Ο μύθος είναι τρόπος των ανθρώπων να δώσουν νόημα στον κόσμο, να μιλήσουν για το φόβο, την ελπίδα, την εξουσία και την ύπαρξη μέσα από σύμβολα και πάθη.
Η Ραφίκα Σαουίς μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στο ιστορικό θέατρο La MaMa της Νέας Υόρκης, παραδίδει μια «πειραγμένη», επανεκτέλεση του Αγαμέμνονα του Αισχύλου στο «Αγαμέμνων: Ο κύκλος του αίματος», μια παραγωγή που σκοπό έχει, όπως ισχυρίζεται, να ξεφλουδίσει την επική επιφάνεια του μύθου για να αποκαλύψει ωμές, οικείες αλήθειες. Αυτή η επανεκτέλεση θέλει να τοποθετήσει την αρχαία αφήγηση μέσα στον τσακισμένο ψυχισμό της Κλυταιμνήστρας, δίνοντάς της όχι μόνο φωνή αλλά και υποκειμενικότητα, ευαλωτότητα και διαύγεια.
Η παράσταση ξεκινά όχι με θρίαμβο, αλλά με σιωπή, μια σιωπή που αιωρείται σαν καπνός πάνω από ένα μεταπολεμικό τοπίο. Δεν πρόκειται για μια πανηγυρική επιστροφή του Αγαμέμνονα, αλλά για ένα ψυχολογικό πεδίο μάχης που είναι σπαρμένο με τα φαντάσματα της ιδεολογίας και της βίας. Η Σαουίς επιλέγει να αφηγηθεί αυτή την ιστορία όχι ως μια γραμμική τραγωδία εκδίκησης αλλά ως μια κυκλική ελεγεία αίματος, τραύματος και αποτυχίας της δικαιοσύνης να προστατεύσει το ανθρώπινο πνεύμα. Αυτό που προκύπτει είναι ένα κατακερματισμένο πορτρέτο της Κλυταιμνήστρας, όχι η αρχετυπική δολοφόνος, αλλά μια γυναίκα παγιδευμένη στο αβάσταχτο βάρος της δικής της κατασκευασμένης πραγματικότητας.
Η Κλυταιμνήστρα της Σαουίς θέλει να είναι συναρπαστική και συγκλονιστική. Η ερμηνεία της να είναι πολυεπίπεδη, τρεμάμενη, άγρια και πάνω εκεί να στηρίζεται ολόκληρο το έργο. Σκοπό δεν έχει να προσπαθήσει να δικαιολογήσει τις πράξεις της Κλυταιμνήστρας, αντίθετα, θέλει να τις αναλύσει, αποκαλύπτοντας τις ρίζες τους στην απώλεια, τη σιωπή και την πολιτική προδοσία. Στόχος της παράστασης είναι οι μονόλογοι της να γλιστρούν μεταξύ εσωτερικής εξομολόγησης και άμεσης απεύθυνσης, συχνά θολωμένοι από την προβολή ταινίας που τρεμοπαίζει και κυριαρχεί στο πίσω μέρος της σκηνής.
Αυτό που στοχεύει η παράσταση είναι να συνδυάσει, κατά το δυνατόν, τη ζωντανή δράση και την κινηματογραφική αφήγηση. Η παράσταση επιδιώκει να υπάρχει σε δύο πραγματικότητες: τη σωματική αμεσότητα της σκηνής και το στυλιζαρισμένο παράλληλο σύμπαν της οθόνης. Η προβαλλόμενη ταινία, δεν αποσκοπεί στο να είναι απλή συνοδεία του ευρύτερου συνόλου, αλλά σκοπεύει να είναι μια αυτόνομη, αναπνέουσα αφήγηση. Σε κάποιες στιγμές, η ταινία θέλει να κυριαρχεί στη σκηνή, σε άλλες, να τη στοιχειώνει, σαν ηχώ της μνήμης από την οποία οι ζωντανοί ερμηνευτές δεν μπορούν να ξεφύγουν.
Ο Μάνος Βακούσης, ως Αγαμέμνων, εμφανίζεται με στόχο η παρουσία του να φαντάζει μνημειώδης αλλά και απόκοσμα απούσα. Ενσαρκώνει το κράτος, ψυχρό, απόμακρο, αυτοδικαιούμενο. Ο Αίγισθος του Κρις Ραντάνοφ προσθέτει μια σπαρταριστή ένταση, μια υπενθύμιση ότι ο καιροσκοπισμός ευδοκιμεί πάντα στα ερείπια του πολέμου.
Η σκηνοθεσία της Σαουίς που στοχεύει στο να αναβαθμίσει τον Κύκλο του Αίματος. Η απόφασή της να διαπλέξει σύγχρονα πλάνα, βομβαρδισμένες πόλεις, στρατιώτες με ψηφιακές στολές, στρατόπεδα προσφύγων, με το δραματικό τόξο της ελληνικής τραγωδίας θέλει να δημιουργήσει μια αντιπαράθεση η οποία να μοιάζει τόσο επίκαιρη όσο και διαχρονική. Δεν πρόκειται για μια ιστορική αναδρομή, αλλά για μια ιστορία που επαναλαμβάνεται. Η Κλυταιμνήστρα, στα χέρια του Σαουίς, γίνεται κάθε γυναίκα που μένει άφωνη από τον πόλεμο, κάθε πολίτης που βρίσκεται σε ιδεολογικά διασταυρούμενα πυρά, κάθε θύμα που μετατρέπεται σε αποδιοπομπαίο τράγο.
