Πόσο μοιάζει η Αμερική με την Ουγγαρία: Η νέα εποχή του Τραμπ

Θόδωρος Τσίκας/ Μαρωβήτα Νικολαΐδου 15 Δεκ 2025

Ο ανταγωνιστικός αυταρχισμός στις ΗΠΑ: Από την εσωτερική διάβρωση στη διεθνή ανατροπή

Η δεύτερη προεδρία Τραμπ δεν δοκιμάζει απλώς την ανθεκτικότητα της αμερικανικής δημοκρατίας. Μετατρέπει τον ανταγωνιστικό αυταρχισμό σε εσωτερική πρακτική και την ιδεολογία MAGA σε εξωτερική στρατηγική, φέρνοντας την Ευρώπη αντιμέτωπη με ένα νέο και λιγότερο φιλελεύθερο πρόσωπο της Ουάσινγκτον.

Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο του 2024, μεγάλο μέρος του αμερικανικού πολιτικού και θεσμικού κατεστημένου αντιμετώπισε την εξέλιξη με σχετική απάθεια. Η επανεκλογή του ήταν το αποτέλεσμα μιας δημοκρατικής διαδικασίας και, επιπλέον, η αμερικανική Δημοκρατία είχε αντέξει τους κραδασμούς της πρώτης του θητείας, ακόμη και την πρωτοφανή επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021. Πολλοί υπέθεσαν ότι θα άντεχε και δεύτερη φορά.

Η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική. Μέσα στο πρώτο έτος της δεύτερης θητείας του Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες μετακινήθηκαν ταχύτατα προς ένα καθεστώς ανταγωνιστικού αυταρχισμού. Πρόκειται για ένα σύστημα στο οποίο οι εκλογές συνεχίζουν να διεξάγονται και η αντιπολίτευση εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά η εκτελεστική εξουσία χρησιμοποιεί συστηματικά τους θεσμούς του κράτους για να τιμωρεί αντιπάλους, να προστατεύει συμμάχους και να αλλοιώνει τους όρους του πολιτικού ανταγωνισμού.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι άγνωστο διεθνώς. Εμφανίστηκε νωρίτερα στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες, στην Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν και στην Ινδία του Ναρέντρα Μόντι. Εκείνο που καθιστά την αμερικανική περίπτωση ιδιαίτερη δεν είναι η πρωτοτυπία των πρακτικών, αλλά η ταχύτητα, το βάθος και το γεγονός ότι εφαρμόζονται στο κράτος με τη μεγαλύτερη θεσμική ισχύ και διεθνή επιρροή στον κόσμο.

Η μετάβαση αυτή δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με την οριστική κατάρρευση της αμερικανικής δημοκρατίας. Όπως δείχνει η ίδια η φύση του ανταγωνιστικού αυταρχισμού, το πολιτικό παιχνίδι γίνεται πιο άνισο, αλλά δεν παύει να διεξάγεται. Οι δίοδοι αμφισβήτησης παραμένουν ανοιχτές, έστω και περιορισμένες. Αυτό ακριβώς είναι που καθιστά την τρέχουσα συγκυρία τόσο κρίσιμη. Το αποτέλεσμα δεν έχει προεξοφληθεί, αλλά το κόστος της αυταρχικής διολίσθησης αρχίζει ήδη να γίνεται ορατό, τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και στο διεθνές αποτύπωμα τους.

Η κατάληψη των θεσμών και η εργαλειοποίηση του κράτους

Η εμπειρία από άλλα ανταγωνιστικά αυταρχικά καθεστώτα δείχνει ότι το πρώτο και καθοριστικό βήμα δεν είναι η κατάργηση των εκλογών, αλλά η σταδιακή αποδυνάμωση των ελεγκτικών θεσμών, ιδίως της Δικαιοσύνης, των ανεξάρτητων Αρχών και των Μέσων Ενημέρωσης.

Όπως επισημαίνουν οι Levitsky & Way στο έργο τους Competitive Authoritarianism: Hybrid Regimes After the Cold War (2010), τέτοια καθεστώτα διατηρούν δημοκρατικές "βιτρίνες", αλλά παραμορφώνουν το πολιτικό παιχνίδι μέσα από την εργαλειοποίηση κρατικών μηχανισμών.

Οι ΗΠΑ, στη δεύτερη προεδρία Τραμπ, φαίνεται να ακολουθούν παρόμοια πορεία, με ταχεία απομάκρυνση επαγγελματιών στελεχών από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την αντικατάστασή τους με πρόσωπα πιστά στον Πρόεδρο, φαινόμενο που έχει ήδη καταγραφεί από ανεξάρτητα μέσα όπως το ProPublica και το Brookings Institution.

