Το οικονομικό θαύμα της Σουηδίας. Εργάτες και επιχειρηματίες καλωσορίζουν τα ρομπότ

Οντίν Λιναρδάτου 03 Ιαν 2018

Σε έναν κόσμο που φοβάται ότι θα χαθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας από την αυτοματοποίηση η Σουηδία αποτελεί τη φωτεινή εξαίρεση. Εκεί οι εργαζόμενοι, απλοί εργάτες και υπάλληλοι είναι βέβαιοι πως μόνο να κερδίσουν έχουν από την αυτοματοποίηση και τη χρήση ολοένα και περισσότερων ρομπότ.
Σύμφωνα με έρευνα  σε 15 ισχυρές οικονομίες,  που έκανε το 2016  το Διεθνές  Οικονομικό Φόρουμ,  η αύξηση της χρήσης των ρομπότ αλλά και των τεχνητών μέσων γνώσης ( έξυπνες μηχανές ) θα καταστρέψουν μέχρι το 2020 5,1 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Σύμφωνα με τους Νιου Γιορκ Τάιμς ζευγάρι ερευνητών του πανεπιστημίου της Οξφόρδης κατέληξε στο συμπέρασμα πως περίπου οι μισές θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ μπορούν να αντικατασταθούν από ρομπότ ή άλλες μορφές αυτοματοποίησης μέσα στα επόμενα 20 χρόνια.
Είναι όμως πράγματι έτσι; Για κάποιους ναι, για κάποιες οικονομίες όπως η αμερικανική ναι, για άλλες όμως όπως είναι η οικονομία της Σουηδίας και των άλλων σκανδιναβικών κρατών τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Όταν πρωτοεμαφανίστηκαν  τα ΑΤΜ στις τράπεζες στα τέλη της δεκαετίας του 1960, πολλοί προέβλεπαν τότε ότι σύντομα οι τράπεζες θα δούλευαν χωρίς υπαλλήλους. Έγινε το ακριβώς αντίθετο. Οι θέσεις εργασίας στον τραπεζικό τομέα αυξήθηκαν με ραγδαίους ρυθμούς γιατί οι τράπεζες άρχισαν να επεκτείνονται σε νέους τομείς όπως ήταν ο ενυπόθηκος δανεισμός και οι ασφάλειες.
Αυτό μπορεί να συμβεί και σήμερα.
Πριν από τρία χρόνια ο Σόρεν Κάρλσον παραιτήθηκε από τη θέση του στην οικονομική διεύθυνση μιας σουηδικής εφημερίδας για να αφοσιωθεί στην κατασκευή ενός ρομπότ που ονόμασε Ροζαλίντα. Η Ροζαλίντα είναι «δημοσιογράφος – ρεπόρτερ» που συγκεντρώνει διάφορα  αθλητικά δεδομένα από το ίντερνετ και γράφει ιστορίες , όχι τόσο ευφάνταστες όσο είναι οι ανθρώπινες αλλά αρκετά ενδιαφέρουσες.
Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα αυτό θα είχε προκαλέσει σάλο στα συνδικάτα του τύπου. Στη Σουηδία η Ένωση Συντακτών ενθουσιάστηκε με την ιδέα αυτή. Ο Κάρλσον δεν μπορεί να δουλέψει φυσικά μόνο με τη Ροζαλίντα του, δημιούργησε προς το παρόν  νέα δέκα θέσεις εργασίας, πουλάει 100.000 ιστορίες το χρόνο σε διάφορα ΜΜΕ και όπως λέει ο Σουηδός πρόεδρος των ένωσης δημοσιογράφων της χώρας άνοιξε το επάγγελμα σε έναν τομέα που δεν υπήρχε πριν, μια που  με αυτές τις μικρές αθλητικές ιστορίες της σουηδικής επαρχίας δεν είχε ασχοληθεί ποτέ κανένα έντυπο.” Προσπαθούμε” λέει ο Γιόνας Νόρντλινγκ  “ να χειροκροτούμε και να αγκαλιάζουμε κάθε νέα πρωτοβουλία. Δεν ωφελεί κανέναν η συνεχής γκρίνια για το νέο” .
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αντιμετωπίζουν την “εισβολή” των ρομπότ  στον εργασιακό τους χώρο και οι μεταλλωρύχοι , οι ανθρακωρύχοι αλλά και οι εργάτες στα λατομεία της Σουηδίας.
