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που πραγματικά επιθυμούν να αλλάξουν τα πράγματα πρέπει να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο και να υψώσουν τη φωνή τους.