Η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ κινήθηκε ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση. Υπουργείο Δικαιοσύνης, FBI και ανεξάρτητες ρυθμιστικές Αρχές υπέστησαν μια ταχεία διαδικασία εκκαθάρισης επαγγελματικών στελεχών και αντικατάστασής τους από πρόσωπα προσωπικά ή πολιτικά πιστά στον πρόεδρο.

Το μοτίβο θυμίζει έντονα την πορεία της Ουγγαρίας μετά το 2010, όταν – σύμφωνα με μελέτες του Freedom House και του Varieties of Democracy (V-Dem Institute) – η χώρα κατηγοριοποιήθηκε ως «εκλογικό αυταρχικό καθεστώς», κυρίως λόγω του περιορισμού της ανεξαρτησίας των θεσμών και των ΜΜΕ. Παρόμοιες πρακτικές είχαν προηγηθεί στην Τουρκία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, όταν χιλιάδες δικαστικοί και αστυνομικοί απομακρύνθηκαν και αντικαταστάθηκαν με κομματικά ευθυγραμμισμένους αξιωματούχους. Στις ΗΠΑ, η διαδικασία αυτή υπήρξε ταχύτερη και πιο απροκάλυπτη από οτιδήποτε είχε παρατηρηθεί μεταπολεμικά.

Αφού οι θεσμοί αναδιαμορφώθηκαν, στράφηκαν εναντίον πολιτικών αντιπάλων. Έρευνες και διώξεις κινήθηκαν κατά προσώπων που θεωρούνταν εχθρικά προς τον Πρόεδρο, συχνά με αφορμή δευτερεύουσες ή τυπικές παραβάσεις. Η επιλεκτική εφαρμογή του νόμου αποτελεί κλασικό εργαλείο αυταρχικών καθεστώτων. Όταν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί λειτουργούν με πολιτικά κριτήρια, σχεδόν πάντα μπορούν να εντοπίσουν κάποιο σφάλμα. Στη Βενεζουέλα, οι φορολογικοί έλεγχοι χρησιμοποιήθηκαν κατ’ επανάληψη για να εξουδετερώσουν αντιπολιτευόμενους δημάρχους και επιχειρηματίες. Στις ΗΠΑ, η ίδια λογική άρχισε να εφαρμόζεται σε πολιτικούς, εισαγγελείς, δωρητές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.

Ακόμη και όταν τέτοιες υποθέσεις δεν οδηγούν σε καταδίκες, το ίδιο το βάρος της έρευνας λειτουργεί ως μέσο καταναγκασμού. Ο στόχος δεν είναι πάντα η φυλάκιση, αλλά η εξάντληση πόρων, η αποστροφή από τη δημόσια ζωή και η αποστολή ενός μηνύματος προς τρίτους. Παράλληλα, ένα πλήρως εργαλειοποιημένο σύστημα Δικαιοσύνης παρέχει ασυλία στους συμμάχους της εξουσίας. Η εκτεταμένη χρήση της προεδρικής χάρης, ιδίως προς πρόσωπα που εμπλέκονταν σε βίαιες ή παράνομες ενέργειες υπέρ του Προέδρου, μετέδωσε ένα σαφές μήνυμα: η παρανομία συγχωρείται όταν εξυπηρετεί τον σωστό πολιτικό σκοπό.

Από τη Δικαιοσύνη, στα Μέσα Ενημέρωσης και την κοινωνία των πολιτών

Η αυταρχική εδραίωση δεν περιορίζεται στους σκληρούς θεσμούς του κράτους. Επεκτείνεται στα Μέσα Ενημέρωσης, στα Πανεπιστήμια και στον ευρύτερο χώρο της κοινωνίας των πολιτών. Και εδώ, η αμερικανική εμπειρία αρχίζει να θυμίζει όλο και περισσότερο χώρες όπως η Ουγγαρία και η Ινδία, όπου η πίεση στα μέσα δεν ασκήθηκε αρχικά μέσω γενικευμένης λογοκρισίας, αλλά μέσω ρυθμιστικών ελέγχων, δικαστικών προσφυγών και αλλαγών ιδιοκτησίας.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι προσφυγές της κυβέρνησης κατά μεγάλων εφημερίδων και οι έρευνες της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών εις βάρος τηλεοπτικών δικτύων δημιούργησαν ένα περιβάλλον διαρκούς απειλής. Παράλληλα, η συγκέντρωση μιντιακής ιδιοκτησίας σε επιχειρηματικά σχήματα φιλικά προς την κυβέρνηση ενίσχυσε τη μετατόπιση του ενημερωτικού τοπίου. Στην Ουγγαρία, η μετάβαση αυτή χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία. Στις ΗΠΑ, εξελίσσεται μέσα σε λίγα χρόνια.

