Ο Σαμαράς εργάζεται για τον ΣΥΡΙΖΑ

Κώστας Σοφούλης 20 Σεπ 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα υπερδεξιά γκρουπούσκουλα της τότε αντιπολίτευσης εφεύραν την «αντιμνημονιακή» λαϊκίστικη διχοτόμο, αλλά ήταν ο Σαμαράς και το κόμμα του εκείνοι που προσπάθησαν να την θεμελιώσουν αναλυτικά, με τις παραστάσεις των «εναλλακτικών σεναρίων τύπου Ζαππείου». Σήμερα πάλι, με μια αντιφατικότητα που βγάζει μάτι, ο Σαμαράς πάλι είναι εκείνος που παγιώνει τον «αντιμνημονιασμό», και την ίδια στιγμή καυχιέται ότι πετυχαίνει τους στόχους του μνημονίου. Στο μέτρο που τα «μνημόνια» κατά τα 5/6 τους αφορούσαν σε εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις βασικών τομέων της οικονομικής και πολιτικής ζωής, ο Σαμαράς υπονομεύει τις ίδιες τις επιτυχίες της κυβέρνησής του με την συνεχή αναμάσηση της «επιβολής της Τρόικα». Το αποκορύφωμα είναι ότι επιτέλους εξωπετάξαμε την Τρόικα, σάμπως η Τρόικα να ήταν το πρόβλημα. Στο μέσο Έλληνα παγιώνεται έτσι ο διαβολικός ρόλος της τριμερούς εποπτείας και αυθόρμητα οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι όταν δεν την χρειαζόμαστε πια μπορούμε κάλιστα να χαλάσουμε ότι μας είχε τότε αναγκάσει να κάνουμε. Τώρα, με την ρητορική της «απαλλαγής» από τα μνημόνια και την Τρόικα, επισφραγίζει τον αντιμνημονιακό μύθο δείχνοντας ότι τάχα η βελτίωση των δεικτών της οικονομίας και της δημόσιας λειτουργίας δεν είναι αποτέλεσμα ακριβώς της έστω και μερικής εφαρμογής των μνημονίων, αλλά οφείλεται σε κάτι άλλο εντελώς απροσδιόριστο ενώ το μνημόνιο παραμένει άγος από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε. Πιο τερατώδη διαστροφή της αλήθειας για χάρη του βραχυπρόθεσμου εκλογικού συμφέροντος δεν θα μπορούσε να σκεφτεί ακόμη και ο χειρότερος αντίπαλος της μεταρρύθμισης.

