Στον προεκλογικό δημόσιο διάλογο ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να δώσει τον τόνο, περιορίζοντάς τον στις πολιτικές που θα ακολουθήσει μετά τις εκλογές, εφόσον γίνει κυβέρνηση. Η Ν.Δ. αντιδρούσε κυρίως στα «παλαβά» που σχεδόν καθημερινά έλεγαν διάφοροι ΣΥΡΙΖΑίοι υποψήφιοι, έχοντας ταυτόχρονα τον φόβο ότι αν υπερτόνιζε τις αντιδράσεις «των έξω», θα προκαλούσε αρνητικά αντανακλαστικά στο εκλογικό σώμα. Ανάλογη ήταν και η συμπεριφορά γενικά των μίντια, που άλλωστε έχουν συμβάλει πολύ όλη την προηγούμενη πενταετία στην κυριαρχία του λαϊκισμού. Κάπως έτσι, αλλά και με δεδομένο ότι οι επιδόσεις της απερχόμενης κυβέρνησης ήταν χαμηλές και δύσκολα υπερασπίσιμες, θεωρείται βέβαιο ότι οι κάλπες την Κυριακή θα αναδείξουν τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα, τουλάχιστον. Η περίπτωση της αυτοδυναμίας δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά είναι δύσκολη και θα εξαρτηθεί σημαντικά και από το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής.
Δεν ξέρουμε σήμερα πόσα και ποια από όσα έχει υποσχεθεί και εξαγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι σε θέση να υλοποιήσει σε εύλογο χρονικό διάστημα. Είναι πολύ πιθανό να μην ξέρουν ούτε τα ίδια τα ηγετικά στελέχη του. Μέσα όμως από τις αοριστίες και τις αντιφάσεις των δηλώσεων που κατά καιρούς έχουν κάνει και συνεχίζουν να κάνουν, όπως και εκείνα που ξεστομίζουν ανέξοδα πολλοί υποψήφιοι βουλευτές του, είμαστε υποχρεωμένοι να βασιστούμε, πρώτον, στο πρόγραμμα του κόμματος που αποφασίστηκε και δόθηκε στη δημοσιότητα το 2013 και, δεύτερον, στις εξαγγελίες του Αλ. Τσίπρα πέρυσι στην ΔΕΘ. Αν προσθέσουμε και όσα τονίζουν και επαναλαμβάνουν προεκλογικά ο Αλ. Τσίπρας και λεγόμενα πρωτοκλασάτα στελέχη, προκύπτουν κάποια συμπεράσματα.
Το ένα συμπέρασμα είναι ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υποτάσσει τελείως τα οικονομικά δεδομένα στη δική του πολιτική βούληση. Πιστεύει ότι μπορεί να θέσει αυτός τους όρους, αδιαφορώντας για την πολιτική βούληση των δανειστών και τη δική τους θεώρηση των πραγμάτων. Με αυτή την έννοια επιζητεί να «διαπραγματευτεί» μαζί τους και ανάλογα πορεύτηκε σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, όχι μόνο τώρα, στην προεκλογική περίοδο. Το δεύτερο συμπέρασμα, συνακόλουθο του πρώτου, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στο σύνολό του αποφασίζει και υπόσχεται, ερήμην των τρίτων, δηλαδή των κέντρων αποφάσεων, και χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν τους όρους που επικρατούν διεθνώς και ακόμη περισσότερο, στην περίπτωση της Ελλάδας. Το τρίτο και εξίσου σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι στον ΣΥΡΙΖΑ αγνοούν –με όλες τις σημασίες του ρήματος– τη λογική των αριθμών και της οικονομίας, καταφεύγοντας στο «επιθυμητό» της πολιτικής. Αυτό που στα αγγλικά λέγεται wishful thinking. Τέλος, είναι σαφές ότι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν και ίσως δεν γνωρίζουν τις εξελίξεις και τις επιπτώσεις τους σε πολλούς τομείς, στην Ευρώπη και γενικότερα στο διεθνές περιβάλλον.
Ολα αυτά θα αρχίσουν να γίνονται αισθητά την επομένη των εκλογών. Τότε θα φανούν οι «κόκκινες γραμμές» των εταίρων, που και αυτοί δίνουν λόγο στα δικά τους Κοινοβούλια και στη δική τους κοινή γνώμη. Από τη Δευτέρα μάλλον –αν σχηματίσουν κυβέρνηση– θα έλθουν αντιμέτωποι με τις πραγματικότητες στην Ευρώπη. Τότε επίσης θα καταλάβουν, ελπίζεται, ότι η οικονομία έχει δικούς της νόμους και δεν υποτάσσεται πάντα στη πολιτική βούληση, ιδιαίτερα στη μονομερή, ότι οι αριθμοί δεν βγαίνουν επειδή έτσι θέλει κάποιος και ότι για να διανεμηθεί πλούτος πρέπει προηγουμένως να παραχθεί. Εκτός και αν αυτό γίνει σε βάρος πολλών άλλων και όχι μόνον εκείνων που αντικειμενικά μπορούν, όπως διαλαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Και φυσικά θα αντιληφθούν με τον πιο σκληρό τρόπο ότι στον σημερινό πολύπλοκο κόσμο, τον κόσμο του άκρατου ανταγωνισμού και της αλματώδους τεχνολογικής ανάπτυξης, τα κούφια λόγια δεν παίζουν ρόλο. Αρα ο συγκεκριμένος ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται…