O κινηματογράφος των Ελλήνων σκηνοθετών του 21ου αιώνα.

Θόδωρος Σούμας 10 Ιουν 2021

Κάποια περίοδο, ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ) της εποχής της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, συμπλήρωσε τον κύκλο, την πορεία του γιατί δεν είχε να δώσει κάτι πολύ πρωτότυπο και νέο μετά τη δεκαετία του 1990· οι τελευταίοι ενδιαφέροντες σκηνοθέτες του ήταν ανεξάρτητοι σκηνοθέτες, μια παρέα που γύρισε την πλάτη της στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) που καθοδηγείτο με αριστερό – συντεχνιακό – συνδικαλιστικό τρόπο  (με ένα είδος αριστερής-“προοδευτικής” επαγγελματικής επετηρίδας) από τον Μ.Ζαχαρία, που ήρθε φυτευτός από τη Μελίνα, ως ειδήμων της σοβιετικής παραγωγής.

Ο κινηματογράφος των μεταγενέστερων Ελλήνων σκηνοθετών, της δεκαετίας του 1990 και ύστερα, είναι συνήθως μυθοπλαστικός κι αφηγηματικός κινηματογράφος, ακολουθεί στις περισσότερες των περιπτώσεων τους αφηγηματικούς κανόνες. Μάλλον είναι περισσότερο επηρεασμένος από τον ανεξάρτητο και τον κλασικό, αφηγηματικό αμερικάνικο και τον ανεξάρτητο, μυθοπλαστικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Από το 1990, κάνει αισθητή την παρουσία του στη χώρα μας το κύμα των νεότερων σκηνοθετών που ανεξαρτητοποιήθηκαν από τον Ν.Ε.Κ. της εποχής της δικτατορίας και της πρώιμης μεταπολίτευσης. Οι σκηνοθέτες αυτοί, στις περισσότερες ταινίες τους, υιοθετούν μια αφήγηση που ακολουθεί τους παραδεκτούς κώδικες. Οι περισσότεροι προσπάθησαν να αφηγηθούν με σφρίγος κι επάρκεια, και να ενστερνιστούν τη σχετικά στρωτή αφήγηση μιας ιστορίας, να υιοθετήσουν την αφηγηματική μυθοπλασία. Δηλαδή να διηγηθούν μια ιστορία.

Πρόκειται συνήθως για ταινίες καταστάσεων και χαρακτήρων, που προσπαθούν να τις προσεγγίσουν με φρεσκάδα, πρωτοτυπία, χιούμορ και νεύρο. Οι σκηνοθέτες που άρχισαν να φτιάχνουν καλές ταινίες τη δεκαετία του 1990 είναι οι Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Νίκος Γραμματικός, Σωτήρης Γκορίτσας, Δημήτρης Αθανίτης, Τάσος Μπουλμέτης, Περικλής Χούρσογλου, Όλγα Μαλέα, Αγγελική Αντωνίου, Κατερίνα Ευαγγελάκου, Νίκος Κορνήλιος, Αντώνης Κόκκινος, Κώστας Καπάκας,  Ρένος Χαραλαμπίδης, Δημήτρης Ινδαρές, Θάνος Αναστόπουλος, Πέννυ Παναγιωτοπούλου, Λάγια Γιούργου, Φωτεινή Σισκοπούλου, κ.α..