Ποια είναι, όμως, η αλήθεια; Οι όροι που επέβαλε η Τρόικα για να στηριχθεί η χώρα χωρίς να πτωχεύσει, είχαν δύο άξονες: Ο πρώτος αφορούσε την δημοσιονομική εξυγίανση και σταθεροποίηση. Στο πεδίο αυτό η Τρόικα άφησε τεράστια περιθώρια «εθνικών» επιλογών και σε τίποτα δεν φταίει εκείνη αν οι κυβερνήσεις μας, είτε εξ ανάγκης είτε από ανικανότητα, διάλεξαν μερικές φορές τις χειρότερες επειδή αυτές μόνο μπορούσαν. Ο δεύτερος άξονας αφορούσε σε μέτρα που σχετίζονται με μεταρρυθμίσεις δομών και λειτουργιών της αγοράς, του κράτους και των ασκουμένων πολιτικών (δυστυχώς όχι και του πολιτικού συστήματος). Είναι οι διαβόητες «διαρθρωτικές αλλαγές». Ο βασικός λόγος ύπαρξης των μέτρων αυτών προφανώς είναι η δημιουργία συνθηκών μακροχρόνιας αποτελεσματικότητας που θα απέκλειε την επανεμφάνιση των αιτίων που οδήγησαν στην σημερινή κρίση. Στο πεδίο αυτό, οι υποδείξεις της Τρόικα και της συμπληρωματικής σε αυτή Task Force, υπήρξαν περισσότερο περιοριστικές και συγκεκριμένες. Είναι αλήθεια, ότι πολλές από τις υποδείξεις της κατηγορίας αυτής εμφορούνται από μία ακραία νεοφιλελεύθερη προκατάληψη που αφήνει περιθώρια καλλίτερων λύσεων. Οι περισσότερες, όμως, είχαν τεχνικό χαρακτήρα που αφορούσε στον πυρήνα του ελληνικού προβλήματος, δηλαδή στην διάρρηξη των συντεχνιακών και πελατειακών σχέσεων και στον περιορισμό του Κράτους στις στρατηγικές λειτουργίες του. Στόχος τους, δηλαδή, είναι η εξυγίανση του Κράτους και της Αγοράς. Ποια, λοιπόν, είναι τα κρίματα του μνημονίου που αναφανδόν και χωρίς εξαίρεση οφείλουμε να καταδικάσουμε σαν εφιάλτη; Μόνος του ο Σαμαράς χαράσσει μια τακτική που αυτοαναιρεί την ίδια την σκοπιμότητα της κυβέρνησης σωτηρίας της οποίας προΐσταται. Συμπεριφερόμενος ολικά ως «αντιμνημονιακός» χάνει την ευκαιρία να ασκήσει πραγματική πολιτική που θα ξεχώριζε με σαφήνεια τι εκείνος θεωρείς σωστό και σε τι ακριβώς διαφωνεί με την Τρόικα. Το συνθηματολογικό υποκατάστατο της απαίτησης για «αναπτυξιακή πολιτική» είναι χρονικά κίβδηλο, αφού καμία ανάπτυξη δεν μπορεί να δρομολογηθεί αν προηγουμένως δεν υπάρξει δημοσιονομική σταθεροποίηση και διαρθρωτική προετοιμασία που τουλάχιστο να διατηρεί τους αναπτυξιακούς πόρους στην κοίτη του προορισμού τους και όχι να τους διοχετεύει τεχνηέντως σε καταναλωτικές δαπάνες και πελατειακούς μποναμάδες. Άλλωστε, αυτή δεν ήταν η χρόνια ασθένεια του συστήματός μας;

Με την τακτική του αυτή υπονομεύει το όποιο πνεύμα μεταρρύθμισης θα μπορούσε να στηρίξει τον εκσυγχρονισμό της χώρας μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δρέπει καρπούς στη κοινή γνώμη, με τσάμπα σπορά από την μεριά της αντιμνημονιακής ΝΔ. Η καθολίκευση του «αντιμνημονιασμού» γίνεται κάτι περίπου ισοδύναμο με ηγεμονεύουσα ιδεολογία της οποίος κύριος ανάδοχος φορέας είναι ο οπισθοδρομικός ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια «αντιμνημονιακή» χώρα (γράφε αντιμεταρρυθμιστική), ο περισσότερο αντιμνημονιακός κερδίζει και αυτός βέβαια δεν είναι η ΝΔ. Ο Σαμαράς και η ΝΔ, λοιπόν, στηρίζουν το συνθηματολογικό μονοπώλιο με το οποίο πολιορκεί ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία. Σύνθημα που περιέργως (;) επαναλαμβάνουν οι ψεκασμένοι ΑΝ.ΕΛ και η Χρυσή Αυγή!

Θα μπορούσε, άραγε, να υπάρξει μια εναλλακτική «υποδοχή» της εποπτείας των δανειστών; Ασφαλώς και θα μπορούσε, ακόμη και αν ισχύουν αρκετές επιφυλάξεις για το είδος και τον χρονισμό των εκσυγχρονιστικών παρεμβάσεων στις οποίες συμφωνήσαμε.

