Το αιγυπτιακό δράμα ακολουθεί ένα χιλιοπαιγμένο σενάριο

Simon Schama 08 Ιουλ 2013

Το Κάιρο μπαίνει πια στην τρίτη πράξη του παθιασμένου επαναστατικού του δράματος: «όπου η ευφορία του δρόμου συναντά τη στρατιωτική ρώμη». Προς το παρόν αυτά τα δύο βρίσκονται σε θερμό και σφιχτό εναγκαλισμό: τυλιγμένοι στην τρίχρωμη σημαία, οι στρατιώτες γίνονται δεκτοί από το λαό ως οι απελευθερωτές που τους απάλλαξαν από τους δυνάστες που παρίσταναν τους απελευθερωτές. Είναι η ώρα των πυροτεχνημάτων και των ζητωκραυγών. Αυτή τη φορά, όλα θα είναι διαφορετικά.

.

.

Αλλά ποτέ δεν είναι. Η πρώτη πράξη του δράματος είναι πάντοτε η «υλοποίηση του ανέφικτου»: το αυταρχικό καθεστώς που επί μακρόν εθεωρείτο άτρωτο αποσυντίθεται εκ των έσω, αλλά ο τελευταίος του σπασμός συμβαίνει όταν η κυβέρνηση κλυδωνίζεται εμπρός στα πλήθη των εξοργισμένων ψυχών που κατακλύζουν τους δρόμους. Σταδιακά καλείται να επιλέξει μεταξύ της σφαγής και της παράδοσης. Βάφει τα ακροδάχτυλά της με λίγο αίμα -η Μαρία Αντουανέτα (MarieAntoinette) ήθελε να εκστρατεύσει κατά του Παρισιού- αλλά στο τέλος δειλιάζει. Η αντίδραση του κόσμου είναι σφοδρή, κι όλα τελειώνουν. Υπολογίζοντας άριστα τη χρονική συγκυρία της προδοσίας τους, οι λιποτάκτες της παλιού καθεστώτος κληρονομούν την απελευθέρωση, και μετατρέπονται διαμιάς σε ινδάλματα του πλήθους.

.

.

Η δεύτερη πράξη, λιγάκι στενόχωρη, αφορά το «διχασμό των νικητών»· κάθε μερίδα τους επιχειρεί να υπεξαιρέσει την επανάσταση, αλλά αποδεικνύεται πως οι σκοποί τους είναι εντελώς ασύμβατοι μεταξύ τους. Τελικά, κάποια μερίδα παίρνει το προβάδισμα. Με το χέρι στην καρδιά και το βλέμμα στραμμένο προς την πηγή της Θείας Χάριτος υπόσχεται πως θα σέβεται την ελευθερία και τις διαφωνίες των αντιπάλων της -κι ύστερα, χωρίς να χρονοτριβεί άλλο, προσπαθεί να τους συντρίψει και να μονοπωλήσει την εξουσία. Οι ηττημένοι αρχικά συμβιβάζονται με την ιδέα πως θα είναι η νόμιμη αντιπολίτευση, αλλά γρήγορα συνειδητοποιούν πως ακόμα κι η ζωή τους κρέμεται από μια κλωστή.

.

.

Φυσικά όλα τα βαρετά πράγματα -η σύνταξη των συνταγμάτων, οι λόγοι, οι ψηφοφορίες-συνεχίζονται, αλλά είναι άγευστα σε σύγκριση με την ένταση που προσφέρει η σύντηξη με τη μάζα. Γιατί η πρώτη πράξη εξελίσσεται στον αστερισμό της μαγείας: όταν έρθει η ελευθερία, θα βρέχει καρβέλια και ψάρια από τον ουρανό· όλες οι εξουσίες θα πηγάζουν από το συσκεπτόμενο λαό· τα μποτιλιαρίσματα θα εξαφανιστούν. Κι όμως, εντελώς απροσδόκητα, ασυγχώρητα, εξοργιστικά, τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Τι αίσχος! Προφανώς, ο θαυματοποιός είναι απατεώνας. Μακριά από αυτόν. Σημάνετε υποχώρηση. Τουιτάρετε κατά εκατομμύρια. Ανοίξτε τους στρατώνες· φωνάξτε τις κάμερες. Η αυλαία πέφτει στην τρίτη πράξη.