Τα Πανεπιστήμια και τα νομικά Γραφεία βρέθηκαν επίσης στο στόχαστρο. Η απόσυρση κρατικής χρηματοδότησης, οι απειλές ακύρωσης συμβολαίων και η ανάκληση αδειών ασφαλείας λειτούργησαν ως μηχανισμοί πειθαναγκασμού. Στην Ινδία, η κυβέρνηση Μόντι χρησιμοποίησε παρόμοιες τακτικές για να περιορίσει τη δράση μη κυβερνητικών οργανώσεων και να ελέγξει ακαδημαϊκά ιδρύματα. Το αποτέλεσμα δεν ήταν άμεση φίμωση, αλλά σταδιακή προσαρμογή.

Το αόρατο κόστος και το σύνδρομο απόσυρσης

Το πιο επικίνδυνο αποτέλεσμα της αυταρχικής στροφής δεν είναι πάντα η καταστολή, αλλά η αποστράτευση. Όταν ο φόβος αντιποίνων οδηγεί πολίτες, δωρητές, επιχειρήσεις και θεσμούς σε σιωπηρή συμμόρφωση, η δημοκρατία αρχίζει να αποδυναμώνεται από μέσα. Η αυτολογοκρισία είναι αόρατη. Το κοινό βλέπει απολύσεις και ακυρώσεις εκπομπών, αλλά δεν μπορεί να γνωρίζει πόσα ρεπορτάζ δεν γράφτηκαν ποτέ και πόσες πρωτοβουλίες εγκαταλείφθηκαν προληπτικά.

Σε καθεστώτα όπως η Ρωσία και η Τουρκία, η απόσυρση των ελίτ από τον δημόσιο χώρο προηγήθηκε της πλήρους αυταρχικής παγίωσης. Κάτι αντίστοιχο αρχίζει να διαφαίνεται και στις ΗΠΑ. Η αποστασιοποίηση μεγάλων δωρητών, η συρρίκνωση της νομικής στήριξης προς την αντιπολίτευση και η απομάκρυνση επιχειρήσεων από προοδευτικές πρωτοβουλίες δημιουργούν μια άνιση πολιτική αρένα πολύ πριν από την ημέρα της κάλπης.

Οι ανασχετικοί παράγοντες και το παράθυρο ευκαιρίας

Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, ο ανταγωνιστικός αυταρχισμός δεν είναι μονόδρομος. Η Ιστορία προσφέρει παραδείγματα ανατροπής, ακόμη και υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Στην Ινδία, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης της Ίντιρα Γκάντι κατέρρευσε στις κάλπες το 1977. Στη Μαλαισία, μια αυταρχική κυριαρχία δεκαετιών έληξε μέσω εκλογών το 2018. Στην Πολωνία, η αντιπολίτευση επανήλθε στην εξουσία το 2023, παρά τον εκτεταμένο έλεγχο θεσμών και Μέσων από την κυβέρνηση.

Σε σύγκριση με πολλές από αυτές τις χώρες, η αμερικανική αντιπολίτευση διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα. Η Δικαιοσύνη παραμένει πιο ανεξάρτητη, οι Ένοπλες Δυνάμεις διατηρούν υψηλό βαθμό επαγγελματισμού και η ομοσπονδιακή δομή προσφέρει εναλλακτικά κέντρα ισχύος. Επιπλέον, η δημοτικότητα του ίδιου του Προέδρου δεν είναι συντριπτική, στοιχείο που ιστορικά δυσκολεύει τη μόνιμη αυταρχική εδραίωση.

Η Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας ως εξωτερική προβολή του αυταρχισμού

Η εσωτερική διολίσθηση αποκτά διεθνή διάσταση με τη νέα Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας. Το κείμενο αυτό δεν πρέπει να διαβαστεί ως τεχνικό εγχειρίδιο πολιτικής, αλλά ως ιδεολογική διακήρυξη. Για πρώτη φορά, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζονται όχι ως εγγυητής της φιλελεύθερης τάξης, αλλά ως δύναμη που είναι πρόθυμη να προωθήσει ένα ανελεύθερο διεθνές περιβάλλον.