Το πρώτο που θα μπορούσε να γίνει είναι να ζυμωθεί με παρρησία στο εκλογικό σώμα ότι στη πλειονότητά τους τα «μέτρα» που επιβλήθηκαν από τους δανειστές αφορούν σε εκλογίκευση και εκσυγχρονισμό δημόσιων πολιτικών και διαδικασιών. Ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος αποτελείται από καλόπιστους πολίτες, αλλά εξαιρετικά απληροφόρητους ή, χειρότερα, εξαιρετικά παραπληροφορημένους. Πριν ένα περίπου χρόνο, με την μανία του επαγγέλματος να μετρώ τα πράγματα, οργάνωσα εκ των ενόντων σε κάποιο δημόσιο χώρο μια συζήτηση για το περιεχόμενο της Λίστας Παπαδήμου (εκκρεμότητες που κληροδοτούσε στην επόμενη κυβέρνηση). Η συζήτηση άρχισε σε μια παρέα επτά ατόμων αλλά πολύ σύντομα και με τους κατάλληλους χειρισμούς μπήκαν στο παιχνίδι άλλοι τριάντα περίπου με αρκετά αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά. Ύστερα από συζήτηση περίπου δύο ωρών, οι περισσότεροι από τους μισούς είχαν δεχτεί, ότι τα όσα σημείωνε ο Παπαδήμος έπρεπε να γίνουν, ανεξάρτητα από το αν τα απαιτούσε ή όχι η Τρόικα. Το πιο ενδιαφέρον όμως ήταν, ότι από τους υπόλοιπους, σχεδόν στο σύνολο είχαν περιορίσει τα επιχειρήματά τους όχι στην ουσία των ζητουμένων μέτρων, αλλά στο «γιατί να μας τα υπαγορεύουν οι ξένοι». Δεν είχαν άλλο πιο αξιόπιστο επιχείρημα. Δεν ξέρω πόσο αντιπροσωπευτικό ήταν το πείραμα, αλλά η διαίσθησή μου λέγει ότι ήταν. Αυτός ο κόσμος δεν είχε μετάσχει ποτέ του σε καμία νηφάλια συζήτηση της μορφής αυτής. Υπάρχουν και άλλες πολλές αποδείξεις του ελλείμματος πληροφόρησης που προκάλεσε η ανικανότητα των κομμάτων να αντιτάξουν νηφάλιο λόγο στη μεταφυσική του μνημονίου. Αλλά ο Σαμαράς, τι λόγο είχε να μη χρησιμοποιήσει τις ευκαιρίες που η ενάσκηση της κυβέρνησης του δίνει για να μιλήσει σε βάθος με το εκλογικό σώμα; Προφανώς, ό μόνο λόγος που συντήρησε το αντιμνημονιακό μένος του ήταν ο φόβος μήπως δικαιώσει τον Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ αφενός και απονείμει εξ αντιδιαστολής τις ευθύνες που βαρύνουν στο κόμμα του και τον προηγούμενο αρχηγό του Κ. Καραμανλή. Τώρα κινδυνεύει να πιαστεί ο ίδιος στην παγίδα που έστησε στο ΠΑΣΟΚ. Το μέγα δυστύχημα είναι, εν τούτοις, ότι αυτή η παγίδα έχει τόσο μεγάλη τρύπα που κοντεύει να εγκλωβίσει όλα τα κόμματα που κατά τα άλλα θα μπορούσαν να αρθρώσουν νηφάλιο ορθολογικό μεταρρυθμιστικό λόγο. Ακόμη και το ΠΑΣΟΚ που δεν τολμά να διαφοροποιήσει τη θέση του εκ του φόβου των Ιουδαίων. Έστησε, δηλαδή μια παγίδα στο ίδιο το έθνος.

Η αδίστακτη κουτοπονηριά του Σαμαρά από τη μία και το απίθανης επιπολαιότητας σφάλμα αρχικού χειρισμού του Γ. Παπανδρέου από την άλλη, κινδυνεύουν να γίνουν αιτίες να χαθεί η μοναδική ευκαιρία για την χώρα να προχωρήσει σε γενναίες μεταρρυθμίσεις που θα την αποκολλούσαν επιτέλους από το Βαλκανικό βάλτωμά της και θα την οδηγούσαν σε πραγματικό εξευρωπαϊσμό. Αν ο Γ. Παπανδρέου, όταν διαπίστωσε τον πραγματικό κίνδυνο χρεοκοπίας το 2009, αποτεινόταν τότε στο λαό για να του πει την πλήρη αλήθεια και στη συνέχεια στη Βουλή για να ζητήσει την συμπόρευση με τουλάχιστο 180 ψήφους, η ιστορία θα είχε γραφεί σε καθαρή σελίδα. Διότι ή θα συναινούσε τότε η ΝΔ σε ένα εθνικό σχέδιο προσεπίκλησης της βοήθειας των εταίρων μας, ή θα οδηγούμασταν σε εκλογές με ανοιχτά τα πραγματικά χαρτιά και όχι τις κίβδηλες φωνές περί προδοσίας και δεν συμμαζεύεται. Η πρωτοφανής πολιτική αδεξιότητα του Γ. Παπανδρέου έκανε το μεγάλο κακό και όπως χαρακτηριστικά μου έλεγε πρόσφατα τέως βουλευτής της περιόδου εκείνης «μας καταδίκασε, όλους εμάς, σε ισόβιο περιορισμό κατ’ οίκον». Ένα τεράστιο πολιτικό δυναμικό σε όρους πολιτικού προσωπικού απαξιώθηκε και περιθωριοποιήθηκε ακριβώς την ώρα που η χώρα χρειάζονταν διαπρύσιους κήρυκες του εκσυγχρονισμού.