.

.

Φτάνουμε στην τέταρτη πράξη επιτέλους; Καλύτερα να μην το μάθετε αν είστε χαρούμενος κατασκηνωτής της πλατείας «ταχρίρ» ή «τακσίμ», στο Ρίο Ντε Τζανέιρο ή όποιον άλλον έχει σειρά. Όλες οι επαναστάσεις ξεκινούν ως δροσερή αύρα συλλογικής αναγέννησης. Όλες τελειώνουν με την κλαγγή των όπλων. Δείξτε μου μια που τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Ο Όλιβερ Κρόμουελ (Oliver Cromwell) μιλούσε για ελευθερία και σωτηρία και παρέδωσε μια μοναρχία χωρίς θρόνο. Η «ένδοξη επανάσταση» του 1688, κοιτίδα του αγγλικού κοινοβουλευτισμού, προέκυψε από έναν μακρύ θρησκευτικό εμφύλιο πόλεμο, την ολλανδική εισβολή και την ξένη κατοχή του Λονδίνου. Η αμερικανική ημέρα της απελευθέρωσης, η 4η Ιουλίου, εορτάζεται ως η ένοπλη εξέγερση του αμερικανικού λαού κατά της βρετανικής τυραννίας, αλλά κρίθηκε από τις στρατιές και τον στόλο του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ? (Louis XVI), που ανατράπηκε από το εξεγερμένο πλήθος, που ο Ναπολέων Βοναπάρτης (Napoleon Bonaparte) ήταν πρόθυμος να κανονιοβολήσει εφόσον εμπόδιζε την πορεία του προς τον δικό του απολυταρχισμό.

.

.

Και το ίδιο δράμα επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά. Η «εθνική φρουρά» στέκει στο πλευρό του παρισινού λαού το 1848, αλλά στρέφεται εναντίον του το 1849· τα πλήθη της Αγίας Πετρούπολης και οι εξεγερμένοι στρατιώτες και ναύτες ανατρέπουν τον τσάρο κι ανοίγουν μια σύντομη περίοδο ελευθερίας και ευφορίας, που γρήγορα καταστέλλεται από τους μπολσεβίκους (το βοναπαρτισμό αλά ρωσικά). Το γνωρίζετε δα: δεν φτιάχνεις επαναστατική ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά. Κι ας μην αναφερθώ καν στην Κίνα.

.

.