Με τις ελληνικές ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου Κινέτα του 2005 και Κυνόδοντας του 2009 πάνω σε σενάρια του Ευθύμη Φιλίππου, και το Attenberg του 2010 της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη έκανε την εμφάνισή του, τα πρώτα του βήματα, ένα ελληνικό κινηματογραφικό ρεύμα διαφορετικό και ιδιότυπο. Υπήρξε πιο παράξενο αισθητικά και μυθοπλαστικά από το αμέσως προηγούμενο. Στο σινεμά σκηνοθετών του 90 ήρθε, άρα, να προστεθεί το λεγόμενο greek weird wave, ξεκινώντας γύρω στο 2010 και στη δεκαετία του ΄10. Οι νέοι σκηνοθέτες που σκηνοθέτησαν μεγάλου μήκους φιλμ εκείνη την εποχή ήταν, πέρα από τους προαναφερθέντες παλιότερους, οι Γ.Λάνθιμος, A.Ρ.Τσαγκάρη, Μπ.Μακρίδης, Α.Παπαδημητόπουλος, Α.Αβρανάς, Σ.Τζουμέρκας, κ.α.. Το weird, αλλόκοτο και δροσερό ρεύμα, που είχε την αφετηρία του γύρω στο 2010, βασίστηκε στις σεναριακές και μορφολογικές συλλήψεις και ιδέες του ταλαντούχου και ανερχόμενου Γ.Λάνθιμου και του σεναριογράφου του Ε.Φιλίππου, που απετέλεσαν τον πυρήνα αυτής της νέας κινηματογραφικής, αφηγηματικής, θεματολογικής και αισθητικής ελληνικής απόπειρας. Η συνεργασία Λάνθιμου και Τσαγγάρη και τα σενάρια του σεναριογράφου τους Ευθύμη Φιλίππου προσέφεραν ένα ιδιαίτερο στυλ στις ταινίες και ορισμένες επιρροές στους υπόλοιπους νέους σκηνοθέτες. Τη σκυτάλη πήραν κι άλλες ταινίες σε παρόμοιο τόνο, άλλων ταλαντούχων σκηνοθετών, που δεν συνέκλιναν απαραίτητα προς το στυλ των παραπάνω σκηνοθετών, συνέβαλαν όμως στη δημιουργία ενός ρεύματος και μιας ανανεωτικής διάθεσης. Οι νέοι σκηνοθέτες, διαφοροποιήθηκαν από τον σκηνοθετικό ή σεναριακό ακαδημαϊσμό, και ενστερνίστηκαν τις εξελίξεις της κινηματογραφικής γλώσσας του διεθνούς ανεξάρτητου σινεμά.

Τι καινούργιο, τι διαφορετικό και τι θετικό έφεραν οι νέοι σκηνοθέτες του millenium στο ελληνικό σινεμά; Μεγαλύτερη θεματική αναζήτηση, τόλμη, οξύτητα και διεισδυτικότητα στη ματιά πάνω στα κοινωνικά θέματα της οικογένειας και της νιότης. Το στυλ, η αισθητική του νέου, αλλόκοτου ρεύματος είναι “διαφορετική” αναφορικά με το μορφικό ύφος, που θυμίζει ανεξάρτητο αμερικάνικο κι ευρωπαϊκό σινεμά, χάρη στον ευέλικτο, μοντέρνο κι εύπλαστο τρόπο κινηματογράφησης και σκηνοθεσίας που υιοθετείται. Το θετικό είναι η μεγαλύτερη αμεσότητα κι ευλυγισία στο φιλμάρισμα, η διαύγεια κι οξυδέρκεια του μυθοπλαστικού κι αισθητικού βλέμματος. Τέτοια παραδείγματα των παραπάνω χαρακτηριστικών αποτελούν αρκετά φιλμ του του Γ.Λάνθιμου, του Α.Φραντζή, του Γ.Οικονομίδη,  του Π.Κούτρα, του Α.Παπαδημητρόπουλου, του Σ.Τζουμέρκα, της Α.Τσαγκάρη, της Ελ.Ψύκου, του Μπ.Μαρκίδη και αρκετών άλλων. Ο κινηματογράφος των νεότερων είναι πιο ζωντανός και σπιρτόζος από αυτόν των παλαιότερων. Τι καινούργιο περιελαμβάνει αυτός ο κινηματογράφος; Έναν πίνακα, μια απεικόνιση των κοινωνικών, υπαρξιακών και ατομικών προβλημάτων του σύγχρονου Έλληνα και των πυρήνων, των εστιών της κοινωνικής οργάνωσης της ζωής του, των οικογενειών, των ζευγαριών και των παρεών, μια διάθλαση των εικόνων μέσα από παραμορφωτικούς φακούς· εικόνων υπερτονισμένων και παράξενων μέσα στην υπερβολή τους, αλλά αληθινών. Τα φιλμ πραγματεύονται συχνά το ζήτημα της αυταρχικής, πατριαρχικής οικογένειας, αλλά και το σχετικό θέμα της παρεκκλίνουσας  σεξουαλικότητας, έτσι όπως πηγάζει και διδάσκεται από τη γεμάτη εντάσεις κι αδιέξοδα οικογένεια, στα μέλη της. Αυτά τα θεματικά μοτίβα φανερώνονται στον Κυνόδοντα, τη Miss Violence και τη Στρέλα, όπου οι επιδράσεις της οικογένειας ή του αυταρχικού πατέρα αποτυπώνουν στα υποτελή μέλη της μια διεστραμμένη αντίληψη κι ερωτική συμπεριφορά, την οποία πείθονται ή αναγκάζονται να ακολουθήσουν παθητικά.