Τη δημιουργική ομάδα συμπληρώνουν ο εικαστικός Μιχάλης Αργυρού, ο μουσικός Μανώλης Μανουσάκης, ο media και documentary artist Αστέρης Κούτουλας, η Γερμανίδα δραματουργός Isabella Sedlak. Ο Μάνος Βακούσης στον ρόλο του Αγαμέμνονα, Αίγισθος ο Κρις Ραντάνοφ, ο Σαμουήλ Ακινόλα ως Κήρυκας και η Ραφίκα Σαουίς ως Κλυταιμήστρα.
Η δημιουργός Ραφίκα Σαουίς σημείωσε για την παράσταση «το έργο είναι μια διαφορετική ανάγνωση πατώντας στη δομή του "Αγαμέμνονα". Τη θέση του Χορού έχουν πάρει στην παράστασή μας οι βιντεοπροβολές που είναι μια σύνθεση εικόνων ντοκιμαντέρ από τους πολέμους και τις συνέπειες αυτών. Με αυτόν τον τρόπο, με σεβασμό όμως στο κείμενο, επικαιροποιείται η αρχαία τραγωδία και γίνεται αρκετά απτή και κατανοητή σε σχέση με το σήμερα. Επαληθεύεται η διαχρονική και οικουμενική της διάσταση. Έπρεπε να διατηρήσουμε την ποίηση του αρχαίου κειμένου, ενώ ταυτόχρονα να το συνδέσουμε με τις σύγχρονες προκλήσεις. Αυτή η σύνθεση μας επέτρεψε να αναδείξουμε τις οικουμενικές αλήθειες που υπερβαίνουν το χρόνο».
Αυτά όμως αφορούν τις προθέσεις γιατί η παράσταση είναι στημένη στο πόδι, διάφορα ετερόκλητα στοιχεία δεν μπορούν να αποτελέσουν ενιαία παράσταση. Ξεκινώντας από το κείμενο στο οποίο εισβάλουν όλα τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας από τον πόλεμο και την ειρήνη, μέχρι το τεράστιο θέμα του μεταναστευτικού ή τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία ή την πείνα στον τρίτο κόσμο, όλα μπαίνουν στο μπλέντερ και προκύπτει ένα κολλώδες θέαμα χωρίς αρχή και τέλος. Σάμπως να μην υπήρξε κάποιος ο οποίος να ασχολήθηκε σοβαρά με το τι θα ακουστεί, σαν να μην υπήρξε κάποια αφορμή για να ακολουθήσει κάποιο όραμα σαν να σωρεύτηκε η επικαιρότητα ατίθαση, άγρια, ανεπεξέργαστη, κατευθείαν από τους τίτλους των εφημερίδων και τα ρεπορτάζ της ειδησεογραφίας και απαίτησε να γίνει θεατρική παράσταση καλά και ντε. Ο αγώνας του Μάνου Βακούση να ενσαρκώσει τον αμοραλιστή ηγέτη ματαιώνεται μέσα στο γενικό χάος.
Αν το όραμα αυτής της παράστασης ήταν να δείξει την αποσύνθεση, την πέτυχε εκ των έσω. Το όλο εγχείρημα μοιάζει με συρραφή ιδεών κολλημένων με σελοτέιπ: χωρίς στόχευση, χωρίς συναισθηματικό άξονα, χωρίς καλλιτεχνικό πυρήνα. Είναι σαν να πήρε κάποιος τους τίτλους των εφημερίδων, τους έριξε σ’ ένα καζάνι μαζί με λίγο αρχαίο δράμα, δυο-τρεις φεμινιστικές λέξεις-κλειδιά, και τα άφησε να βράσουν χωρίς συνταγή.
Το κείμενο, αντί να χτίζει μια νέα οπτική πάνω στον μύθο, πελαγοδρομεί ανάμεσα σε άστοχους λυρισμούς, αποσπάσματα ειδήσεων και προχειρογραμμένες ατάκες που ακούγονται σαν δραματοποιημένα tweets. Στην προσπάθειά του να είναι επίκαιρο, γίνεται τελικά χρονικά και αισθητικά χαμένο στο διάστημα. Αντί να ξεφλουδίσει τον μύθο για να αποκαλύψει ωμές αλήθειες, «Το Αγαμέμνων: Ο κύκλος του αίματος» μοιάζει με μύθο επεξεργασμένο μέσα από ένα χαλασμένο αντιγραφικό μηχάνημα - παραμορφωμένο, επαναλαμβανόμενο και τελικά άσκοπο. Μια χαμένη ευκαιρία, δυστυχώς ερασιτεχνική από κάθε άποψη. Και κάπως έτσι, ανάμεσα σε κραυγές χωρίς ηχώ και εικόνες χωρίς ψυχή, ο μύθος ξεχάστηκε στα παρασκήνια, περιμένοντας μια καλύτερη προσπάθεια για να ξαναγεννηθεί.