Επί περισσότερα από διακόσια χρόνια, από τότε που η Γαλλική Επανάσταση εξιδανίκευσε τονκόσμο που κατεβαίνει στους δρόμους, το ξέσπασμα μιας επανάστασης είναι πολύ ευκολότερο από τον τερματισμό της -και η κατεδάφιση του δεσποτισμού ευκολότερη από την οικοδόμηση μιας αυθεντικά συνταγματικής δημοκρατίας. Κι αυτό -που το ανακαλύπτουν ακόμα και εκλεγμένες κυβερνήσεις από το Ρίο στην Κωνσταντινούπολη (και αναμφίβολα σε πολλά ακόμα μέρη στο μέλλον)-οφείλεται στην τοπογραφία της εξουσίας, μέσα στις πόλεις. Όπως πολλά πράγματα στη ζωή, οι επαναστάσεις κρίνονται από τον τόπο, τον τόπο και τον τόπο. Όσοι θέλουν να αποφύγουν τη γεωγραφία, καλά θα κάνουν να εγκαταλείπουν την πόλη όταν ξεκινούν οι φασαρίες. Στον κολοφώνα των evenements του 1968 ο Σαρλ Ντε Γκολ (Charles de Gaulle) εμβριθής μελετητής της ιστορίας, εγκατέλειψε το Παρίσι για να συναντηθεί με τον στρατηγό Ζακ Μασί (JacquesMassu) και να εξετάσουν πώς θα αντιδρούσαν στο χειρότερο σενάριο. Επαναλάμβανε έτσι την τακτική του Αδόλφου Θιέρσου (Adolphe Thiers) που το 1871 δε δίστασε να εκστρατεύσει κατά του Παρισιού της «κομμούνας». Ο Λουδοβίκος ΙΔ? (Louis XIV) ουδέποτε λησμόνησε τον τρόμο της διαφυγής του από το Λούβρο με τη μητέρα του, κατά τη διάρκεια της «επαναστάσεως της σφενδόνης»  του 1648 -κι αυτός ήταν ο λόγος που επέλεξε να μετατρέψει σε ανάκτορο ένα κυνηγετικό περίπτερο στις Βερσαλλίες, στα δυτικά περίχωρα του Παρισιού -και να εγκαταστήσει εκεί την έδρα της δικής του απόλυτης εξουσίας. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα εγκατέλειψαν το παλάτι αυτό μόλις το Νοέμβριο του 1789, όταν ο όχλος τους συνέλαβε και τους έσυρε στο Παρίσι, που είχε ήδη ξεμπερδέψει με το παλαιό καθεστώς. Αν δεν παγιδευτείς μες στην πόλη θα βρεις έναν τρόπο να ξεφύγεις, έστω δια πυρός και σιδήρου -η στρατηγική του Μπασάρ Αλ ?Ασαντ (Bashar al-Assad)- κι αν υποκύψεις θα το κάνεις μόνο όταν η συνθηκολόγηση θα είναι αληθινά αναπόφευκτη. Αν ο Μοχάμεντ Μόρσι (Mohamed Morsi) είχε πεταχτεί ως το Λούξορ αναζητώντας λαϊκή στήριξη πέραν του Καΐρου (της μόνης πόλης που είχε καταψηφίσει μαζικά το σύνταγμά του), τα πράγματα μπορεί να είχαν εξελιχτεί πολύ διαφορετικά.

.

.

Δε βαριέσαι, δεν μπορούν να αντισταθούν στην αυταπάτη ασφάλειας που τους παρέχουν τα παλάτια τους, έτσι δεν είναι; Ήταν πάντοτε ζήτημα ζυγοστάθμισης της πλουμιστής πολυτελούς διαβίωσης βαθιά στο κέντρο της πρωτεύουσας από τη μια, του κινδύνου να πιαστείς σαν το ποντίκι στη φάκα όταν τα πράγματα χαλάσουν από την άλλη. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της σύγχρονης πρωτεύουσας -με τις λεωφόρους, τις πλατείες, τα πάρκα, τα μνημεία, όλο το αρχιτεκτονικό παραλήρημα που υποτίθεται πως αφηγείται την κοινωνική αρμονία μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων- μπορεί, με το «τουίτερ» στη θέση του καμπαναριού, να μετατρέψει κάθε πόλη σε ιδεώδη χώρο για μια ταχεία εξέγερση. Ω, πώς ενώνει ο παλιός σκοπός της ελευθερίας, της λατρεμένης ελευθερίας! Και το πανηγύρι είναι τόσο κεφάτο, τόσο γεμάτο συντροφικότητα, που κανείς δεν θέλει να σκέφτεται το επόμενο πρωί, όταν η ευτυχία θα μαραθεί, τα σκουπίδια θα γεμίζουν την πλατεία και οι πειθαρχημένοι σκουπιδιάρηδες θα καραδοκούν στους τριγύρω δρόμους, μέσα στις γυαλιστερές τους πανοπλίες, το σύνθημα της επίθεσης.