Αν όλ’ αυτά ανήκουν στην κριτική του παρελθόντος, τι μέλλει γενέσθαι για το παρόν και το μέλλον; Νομίζω, ότι μέσα από την αναίρεση της μεταφυσικής του μνημονίου θα μπορέσει πράγματι να αναδυθεί η ρεαλιστική εναλλακτική φωνή μιας σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς. Το πρωταρχικό και θεμελιώδες πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία σήμερα είναι να επανενωθεί στην υπηρεσία του ρητά εκπεφρασμένου – και όχι ως σύνθημα- κοινού συμφέροντος. Αυτή πρέπει να είναι η ιδεολογική βάση του σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματος και πάνω σε αυτή μπορεί να θεμελιωθεί και να χτιστεί ένα αξιόπιστο πολιτικό πρόγραμμα. Η σοσιαλδημοκρατική προοπτική χρειάζεται την νομιμοφροσύνη αφοσιωμένων ψηφοφόρων για να προχωρήσει. Δεν αρκούν οι συνθηματολογικές διεγέρσεις συναισθημάτων και διαισθήσεων. Το μεταρρυθμιστικό αίτημα πρέπει να τεθεί με παρρησία στην πολιτική ατζέντα, έστω και αν αυτό ενδέχεται να καρπίσει σε μια επόμενη φάση των πολιτικών εξελίξεων. Είναι στρατηγικό αίτημα και δεν περιορίζεται από τακτικές σκοπιμότητες. Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να επαναδιατυπώσει το σύγχρονο περιεχόμενο του κοινού συμφέροντος της ελληνικής κοινωνίας.

Το ελληνικό πολιτικό πρόβλημα εκφράζεται συνοπτικά από την θεωρία του HARDIN για την «Τραγωδία των Κοινών». Το θεωρητικό λιβάδι του Ηardin είναι το κοινωνικό συμφέρον, οι γελάδες που το βόσκουν είναι οι αθώοι πολίτες που δεν βλέπουν ότι το χορτάρι που τρώνε αδιάκριτα και δωρεάν θα τελειώσει σύντομα από την απρογραμμάτιστη βοσκή τους, και οι βουκόλοι/τζοπάνηδες είναι οι κάθε λογής εκπρόσωποι των συντεχνιών και κλειστών ομάδων συμφέροντος, που οδηγούν τα κοπάδια τους στη βέβαιη λιμοκτονία μέσα από οδεύσεις πρόσκαιρης ευημερίας. Το μοντέλο χρειάζεται μια ισχυρή σοσιαλδημοκρατία που θα επαναπροσδιορίσει το κοινό συμφέρον και θα παρέμβει ρυθμιστικά στην βόσκηση του λιβαδιού με στόχο την αειφορία του. Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό τα μνημόνια θα πάρουν την πραγματική σημασία τους ως προγράμματα εξισορρόπησης και ανόρθωσης και έτσι θα κριθούν οι όποιες αδυναμίες τους για να διορθωθούν και όχι για να χρησιμοποιηθούν ως προσχήματα επιστροφής στην άναρχη κατάσταση του παρελθόντος που αποδεδειγμένα μας οδήγησε στη σημερινή καταστροφή.