Η διαφωνία των ονείρων

Γεώργιος Σ. Λαζαρίδης 12 Αυγ 2014

Τον Ιούνιο συμπληρώθηκαν δύο χρόνια ζωής για την κυβέρνηση αλλά και για την αξιωματική αντιπολίτευση. Όχι μικρό διάστημα αν αναλογιστεί κανείς τις πολιτικές εξελίξεις από το 2010 κι έπειτα. Η πολιτική πορεία της δικομματικής κυβέρνησης, χωρίζεται σε δυο διαφορετικές μεταξύ τους περιόδους. Στην περίοδο πριν την προεκλογική περίοδο για τις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές, και σε αυτήν μετά, ή αλλιώς στην περίοδο λογικής και συνέπειας και στην περίοδο παραλογισμού και αντιμνημονιακού λαϊκισμού. Χρονικά οι περίοδοι αυτές για την κυβέρνηση είναι έως τον Δεκέμβρη του 2013 και από τον Ιανουάριο του 2014 έως και σήμερα.

.

Η περιγραφή που κάνει ο Αλέκος Παπαδόπουλος σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Καθημερινή για την κατάσταση που επικρατεί στην πολιτική σκηνή και στην κυβέρνηση είναι η μόνη που φτάνει στην πραγματικότητα και στην αλήθεια, «ο λαϊκισμός διατρέχει οριζόντια όλα τα κόμματα χωρίς εξαίρεση». Είδαμε τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό της κυβέρνησης, είδαμε την επάνοδο στην κυβέρνηση της καραμανλικής δεξιάς, αυτής που κατά κύριο λόγο ευθύνεται για την καταστροφή της χώρας, αυτής που σε πεντέμισι χρόνια έκανε πενήντα σκάνδαλα και στο τέλος μαζί με τον εγκληματία ηγέτη της πέρασε στο απυρόβλητο.  Τόσο τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν για τον ανασχηματισμό όσο και η εντύπωση που μας δημιουργήθηκε  για το “pause” της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την αντιμνημονιακή τακτική της κυβέρνησης μας οδηγούν στο συμπέρασμα του Αλ. Παπαδόπουλου. Κι αυτό είναι το ανησυχητικό καθώς είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να παρακολουθούμε τον λαϊκισμό και την ανευθυνότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Παρακολουθήσαμε τα παραληρήματα των βουλευτών του, την πόλωση που επέβαλε και την βίαιη και επιθετική ρητορική του. Γι’ αυτό λοιπόν θεωρήσαμε πως η κυβέρνηση είναι ασφαλέστερη πολιτική δύναμη ή μάλλον λιγότερο επιβλαβής συγκριτικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και το τσίρκο του. Μετά το ανασχηματισμό όμως δεν ξέρω αν είμαστε σε θέση να ισχυριζόμαστε το ίδιο.

.

Είναι θλιβερό να βλέπεις πως στον βωμό των θυμάτων της κρίσης και του μνημονίου γίνεται ένας αήθης κι ανέντιμος πόλεμος μεταξύ των δυνάμεων του λαϊκισμού που αυτοπαρουσιάζονται ως σωτήρες. Οι πολίτες θέλουν, για να μην χάσουν την ελπίδα τους και για να συνεχίσουν να βλέπουν τα όνειρα που θέλουν για ένα καλύτερο αύριο, να αλλάξουν οι πολιτικές των κομμάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει επαναφορά των «φιλολαϊκών» πολιτικών που μας οδήγησαν στην καταστροφή.

.

Ο προβληματισμός μου αφορά περισσότερο στον χώρο της δημοκρατικής παράταξης. Στην πολύπαθη κεντροαριστερά. Στον μεταρρυθμιστικό προοδευτικό πόλο. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του χώρου, το ΠΑΣΟΚ, υπέπεσε σε αμαρτίες. Έβαλε κι αυτό φρένο στις μεταρρυθμίσεις κι επιδόθηκε σε έναν αντιμνημονιακό λαϊκισμό. Δεν θα εξετάσω τους λόγους, λίγο πολύ άλλωστε τους υποψιαζόμαστε. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτή η πολιτική μεταστροφή του έχει θέση στο εγχείρημα της κεντροαριστεράς ως μεταρρυθμιστικού προοδευτικού πόλου ή αν αποσκοπεί στην επαναφορά στις παλιές εποχές τόσο του κόμματος όσο και της χώρας.

.

Πλέον είναι ηλίου φανερότερο πως υπάρχουν δύο ειδών κεντροαριστεροί. Αυτοί που οραματίζονται την δημιουργία νέου φορέα που θα καλύψει το κενό μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ και εκπροσωπουν τις μεταρρυθμίσεις, τον εκσυγχρονισμό, τη σοσιαλδημοκρατία και την πρόθεση για συμμετοχή σε κυβέρνηση, και αυτοί (οι γιαλαντζί κεντροαριστεροί) που διακατέχονται από ηγεμονικές φιλοδοξίες και ονειρεύονται ένα ΠΑΣΟΚ του ’74, κοντά στην αριστερά. Είναι προφανές ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν κάτω από την ίδια στέγη.

.

Στις συγκυρίες αυτές ταιριάζουν οι στίχοι του  Μανώλη Αναγνωστάκη  «φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους, φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο».

.

Αυτές είναι συνοπτικά οι καλοκαιρινές σκέψεις μου. Θα ανάψω ένα τσιγάρο και θα μιλήσω με τον Παναγιώτη για όλα αυτά. Και ποιος ξέρει, ίσως καταλήξουμε κάπου. Με τη λήξη του καλοκαιριού θα επιστρέψω για το συνέδριο, τη συγκρότηση του νέου κόμματος και την ανασυγκρότηση του χώρου.