Ο κ. Πέρσον που είναι 35 χρονών κάθεται μπροστά σε 4 οθόνες υπολογιστών και από εκεί ρυθμίζει τον γερανό που σηκώνει τα σκληρά πετρώματα μεταλλικού υδράργυρου. Κάποια χρόνια πριν για να το κάνει αυτό θα έπρεπε να εισπνέει κάθε μέρα σκόνη και καυσαέριο. Γνωρίζει ότι στα ορυχεία  του New Boliden δοκιμάζουν ήδη  αυτοπροωθούμενα οχήματα που θα αντικαταστήσουν τους οδηγούς των φορτηγών. Ο Μάικ Πέρσον όμως δεν ανησυχεί γιατί γνωρίζει πως πάντα θα χρειάζονται άνθρωποι σε άλλες ειδικότητες για να χειρίζονται τις νέες μηχανές. Δεν θα είναι φορτηγά αλλά θα είναι τζόιστικ ή κάτι άλλο. Έχει απόλυτη εμπιστοσύνη εξάλλου στο σουηδικό οικονομικό μοντέλο και στην προστασία που τους  παρέχει απέναντι στο βασανιστήριο της ανεργίας.
“Δεν ανησυχώ “ λέει στους Νιου Γιορκ Τάιμς “ γιατί υπάρχουν τόσες πολλές δουλειές σε αυτό το ορυχείο που ακόμα και αν εξαφανιστεί αυτή η δουλειά  θα εμφανιστεί στη θέση της μία άλλη. Η εταιρεία θα μας φροντίσει” .
Σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου οι πολίτες ανησυχούν για το μέλλον τους, ανησυχούν μήπως η όλο και μεγαλύτερη αυτοματοποίηση τους οδηγήσει στην ανεργία.
Η παγκοσμιοποίηση άλλωστε οδήγησε τους ανθρώπους των πλούσιων χωρών της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης σε έναν ανελέητο  ανταγωνισμό με  χώρες της Ασίας και της Λατινικής που μπήκαν δυναμικά στη αγορά  με φτηνά εργατικά χέρια. Αυτό οδήγησε πολύ κόσμο στην ανεργία.
Τώρα νιώθουν πως τα ρομπότ θα αποτελειώσουν τους ανθρώπους.
Αυτή η άποψη όμως δεν επικρατεί στη Σουηδία ούτε στις άλλες σκανδιναβικές χώρες. Γιατί εκεί υπάρχει ένας συνδυασμός πραγμάτων που κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν ασφάλεια.
Υπάρχουν πανίσχυρα εργατικά συνδικάτα, η στήριξη από τις κυβερνήσεις είναι μεγάλη και η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους είναι βαθιά ριζωμένη μέσα τους .
Στη Σουηδία τα ρομπότ απλώς κάνουν πιο αποδοτικές τις επιχειρήσεις και όσο  οι εργοδότες ευημερούν  τόσο μεγαλύτερα είναι τα οφέλη που αποκομίζουν οι εργαζόμενοι.
Αυτό αποτελεί την τεράστια αντίθεση της λειτουργίας της οικονομίας της Σουηδίας με τις οικονομίες της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκεί οι μισθοί παραμένουν παγωμένοι όσα κέρδη και αν βγάζουν οι επιχειρήσεις .
Στη Σουηδία αν ρωτήσεις τον επικεφαλής ενός εργατικού συνδικάτου αν φοβάται τη νέα τεχνολογία θα σου απαντήσει “ όχι , φοβάμαι την παλιά τεχνολογία”.
Σύμφωνα με την υπουργό εργασίας Ylva Johansson συγκεκριμένες δουλειές μπορεί να εξαφανίζονται αλλά όχι οι εργαζόμενοι που μετεκπαιδεύονται και βρίσκουν νέες δουλειές.
“ Δεν προστατεύουμε  δουλειές αλλά εργαζόμενους “ λέει στο BBC η σουηδέζα υπουργός.
Βέβαια για να εξακολουθήσει να υπάρχει αυτό το σύστημα κοινωνικής προστασίας οι πολίτες πρέπει να πληρώνουν περίπου  60% φόρους. Γεγονός αδιανόητο για τις ΗΠΑ που στηρίζονται σε ένα τελείως διαφορετικό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο.
Το 80% των Σουηδών έχει θετική γνώμη για τα ρομπότ και την τεχνολογία. Το 72 % των Αμερικανών ανησυχεί για την παρουσία των ρομπότ στον εργασιακό χώρο.
Στη Σουηδία, τη Δανία και την Φινλανδία το 27%  των εσόδων  τους δίνεται στις δημόσιες υπηρεσίες που βοηθούν τους ανέργους και άλλες ευπαθείς ομάδες  . Στις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο από 20%.
Η βασική διαφορά βρίσκεται όμως στη νοοτροπία.
Στα ορυχεία, που αποτελούν από τις πλέον ισχυρές βιομηχανίες στη χώρα , οι μισθοί είναι υψηλοί και καθορίζονται όπως και οι συνθήκες εργασίας από τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις που υπογράφουν οι εργαζόμενοι με τους εργοδότες και όλοι είναι κερδισμένοι. Τα ορυχεία είναι ανταγωνιστικά και οι τιμές καθορίζονται από τις διεθνείς αγορές χωρίς αυτό να επηρεάζει τους εργαζόμενους.