Σε αρκετά φιλμ περιγράφεται ένα πλέγμα παράταιρων ερωτικοσεξουαλικών σχέσεων. Η σεξουαλικότητα είναι ένα από τα θέματα των πιο απελευθερωμένων από παλιά, σύγχρονων σκηνοθετών. Στή σημερινή κινηματογραφική τάση μπορούμε να εντοπίσουμε αυτή τη θεματική στο Attenberg και στον Κυνόδοντα, στη Miss Violence, στη Στρέλα και το Xenia του Κούτρα, στα Μέσα στο δάσος (Φραντζής), Το παιδί τρώει  το φαΐ του πουλιού (Λυγίζος), Lustlands και The Great Eastern (αδελφοί Ιωνά–The Callas), στο Winona (2019) του Αλέξανδρου Βούλγαρη, κ.α. Η σεξουαλικότητα περιγράφεται προσδιορισμένη από τα κοινωνικά δεδομένα. Ενίοτε τείνει προς τη σεξουαλική παρέκκλιση, όπως συμβαίνει στα φιλμ Στρέλα, Miss Violence και Κυνόδοντα.

 

Οι ιδιότυπες ταινίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά διατηρούν κάποια ροπή προς τη μυθοπλασία και την αφηγηματικότητα, όχι όμως αυστηρή. Γοητεύονται από τις μορφικές αναζητήσεις και επιδιώκουν να σαγηνεύσουν τον θεατή με τις σκηνοθετικές ιδέες και ανανεώσεις και όχι μόνο με τα θεματικά και αφηγηματικά μοτίβα τους. Αυτή τη μορφική και θεματική ανανέωση επιδιώκουν οι Λάνθιμος, Φιλίππου, Μακρίδης, Tζουμέρκας, Παπαδημητρόπουλος, Τσαγγάρη, Κούτρας, Οικονομίδης, Φραντζής, κ.α.. Από αισθητικής πλευράς, στο σημερινό ελληνικό σινεμά, συνδυάζονται μια σκηνοθετική ματιά ψυχρή και διαυγής, η δημιουργία εικόνων που δημιουργούν ατμόσφαιρα, ένα πρωτότυπο στυλ, κάποιος παγερός ρεαλισμός που δεν κολλάει σε προκαταλήψεις, καθώς και “παράδοξα” μυθοπλαστικά ευρήματα κι αφηγηματικά μοτίβα. Από αυτά προέκυψε ο χαρακτηρισμός των ξένων για τον κινηματογράφο των νεότερων σκηνοθετών, αλλόκοτο ελληνικό κύμα. Διαπιστώνουμε όμως πως το παράξενο ελληνικό κύμα δεν έχει ομοιογένεια. Οι σκηνοθέτες χειρίζονται διαφορετικά το θέμα του ρεαλισμού και της δημιουργίας μιας μη αληθοφανούς ατμόσφαιρας. Ορισμένες ταινίες έχουν κοινά χαρακτηριστικά, αμεσότητα, αδρότητα ή σκληρότητα στη σκηνοθεσία τους. Το σημερινό σινεμά έχει συχνά μαύρο χιούμορ, κυνικότητα και κυνική βία, αφηγηματικότητα κι ένα παγκοσμιοποιημένο και μη αυστηρά ελληνικό ύφος και χρώμα. Αρκετές νέες ελληνικές ταινίες προσκαλούνται στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και γίνονται δεκτές ευμενώς, κάτι που διευκολύνει την καλλιτεχνική διαδρομή τους.