Η σιωπή της στρατηγικής απέναντι στην Κίνα και η περιορισμένη αναφορά στη Ρωσία είναι ενδεικτικές. Αντί για τον παραδοσιακό ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων, το κείμενο εστιάζει στις πολιτισμικές και ιδεολογικές συγκρούσεις εντός της Δύσης. Η Ευρώπη παρουσιάζεται όχι ως αυτονόητος σύμμαχος, αλλά ως χώρος που χρειάζεται πολιτική «διόρθωση». Η λογική αυτή θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο η Ρωσία προβάλλει την έννοια της «κυριαρχικής δημοκρατίας» και χρησιμοποιεί την εξωτερική πολιτική για να στηρίξει ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα.

Η Ευρώπη στο επίκεντρο του νέου ρίσκου

Η αμερικανική αυταρχική διολίσθηση δεν αποτελεί εσωτερική υπόθεση των ΗΠΑ. Μετατρέπεται σε στρατηγικό παράγοντα που απειλεί τη συνοχή της Δύσης και την ίδια τη λειτουργία των ευρωπαϊκών Δημοκρατιών. Οι πρώτες δοκιμές παρέμβασης σε χώρες της Λατινικής Αμερικής δείχνουν πρόθεση χρήσης οικονομικής και πολιτικής ισχύος για την ενίσχυση ανελεύθερων συμμάχων.

Ένα ανοιχτό παράθυρο για το μέλλον

Το πιθανότερο σενάριο για τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ούτε η άμεση εγκαθίδρυση πλήρους αυταρχικού καθεστώτος ούτε η γρήγορη επιστροφή στη θεσμική κανονικότητα. Πιο ρεαλιστική μοιάζει μια παρατεταμένη περίοδος αστάθειας, όπου αυταρχικές ροπές και δημοκρατικά αντανακλαστικά θα συνυπάρχουν. Το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί λιγότερο από τη σκληρότητα της κυβέρνησης και περισσότερο από το αν αρκετοί πολίτες και θεσμοί θα συνεχίσουν να δρουν σαν να έχει νόημα η προσπάθεια.

Η διαχείριση της παρούσας κρίσιμης καμπής απαιτεί από τις δημοκρατικές δυνάμεις στις Ηνωμένες Πολιτείες —συμπεριλαμβανομένων των πολιτών, των θεσμών και των πολιτικών ελίτ— μια στάση διττή αλλά αναγκαία: αφενός, τη νηφάλια αναγνώριση της αυξανόμενης αυταρχικής παρέκκλισης· αφετέρου, τη συνειδητή αποφυγή της παραίτησης, η οποία ενέχει τον κίνδυνο μετατροπής μιας δυνητικής κρίσης σε μη αναστρέψιμη πραγματικότητα.

Η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι η παγίωση ανταγωνιστικών αυταρχικών καθεστώτων σπάνια επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσω της καταστολής. Συχνότερα, εγκαθιδρύεται σταδιακά, μέσω της σταθερής αποδυνάμωσης των μηχανισμών δημοκρατικής συμμετοχής και της αποστράτευσης πολιτικών και κοινωνικών δρώντων. Υπό συνθήκες θεσμικής ασυμμετρίας, η συνέχιση της πολιτικής δράσης —μέσω υποψηφιοτήτων, νομικών παρεμβάσεων, δημοσιογραφικής επιτήρησης και κοινωνικής κινητοποίησης— εξακολουθεί να αποτελεί κρίσιμο παράγοντα αναχαίτισης της αυταρχικής εδραίωσης.

Το τελικό αποτέλεσμα της τρέχουσας μεταβατικής φάσης δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Θα εξαρτηθεί όχι αποκλειστικά από τη συγκεντρωτική ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά κυρίως από τη βούληση και την επιμονή δημοκρατικών υποκειμένων να αξιοποιήσουν τα —έστω περιορισμένα— περιθώρια θεσμικής αμφισβήτησης που εξακολουθούν να υπάρχουν.

Η επιτυχής αντιμετώπιση αυτής της κρίσης προϋποθέτει την ταυτόχρονη αναγνώριση δύο πραγματικοτήτων: ότι η αμερικανική δημοκρατία υφίσταται σημαντική διάβρωση και ότι, παρά ταύτα, διατηρεί ακόμη λειτουργικούς μηχανισμούς πολιτικής ανατροφοδότησης και δυνατότητες ανανέωσης των όρων του δημοκρατικού ανταγωνισμού.