Να προσθέσουμε ορισμένους ακόμη σκηνοθέτες του νέου, σύγχρονου ελληνικού σινεμά, τους Αλέξη Αλεξίου, Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο, Αλέξανδρο Βούλγαρη, Κωνσταντίνα Βούλγαρη, Ελισσάβετ Χρονοπούλου, Ευαγγελία Κρανιώτη, Αθανάσιο Καρανικόλα, Γιώργο Κωνσταντάτο, Ηλία Δημητρίου,  Πάνο Καρκανεβάτο, Κώστα Χαραλάμπους,  Γιώργο Γεωργόπουλο, Σοφία Εξάρχου, Στέλλα Θεοδωράκη, Γιάννη Φάγκρα, και άλλους. Μία αξιοπρόσεκτη μεγάλου μήκους έχουν κάνει οι Χρήστος Νίκου, Στιβ Κρικρής, Γιάννης Βεσλεμές, Έκτορας Λυγίζος, Zαχαρίας Μαυροειδής, Ρηνιώ Δραγασάκη, Φωκίων Μπόγρης, Τζώρτζης Γρηγοράκης, Τζάνις Ραφαηλίδου, Ζακλίν Λέντζου, ο Ιρανός Σιαμάκ Ετεμάντι που σπούδασε σινεμά στην Ελλάδα και αρκετοί άλλοι.

Eπίσης, υπάρχουν ορισμένοι νέοι σκηνοθέτες ή απλά ορισμένα φιλμ που επιδιώκουν έναν κινηματογράφο πιο βατό και ανοιχτό προς τον μέσο θεατή. Κάτι τέτοιο επιχειρούν ο Στράτος Τζίτζης των ταινιών 45 m2 (2010), Σώσε με (2001), Καύση, (2015) και Night Out (2018), ο Γιάννης Σακκαρίδης με τα Amerika Square (2017) και Wild Duck (2013), ο Αλέξης Αλεξίου με το Τετάρτη 04:45 (2014), η Ελίνα Ψύκου με την Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά (2013), o Κύπριος Ηλίας Δημητρίου (Fish n chips, 2011, SMAC, 2015), o Σωτήρης Τσαφούλιας με το αστυνομικό μυστηρίου Έτερος εγώ (2016) και την αντίστοιχη, πετυχημένη, ομώνυμη αστυνομική τηλεοπτική σειρά, και παλαιότερα ο μεταναστεύσας στις ΗΠΑ, Ντένης Ηλιάδης που σκηνοθέτησε στην Ελλάδα το Hardcore (2004) και άλλοι. Και ο Άγγελος Φραντζής, ένας σκηνοθέτης κατά κανόνα καλλιτεχνικών ταινιών, που γύρισε την πολύ πετυχημένη και βραβευμένη Ευτυχία (2019), και βέβαια ο πολύ ταλαντούχος Γιάννης Οικονομίδης που κατόρθωσε να δημιουργήσει καλές ταινίες ποιότητος που έκοψαν εισιτήρια, Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς, 2020, Το μικρό ψάρι, 2013 και Μαχαιροβγάλτης, 2009. Σε αυτές τις ταινίες οφείλουμε να προσθέσουμε την απόπειρα των νέων να φτιάξουν κωμωδίες ή να προσθέσουν κωμικές νότες και πινελιές στα έργα τους, για παράδειγμα οι Φ.Τσίτος, Οικονομίδης, Λάνθιμος, Κούτρας, Α.Βούλγαρης.

 

Θα παρουσιάσω ενδεικτικά και συνοπτικά, τα φιλμ ενός από τους καλύτερους σύγχρονους σκηνοθέτες του νέου ελληνικού σινεμά. Ο Γιάννης Οικονομίδης (Σπιρτόκουτο,2003,  Η ψυχή στο στόμα,2006, Μαχαιροβγάλτης, 2009, Το μικρό ψάρι, 2013, Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς, 2020) κάνει ένα σινεμά σκληρού ρεαλισμού, δυνατό κι επιθετικό, που αμφισβητεί τα κοινώς παραδεκτά κοινωνικά πράγματα, με ένταση και παλμό, με εικαστική δύναμη στη λιτή και λειτουργική εικόνα του, και σκληρό, αθυρόστομο λόγο. Το σπιρτόκουτο του πρωτοεμφανιζόμενου Οικονομίδη ήταν μια ακραία νατουραλιστική ταινία με συνεχές, ακραίο και μάλλον κουραστικό βρισίδι, πάνω στον αλληλοσπαραγμό των μελών μιας μικροαστικής οικογένειας που ζει στον Κορυδαλλό. Η ψυχή στο στόμα, βραβευμένη από τους Έλληνες κριτικούς, απογειώνει το έργο του σε ένα πολύ επεξεργασμένο, υψηλό επίπεδο, από δραματουργική, σκηνοθετική και οπτική-εικαστική άποψη, όπου συνυπάρχουν, με καρποφόρο τρόπο, ο ρεαλισμός, η ωμότητα και η αφαίρεση. Ο Μαχαιροβγάλτης, το τελευταίο του φιλμ, είναι η μεταφορά μιας αφηγηματικής ιδέας του φιλμ νουάρ του Κέην  (Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές) σε ένα αποπνιχτικό, αδυσώπητο, ρεαλιστικό ελληνικό περιβάλλον, μια συνοικία της δυτικής Αττικής. Σκληρός, αψύς ρεαλισμός στα όρια ενός αναβράζοντος, εκρηκτικού νατουραλισμού. Ζωγραφίζεται, σε ασπρόμαυρο με έντονα κοντράστα, ο κοινωνικός χώρος μα και ένα κολασμένο ερωτικό τρίγωνο μοιραίου, ψυχρού, ανελέητου πάθους. Το 2013 σκηνοθέτησε το στιβαρό κοινωνικό γκαγκστερικό  φιλμ Το μικρό ψάρι. Πρόκειται για μια δυνατή, ατμοσφαιρική και υποβλητική αστυνομική ταινία, επικεντρωμένη στους ανθρώπους, ανθρώπους του περιθωρίου και του υποκόσμου. Μια ταινία ώριμη από αισθητική, δραματική, νοηματική, κοινωνική και ηθική άποψη. Βασισμένη στην εκφραστικότητα που έχουν οι εικόνες, οι σοφά επιλεγμένοι χώροι, οι πράξεις και τα λόγια των προσώπων (το βρισίδι τους έχει και μουσικότητα και σημασία). Τα πλάνα είναι λειτουργικότατα στην εικαστικότητά τους. Οι χαρακτήρες των κακοποιών που άγονται και φέρονται στην ιστορία, με κρυμμένα τα κίνητρα και τις επιδιώξεις τους, είναι πειστικοί. Από τις ενέργειές τους συνάγεται το κυνήγι του εύκολου κέρδους, η απάτη και η πρόστυχη λαμογιά που ταλανίζουν τη σύγχρονη Ελλάδα… 

Η πέμπτη, έξυπνη και δυνατή ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς, έχει ορισμένα ενδιαφέροντα γνωρίσματα. Είναι σινεμά νουάρ, αστυνομικό – γκανγκστερικό με πολύ πετυχημένο τρόπο. Η φονική κορύφωση επωάζεται επί μακρόν και κλιμακώνεται απότομα κι εντυπωσιακά. Είναι σινεμά χιουμοριστικό, πολύ περισσότερο κωμικό, μα και σαρκαστικό, από οποιαδήποτε παλαιότερη ταινία του Οικονομίδη και καταφέρνει να σε κάνει να γελάς ή να χαμογελάς ειρωνικά. O σκηνοθέτης επιδιώκει να φτιάξει μια σκεπτόμενη, σατιρική, αστυνομική κωμωδία. Μας δείχνει τη φάρσα της νεοελληνικής κοινωνίας και της ζωής, την τραγωδία και τη γελοιότητά τους. Είναι ουσιαστικά λαϊκό σινεμά, εθνικολαϊκό. Αυτό προκύπτει από τον ρεαλιστικό και συνάμα κωμικό τρόπο απεικόνισης των συμπεριφορών, της ομιλίας, των χώρων και των μουσικών που ακούγονται στα κοινωνικά περιβάλλοντα της ταινίας. Είναι κινηματογράφος κοινωνικός. Αυτό διαπιστώνεται στη ρεαλιστική απεικόνιση της ελληνικής επαρχίας, της περιοχής της Θεσσαλίας και της Καρδίτσας, στην αναπαράσταση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και τάξεων της επαρχιακής κοινωνίας. Ο Οικονομίδης θέλει να σκιαγραφήσει τον σύγχρονο νεοέλληνα, την εποχή της κρίσης και την στρεβλωμένη κοινωνία που τον έχει αδράξει και τον αλλοιώνει προς το χειρότερο. Και είναι ο κινηματογράφος ενός ουσιαστικά “μοραλιστή”, Κύπριου σκηνοθέτη ο οποίος εκφέρει έναν λόγο, τη δική του άποψη για την τρέχουσα και κυρίαρχη λογική της ελληνικής κοινωνίας. Στο βάθος του φιλμ κρύβεται και παρατηρεί, με ενδιαφέρον, κριτική, παρατηρητικότητα και δηκτικότητα, ένας μοραλιστής σκηνοθέτης.

Κάποιος θεατής μπορεί να δει το τελευταίο φιλμ του Οικονομίδη απλά σαν ένα δραματικό γκανγκστερικό. Μπορεί να πει πως είναι απλοϊκό ή μονοεπίπεδο, αφελές ή επιδερμικό, όπως μετά λύπης μου άκουσα να λένε διάφοροι κινηματογραφιστές ή δημοσιογράφοι, που ο Θεός να τους κάνει κριτικούς. Μπορεί να υπερβάλλω μα έχω την εντύπωση πως στον ελλαδικό κινηματογραφικό χώρο έχει πρωτεύοντα ρόλο η ζηλοφθονία, δεν αφήνουν ή δεν θέλουν να αφήσουν κανέναν να... αγιάσει. Θάβουν με... μεγάλες φτυαριές τους καλύτερους, νέους Έλληνες σκηνοθέτες, Λάνθιμο, Οικονομίδη και άλλους. Όπως τις παλαιές εποχές έθαβαν με ζήλια και μισαλλοδοξία τον καλύτερο σκηνοθέτη που είχαμε, τον Αγγελόπουλο, ακόμη και αριστεροί ή μαρξίζοντες – ο Θεός να τους κάνει – και τα ξεχάσανε όταν ο Αγγελόπουλος έφυγε για τον... άλλο κόσμο, οπότε τότε έγινε κοινώς αποδεκτός (τον ξεφορτώθηκαν και άρα έγινε αφομοιώσιμος)...

 

Πηγή: www.athensvoice.gr